© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η επιτυχημένη παράσταση για τη ζωή του κορυφαίου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, «Κοιμώμενος Χαλεπάς, ο σαλός Άγιος» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Λιακόπουλου ανεβαίνει στο Θέατρο Καλλιρόης κάθε Κυριακή στις 18:15 [Καλλιρρόης 10, Αθήνα].
Σε σκηνοθεσία, επίσης, Αλέξανδρου Λιακόπουλου, από την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, θα ανέβει η ιταλική μαύρη κωμωδία «Family Secrets» του Enrico Luttmann, στη σκηνή Secret Room του θεάτρου Αλκμήνη [Αλκμήνης 8-12, Κάτω Πετράλωνα].
Και στις δύο παραστάσεις πρωταγωνιστεί ο Γιώργης Κοντοπόδης· μιλήσαμε μαζί του.
«Family Secrets» και «Κοιμώμενος Χαλεπάς, ο σαλός Άγιος»· υπάρχει κάποιο κοινό σημείο στους δυο ρόλος που υποδύεστε στα δύο αυτά έργα;
«Σε πρώτο επίπεδο και κοιτώντας από απόσταση τα δύο έργα, θα μπορούσα εύκολα να πω, ότι δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς ρόλους. Ο Αδάμ του “Family Secrets” είναι ένας άνθρωπος απλός, καθημερινός, με τα προβλήματα και τις επιθυμίες που μπορεί να έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος του 2025, ενώ ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι μία μορφή του 1800, καλλιτέχνης με ιδιαίτερες αξίες και τρόπο αντιμετώπισης της ζωής και της τέχνης. Κοιτώντας παραπέρα, θα μπορούσα να πω, ότι υπάρχει ένα πολύ σημαντικό κοινό σημείο. Και οι δύο αυτοί άνθρωποι και οι δύο αυτοί ρόλοι και οι δύο αυτοί χαρακτήρες, είναι δύο γιοι, δηλαδή και στα δύο έργα υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο της μητέρας. Στο μεν “Family Secrets” μιλάμε για μία μητέρα, η οποία σε πρώτο επίπεδο είναι αυταρχική αλλά σκάβοντας καταλαβαίνουμε ότι είναι μία βαθιά ανασφαλής ύπαρξη, η οποία χρειάζεται προστασία. Στον αντίποδα, η μητέρα του Γιαννούλη Χαλεπά ήταν μία ουσιαστικά σκληρή γυναίκα και, φυσικά, ψάχνοντας παραπέρα, στο παρελθόν της, σίγουρα θα υπήρχε και κάποιος λόγος για αυτό, δεν ήταν και εκείνη ανεπηρέαστη από το παρελθόν της. Μιλάμε, λοιπόν, για δύο χαρακτήρες που και οι δύο προσδιορίζονται και καθορίζονται από τη σχέση που έχουν με τη μητέρα τους, κάτι το οποίο φαίνεται αμέσως και στα δύο έργα· και είναι πάρα πολύ όμορφο το γεγονός, ότι παίζω δύο γιους, γιατί, όπως λένε και οι ψυχολόγοι, η σχέση με τη μητέρα μας είναι αυτή που καθορίζει όλη μας τη ζωή, όλη μας την ύπαρξη, είναι αυτή που, αν θέλετε, διαμορφώνει τον χαρακτήρα μας, το παρελθόν,
το παρόν και το μέλλον μας».
