Skip to main content

Παραγράφονται και υποθέσεις φοροδιαφυγής

Από την έντυπη έκδοση 

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]

Χιλιάδες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών 2006-2010 που εκκρεμούν για έλεγχο στα Ελεγκτικά Κέντρα και τις ΔΟΥ ή έχουν ελεγχθεί από τις υπηρεσίες αυτές, αλλά δεν έχουν κριθεί οριστικά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια, θεωρούνται πλέον οριστικά παραγεγραμμένες και το Δημόσιο δεν έχει πια κανένα δικαίωμα να ολοκληρώσει τους ελέγχους ή να διεκδικήσει την είσπραξη τυχόν ήδη επιβληθέντων φόρων και προστίμων. 

Χιλιάδες άλλες υποθέσεις του έτους 2011 που εκκρεμούν ακόμη για φορολογικό έλεγχο παραγράφονται, εξάλλου, στις 31-12-2017. Συνολικά το ύψος των ήδη βεβαιωθέντων φόρων και προστίμων που χάνονται οριστικά για τα δημόσια ταμεία εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ, ενώ σε περισσότερα από 2 δισ. ευρώ εκτιμώνται τα έσοδα που δεν πρόκειται ποτέ να βεβαιωθούν στο μέλλον από τη ματαίωση χιλιάδων επικείμενων φορολογικών ελέγχων. 

Ταυτόχρονα, οι εμπλεκόμενοι σε πολλές από τις παραπάνω υποθέσεις, εφόσον έχουν διαπράξει ποινικά κολάσιμα αδικήματα φοροδιαφυγής, γλιτώνουν οριστικά από το ενδεχόμενο να υποστούν ποινικές κυρώσεις για τα αδικήματα αυτά δεδομένου ότι η παραγραφή των υποθέσεών τους δεν επιτρέπει καν στις αρμόδιες φορολογικές αρχές να υποβάλουν μηνυτήριες αναφορές προκειμένου να ξεκινήσουν οι εναντίον τους ποινικές διώξεις.

Στις εξελίξεις αυτές οδηγούν τρεις πρόσφατα εκδοθείσες γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βασιζόμενες εν μέρει και στις πρόσφατα εκδοθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για την παραγραφή), τις οποίες έκανε άμεσα δεκτές η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Συγκεκριμένα:

Με την πρώτη από τις γνωμοδοτήσεις αυτές (την υπ’ αριθμόν 265/2017) περιορίζεται σημαντικά το δικαίωμα των φορολογικών αρχών να τεκμηριώσουν, μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής φορολογικών υποθέσεων, ανακρίβεια των υποβληθεισών φορολογικών δηλώσεων, ώστε βάσει της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του παλαιού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος να επιτύχουν παράταση της περιόδου παραγραφής από τα 5 στα 10 έτη και να προλάβουν να ελέγξουν όσο το δυνατόν περισσότερες εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών της περιόδου 2006-2011. 

Με τη δεύτερη γνωμοδότηση του ΝΣΚ (την υπ’ αριθμόν 268/2017) -η οποία βασίζεται στην υπ’ αριθμόν 1738/2017 απόφαση του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας των παρατάσεων των περιόδων παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου, οι οποίες νομοθετήθηκαν τα έτη 2012-2016- «μπλοκάρεται» και η δυνατότητα των φορολογικών αρχών να ελέγξουν υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούν τα έτη μέχρι το 2011, κάνοντας χρήση της υφιστάμενης διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών περί 20ετούς περιόδου παραγραφής σε περιπτώσεις διαπίστωσης φοροδιαφυγής. 

Με τη γνωμοδότηση αυτή ορίζεται, ουσιαστικά, ότι η 20ετής περίοδος παραγραφής δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρήσεις προ του 2012, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί μόνο για τις χρήσεις από το 2012 και μετά. Έτσι, σε περίπτωση κατά την οποία από τον έλεγχο της χρήσης του 2012 διαπιστωθεί φοροδιαφυγή, η προθεσμία που έχει το Δημόσιο να κοινοποιήσει πράξη οριστικού προσδιορισμού του φόρου παρατείνεται από 5ετία σε 20ετία. Για χρήσεις προ του 2012 δεν υπάρχει όμως τέτοια δυνατότητα για το Δημόσιο.

