Skip to main content

S&P: Ύφεση 9% φέτος στην Ελλάδα, σταθερά στη βαθμίδα ΒΒ- το αξιόχρεο

Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ- και τη σταθερή προοπτική του. Σε ανακοίνωσή του ο οίκος εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά περίπου 9% φέτος λόγω των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού για να ανακάμψει το 2021.

Ο S&P πιστεύει ότι η κυβέρνηση έχει σημαντικά δημοσιονομικά «μαξιλάρια» που στηρίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, τα οποία ενισχύθηκαν πρόσφατα από τη συμφωνία του Ιουλίου 2020 για το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. «Η σταθερή προοπτική αντανακλά την άποψή μας ότι τα σημαντικά μαξιλάρια δημοσιονομικής πολιτικής της Ελλάδας αντισταθμίζουν τους κινδύνους για την πιστοληπτική ικανότητά της που προέρχονται από τις δυσμενείς οικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας», προσθέτει ο οίκος.

Ο S&P εκτιμά ότι ένα εμβόλιο ή μία αποτελεσματική θεραπεία για τον κορονοϊό θα είναι ευρέως διαθέσιμα έως τα μέσα του 2021, προσθέτοντας την πρόβλεψή του ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021 θα συνοδευτεί από τη σταθερή ενίσχυση της δημοσιονομικής θέσης και τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ έως το 2022 που είναι ο ορίζοντας της ανάλυσής του.

Ο οίκος σημειώνει ότι η χρηματοδοτική θέση της Ελλάδας ενισχύθηκε σημαντικά στη διάρκεια του 2020 λόγω της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγορών τίτλων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και της αποδοχής τους ως ενεχύρων από την ΕΚΤ καθώς και λόγω της συμφωνίας για το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, βάσει της οποίας η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 32 δισεκ. ευρώ, από τα οποία τα 19,3 δισεκ. ευρώ θα είναι επιχορηγήσεις.

Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα ενισχύσουν και θα επιταχύνουν, κατά την άποψη του S&P την οικονομική ανάκαμψη και, αν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, θα λειτουργήσουν ως καταλύτης για περαιτέρω διαρθρωτικές βελτιώσεις της ελληνικής οικονομίας. Το αξιόχρεο της Ελλάδας περιορίζεται από το πολύ υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της καθώς και από τη δύσκολη νομισματική μετάδοση, δεδομένων των υψηλών μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, σημειώνει ο οίκος.