Ο «Κοιμώμενος Χαλεπάς» παίζεται για 4η χρονιά· η επιτυχία, σίγουρα χαροποιεί· η επανάληψη κουράζει;
«Είχα ακούσει, κάποτε, σε μία συνέντευξη, μία μεγάλη θεατρίνα να λέει, ότι κουράζεται από την επαναληπτικότητα του θεάτρου· και, πραγματικά, είχα παραξενευτεί από αυτή τη δήλωση, γιατί δεν έχω αντιμετωπίσει ποτέ τη θεατρική πράξη ως επανάληψη. Για μένα, κάθε παράσταση είναι μία νέα στιγμή, με τα ίδια λόγια, τα ίδια φώτα, τις ίδιες μουσικές, τα ίδια ρούχα, τα ίδια σώματα επί σκηνής, αλλά που μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή να αλλάξει. Από έναν μικρό θόρυβο που θα γίνει από την πλατεία, από ένα λάθος δικό σου ή του συναδέλφου, από μία μουσική που δεν θα μπει, από έναν φωτισμό που θα γίνει λάθος, από έναν θόρυβο που θα ακουστεί έξω από το θέατρο… από οποιονδήποτε αστάθμητο παράγοντα. Άρα δεν με κουράζει η επανάληψη γιατί, πολύ απλά, δεν νιώθω ότι υπάρχει επανάληψη. Νιώθω ότι κάθε παράσταση γεννιέται με το τρίτο κουδούνι και ολοκληρώνεται με την υπόκλιση, μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα, που θα έρθει η επόμενη, νέα στιγμή της παράστασης».
Κωμωδία ή δράμα;
«Παλαιότερα θα σας έλεγα κωμωδία. Τα τελευταία χρόνια, οι θεατρικές συνθήκες της πραγματικότητάς μου -δηλαδή τα έργα που παίζω- θα με αναγκάσουν να σας πω δράμα· όμως, η ουσιαστική απάντηση που μπορώ να σας δώσω είναι “θέατρο”. Το θέατρο είναι θέατρο σε όποια μορφή και αν το βρίσκεις. O Γιάννης Μπέζος, κάποια στιγμή στη σχολή, μας είχε πει ότι οι κωμικοί ρόλοι είναι βαθιά δραματικοί, ότι ο κάθε ήρωας ζει το δικό του δράμα· και ισχύει αυτό. Το αν αυτό αποδίδεται κωμικά ή δραματικά είναι άλλο θέμα· και έχω ζήσει, άλλωστε, πάρα πολλές φορές, σε κωμωδία θεατές να συγκινούνται και σε δράμα θεατές να γελάνε, οπότε για μένα η λέξη “θέατρο” περιλαμβάνει τα πάντα. Άλλωστε, έτσι ακριβώς είναι και η ζωή μας…»
Σας πρωτοείδαμε στη τηλεόραση, στη σειρά «Κάτι Χωρισμένα Παλικάρια», να ερμηνεύετε με μεγάλη επιτυχία τον Κρητικό (ΑΝΤ1 (2017/2018). Γιατί, οι μετέπειτα εμφανίσεις σας είναι τόσο σπάνιες;
«Αυτή είναι μία ερώτηση στην οποία, αν βρείτε κάποια στιγμή την απάντηση, θα ήθελα να μου την πείτε και εμένα (γέλια). Η αλήθεια είναι ότι άργησα να κάνω τηλεόραση αρκετά· έκανα, πρώτη φορά, στα 37 μου και οι λόγοι ήταν πολύ καθαροί μέσα μου, τους έχω αναφέρει στο παρελθόν πολλάκις. Ήθελα ξεκάθαρα να ανήκω στο βασικό καστ, κάτι που μου χάρισε ο Βασίλης Θωμόπουλος, το 2017. Μετά τα “Χωρισμένα Παλικάρια” και την επιτυχία, όπως λέτε και σας ευχαριστώ για αυτό, του Κρητικού, που όντως αγαπήθηκε από πολύ κόσμο, και εγώ θα περίμενα να χτυπήσουν πολλά περισσότερα τηλέφωνα. Η αλήθεια είναι πως κάποια χτύπησαν και κάποια χτυπάνε, αλλά όχι αυτά που σκεφτόμουν. Αν πρέπει να σας δώσω μία απάντηση, μάλλον, είναι ότι ο ρόλος μου ήταν πολύ έντονος και, ίσως, κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν πέρα από το προφανές. Ακόμη θυμάμαι τα λόγια του Βασίλη, όταν κλείσαμε τον ρόλο που μου είπε: “έχε υπ’ όψιν θα χαρακτηριστείς έντονα”, και όταν τον ρώτησα “ως γκέι ή ως Κρητικός;” μου απάντησε “και τα δύο”. Και προφανώς, έγινε. Κάποιες φορές, που έχω σκεφτεί με τον εαυτό μου και εγώ την ερώτηση που μου κάνετε, καταλήγω πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Θα πρέπει κάποιος άνθρωπος να μπορεί να διαβάσει το δεύτερο, τρίτο επίπεδο ενός άλλου ανθρώπου, ενός ηθοποιού εν προκειμένω, για να σκεφτεί ότι μπορεί να κάνει και άλλα πράγματα πέρα από αυτό το ένα στο οποίο έκανε επιτυχία. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να μην με γνωρίζουν, ίσως αυτοί οι άνθρωποι να βλέπουν στο πρόσωπό μου κάποιον που δεν ανταποκρίνεται στα “θέλω” τους ίσως· ίσως και τα δοκιμαστικά που έκανα μετά τα “παλικάρια”, απλά, να μην ήταν καλά· δεν ξέρω, δεν μ’ αρέσει να δαιμονοποιώ καταστάσεις. Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζουν στις δουλειές, όχι μόνο στο θέατρο, σε όλες τις δουλειές, και οι παρέες. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που δεν μπήκα ποτέ σε παρέες τηλεοπτικές. Δεν πρόλαβα, δεν το θέλησα, δεν το κυνήγησα. Σε σχέση με το θέατρο, που σαφέστατα έχω και εγώ παρέες. Και οι παρέες μας δημιουργούν μια ασφάλεια για το αποτέλεσμα της δουλειάς μας. Ίσως, το γεγονός ότι δεν βρίσκομαι και σε κάποιες παρέες να συνέβαλε εν μέρει στις σπάνιες, όπως λέτε, τηλεοπτικές μου εμφανίσεις. Και, φυσικά, να μη ξεχνάμε το γεγονός, ότι οι ηθοποιοί είμαστε κάτι χιλιάδες… οι τηλεοπτικοί ρόλοι, απλά, δεκάδες… και αυτοί οι δεκάδες, συχνά, στελεχώνονται από συναδέλφους που αναλαμβάνουν παραπάνω από έναν ρόλο την ίδια σεζόν (αλλά και αυτό δεν μπορώ να το κατηγορήσω, γιατί –για να είμαι ειλικρινής– και εγώ το ίδιο θα έκανα αν μου πρότειναν παραπάνω από έναν ρόλο. Το σημαντικό είναι, ότι προσπαθώ στην όποια μου εμφάνιση να δίνω πάντα το 100%· αυτό που έδινα και στον Άγγελο Χαριτάκη των “Χωρισμένων Παλικαριών” και απλά περιμένουμε την επόμενη εμφάνιση».
Ο «Κοιμώμενος Χαλεπάς» έχει περιοδεύσει σε πολλές πόλεις σε Ελλάδα και Κύπρο, και οι εκδηλώσεις του κοινού ήταν ιδιαίτερα θερμές. Μιλήστε για αυτές τις εναλλαγές του τόπου της παράστασης αλλά και για το κοινό της επαρχίας.
«Το κοινό στην επαρχία, με μία λέξη, θα το χαρακτήριζα απλά “μαγικό”. Η αλήθεια είναι ότι ο “Κοιμώμενος Χαλεπάς”, έχει πάει σε πολλές πόλεις της Ελλάδος· περισσότερες απ’ όσες είχα κατά νου, όταν χτίζαμε την παράσταση, η οποία δομήθηκε από τον Αλέξανδρο Λιακόπουλο με τρόπο ώστε να μπορεί να μεταφερθεί, γιατί η περιοδεία ήταν σκοπός εξ αρχής. Αυτό το οποίο θυμάμαι από την πρώτη, πρώτη μέρα που παίξαμε εκτός Αθηνών, συγκεκριμένα στην Πάτρα, ήταν τα πρώτα λεπτά της παράστασης, που διέκρινα μία ανάγκη του κόσμου να αποδείξω, ότι σωστά έπραξαν και ήρθαν. Αλλά αυτό κράτησε λίγα μόνο λεπτά· μετά καταφέραμε και τους πήραμε μαζί μας στο ταξίδι της παράστασης αυτής, κάτι το οποίο έγινε ξανά και ξανά και ξανά σε όλους τους σταθμούς που έχει ως τώρα βρεθεί ο “Κοιμώμενος Χαλεπάς” σε Ελλάδα και Κύπρο· και, αδιαμφισβήτητα, απολαμβάνω το γεγονός -κάτι το οποίο δεν συμβαίνει τόσο πολύ στην Αθήνα- των θεατών που μετά την παράσταση θέλουν να μιλήσουν μαζί μου, θέλουν να μου εκφράσουν αυτά τα οποία πήραν από την παράσταση, που ευτυχώς όταν μιλάμε για τον “Κοιμώμενο Χαλεπά” είναι πολλά -βάσει αυτών που μου λένε οι ίδιοι θεατές. Πραγματικά, είναι μαγικές οι στιγμές της περιοδείας του έργου αυτού, και όσες έχουν ως τώρα πραγματοποιηθεί και αυτές που περιμένω να έρθουν ακόμα».