Οι λίστες
Ουσιαστικά, με βάση τις δύο παραπάνω γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ, θεωρούνται πλέον οριστικά παραγεγραμμένες όλες οι μη ακόμη ελεγχθείσες, καθώς και οι μη ακόμη οριστικά κριθείσες σε επίπεδο ΔΕΔ ή δικαστηρίων υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών προ του 2011, οι οποίες περιλαμβάνονται:

  • στη λίστα των «65 CDs» με το 1,3 εκατομμύριο Έλληνες μεγαλοκαταθέτες της περιόδου 2000-2012, 
  • στη «λίστα Λαγκάρντ» και 
  • στη λίστα των «εμβασμάτων εξωτερικού».

Επιπλέον όλες οι μη ακόμη ελεγχθείσες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος του έτους 2011 οι οποίες περιλαμβάνονται στις παραπάνω λίστες παραγράφονται στις 31-12-2017 και το Δημόσιο χάνει κάθε δικαίωμα να διεκδικήσει έσοδα και από αυτές.

Σημειώνεται ότι από τους ήδη διενεργηθέντες ελέγχους στις παραπάνω λίστες τα ήδη βεβαιωθέντα έσοδα υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ, ενώ αυτά που θα μπορούσαν να βεβαιωθούν από μελλοντικούς ελέγχους, οι οποίοι πλέον δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ, εκτιμώνται σε περισσότερα από 2 δισ. ευρώ.

Οι γνωμοδοτήσεις και οι αντίστοιχες εγκύκλιοι
Ας δούμε αναλυτικά τις ανατροπές που επέρχονται στα δικαιώματα του Δημοσίου να ελέγξει φορολογικές υποθέσεις παρελθόντων ετών:

Α) Με την υπ’ αριθμόν 265/2017 γνωμοδότηση του ΝΣΚ που έγινε δεκτή από τον διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλή με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1191/2017 ορίζονται τα εξής:
«Η ανακρίβεια της δηλώσεως και των συνυποβληθέντων με αυτήν ειδικών εντύπων και καταστάσεων μπορεί να διαπιστώνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ένας εκ των οποίων είναι και η διάσταση προς την οποία τελεί το περιεχόμενο της δηλώσεως (και των συνυποβληθέντων με αυτήν ειδικών εντύπων και καταστάσεων) προς τα προκύπτοντα από τα συνυποβληθέντα προς απόδειξη των δηλουμένων δικαιολογητικά, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 66 του Κ. Στην περίπτωση όμως αυτή και με δεδομένο ότι τα δικαιολογητικά συνυποβάλλονται με τη δήλωση και επομένως περιέρχονται στη γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και μπορούν να ληφθούν προσηκόντως υπόψη από αυτήν, η μετ’ έλεγχο διαπίστωση της προαναφερθείσης διαστάσεως μετά την πάροδο της πενταετούς παραγραφής του κανόνα της παραγράφου δεν παρίσταται ικανή να ενεργοποιήσει τον κανόνα της δεκαετούς παραγραφής.

Περαιτέρω η ανακρίβεια της δήλωσης μπορεί να διαπιστώνεται με βάση τα περιερχόμενα στη φορολογική αρχή στοιχεία και πληροφορίες από το φορολογούμενο ή τρίτα πρόσωπα ή άλλες δημόσιες αρχές ή στο πλαίσιο διενεργηθέντος φορολογικού ελέγχου. Η ανακρίβεια της δηλώσεως στην περίπτωση αυτή προκύπτει από συμπληρωματικά στοιχεία και, επομένως, η δυνατότητα εκδόσεως φύλλου ελέγχου (αρχικού ή συμπληρωματικού) με βάση τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία, τα οποία περιέρχονται στη φορολογική αρχή μετά την προθεσμία της πενταετούς παραγραφής, εμπίπτει στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (σ.σ.: του παλαιού Κώδικα, του ν. 2238/1994), πλην, όμως, καίτοι η περίπτωση αυτή φαίνεται στον νόμο ως αυτοτελής και διακεκριμένη από την περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ιδίου Κώδικα (ανακρίβεια της δηλώσεως), κατ’ ουσίαν οι δύο αυτές περιπτώσεις νομοθετικής παρεκτάσεως του χρόνου παραγραφής σε δεκαετία είναι εμφανές ότι αλληλοκαλύπτονται σε υποθέσεις ανακρίβειας της υποβληθείσης δηλώσεως, δεδομένου ότι τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη μη δηλωθέντος εισοδήματος και περιέρχονται μετά την πενταετία σε γνώση της φορολογικής αρχής τεκμηριώνουν, κατ’ αρχήν, και την (αντικειμενική) ανακρίβεια της υποβληθείσης δηλώσεως…».

B) Με την υπ’ αριθμόν 268/2017 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΝΣΚ, την οποία έκανε επίσης δεκτή ο κ. Πιτσιλής με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1192/2017 εγκύκλιο, ορίζονται τα εξής: 

«Εν όψει των γενομένων δεκτών με τις υπ’ αριθ. ΣτΕ 1738/2017, ΣτΕ 2934/2017 και ΣτΕ 2935/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) επί της ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 78 (παράγραφοι 1-2) του ισχύοντος Συντάγματος, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας – ΚΦΔ – (ν.4174/2013), σε συνδυασμό με τη διάταξη της παραγράφου 11, εδάφιο δεύτερο, του άρθρου 72 του ίδιου Κώδικα, με τις οποίες παρεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής σε εικοσαετή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής που διαπράχθηκε πριν την έναρξη ισχύος του ΚΦΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί μέχρι τότε, είναι εφαρμοστέες από τη Φορολογική Διοίκηση, εφόσον υπάρχει δυνατότητα εκδόσεως πράξεων προσδιορισμού φόρου και προστίμων σε εκκρεμείς υποθέσεις ελέγχου που αφορούν στις χρήσεις των ετών 2012 και 2013 και όχι σε προγενέστερες του έτους 2012».

Γ) Με την υπ’ αριθμόν 254/2017 γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον διοικητή της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή με την εγκύκλιο υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1190/2017, ορίζεται ότι για φορολογικές υποθέσεις τις οποίες οι φορολογικές αρχές, συμμορφούμενες με την υπ’ αριθμόν ΔΕΛ Β 1136035 ΕΞ 2017/15.09.2017 απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, δεν «προτεραιοποιούν» για έλεγχο, λόγω παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα, «δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατή η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης (σ.σ.: προκειμένου να κινηθούν διαδικασίες ποινικών διώξεων από τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές κατά των υπευθύνων για τη διάπραξη αδικημάτων φοροδιαφυγής), αφού για τις υποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να διενεργηθεί έλεγχος και να εκδοθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς και την εν συνεχεία άσκηση της ποινικής δίωξης». Στο σκεπτικό του, το Β’ Τμήμα του ΝΣΚ στέκεται ιδιαίτερα στη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 55Α του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013) η οποία προστέθηκε τον Οκτώβριο του 2015 με τον ν. 4337/2015 και προβλέπει ότι για την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τον διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως (σ.σ.: για αδικήματα φοροδιαφυγής) απαιτείται πρώτα η έκδοση οριστικής πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου (σ.σ.: απαιτείται δηλαδή πρώτα να έχει ξεκινήσει και να έχει ολοκληρωθεί ο φορολογικός έλεγχος), αφού με την πράξη αυτή προσδιορίζεται το ποσό της φορολογικής οφειλής βάσει του οποίου κρίνεται και το εάν ο ελεγχθείς έχει διαπράξει ή όχι ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής.

Και ποινικά ατιμώρητοι
Με την τρίτη γνωμοδότηση του ΝΣΚ (την υπ’ αριθμόν 254/2017) έγινε δεκτό ότι για όσες εκκρεμούσες για έλεγχο υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος θεωρούνται πλέον παραγεγραμμένες -βάσει της υπ’ αριθμόν 1738/2017 απόφασης του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας των παρατάσεων των περιόδων παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου και της υπ’ αριθμόν 2934/2017 απόφασης του ΣτΕ σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικά στοιχεία που μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου από 5ετή σε 10ετή»- δεν είναι δυνατή η έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, οπότε αυτομάτως δεν είναι δυνατή ούτε η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τα αρμόδια φορολογικά όργανα και οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να διωχθούν ποινικά. 

Ουσιαστικά με τη γνωμοδότηση αυτή όσα ποινικού χαρακτήρα αδικήματα φοροδιαφυγής συνδέονται με τις θεωρούμενες ως παραγεγραμμένες υποθέσεις δεν θα καταστεί δυνατό να διερευνηθούν ποτέ πλέον από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και οι υπεύθυνοι θα παραμείνουν ατιμώρητοι. Στις περιπτώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται και χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις παράνομης προσαύξησης περιουσίας προερχόμενες από τις λίστες μεγαλοκαταθετών των «65 CDs» και τις λίστες «Λαγκάρντ» και «εμβασμάτων εξωτερικού», οι οποίες λόγω των αποφάσεων του ΣτΕ είναι αδύνατον πλέον να ελεγχθούν διότι αφορούν σε έτη προ του 2011 και θεωρούνται πλέον παραγεγραμμένες.