Πώς επηρεάζεται η προσωπική σας ζωή, από τόσο δυνατές ερμηνείες;
«Πάντα προσπαθώ να μη φέρω τον εκάστοτε ρόλο μαζί μου στο σπίτι. Καταλαβαίνετε δε, ότι στην εποχή που ζούμε, που ένας ηθοποιός δεν παίζει έναν μόνο ρόλο στο θέατρο, αλλά τουλάχιστον δύο -και αν κάνει και τηλεόραση τρεις, το να κουβαλάει αυτούς τους ρόλους μαζί του όλο το 24ωρο θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε σχιζοφρένεια. Μερικές φορές, έχω επηρεαστεί· σίγουρα επηρεάστηκα από τον “Κοιμώμενο Χαλεπά”· στο παρελθόν, σίγουρα, είχα επηρεαστεί από τον John Gasy που είχα παίξει σε έναν άλλο υπέροχο μονόλογο, αλλά είναι κάτι που προσπαθώ, πλέον, να διαχωρίζω· γιατί, όσο κι αν λατρεύω το θέατρο, σαφέστατα τα συναισθήματα που εγείρει ο κάθε ρόλος, σε συνδυασμό με αυτά της προσωπικότητάς σου, μπορούν να σε κάνουν να τρελαθείς, και είναι κάτι που έχουμε δει πολλές φορές να συμβαίνει σε ηθοποιούς, σε μουσικούς, σε καλλιτέχνες όλων των μορφών τέχνης».
Στο «Family Secrets», με τη Μαίη Σεβαστοπούλου παίζετε μία μάνα με ένα γιο. Η σχέση σας στη παράσταση είναι ιδιαίτερα αληθινή. Πως πετύχατε αυτή την επαφή;
«Αν γνωρίσετε την κα Σεβαστοπούλου θα καταλάβετε, ότι η επαφή αυτή είναι όχι μόνο εύκολη αλλά αναπόφευκτη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό πλάσμα, έναν υπέροχο άνθρωπο, που αμέσως μόλις σου πει “καλημέρα” καταλαβαίνεις, ότι μιλάει μόνο με το συναίσθημα και την καρδιά της. Αυτό είναι κάτι που διαπίστωσα από την πρώτη μας γνωριμία, που απλά και οι δύο ήμασταν ανοιχτοί στο να εξελιχθεί. Η σχέση που βλέπετε στη σκηνή υπάρχει και εκτός και αυτό είναι πάρα πολύ όμορφο, γιατί έχει γίνει ένας άνθρωπος ζωής για μένα, και όχι απλά μία συνάδελφος με την οποία παίζω. Και στο τέλος-τέλος, αυτό είναι και το ζητούμενο. Να παίζουμε θέατρο, να δημιουργούμε όμορφες σχέσεις πάνω στη σκηνή αλλά αυτές τις σχέσεις να μεταφέρονται και στο καμαρίνι και τη ζωή, επίσης».
Ποια η σχέση σας με τα social media; Έχετε την έννοια, το άγχος των followers;
«Θα ήμουν ψεύτης αν σας έλεγα, ότι θα ήμουν ευτυχής αν είχα μηδενικούς followers. Οι followers είναι ένας τρόπος, να δει κάποιος καλλιτέχνης, αν το κοινό τον αποδέχεται. Από κει και πέρα, σίγουρα δεν μπαίνω στο κυνήγι των followers· δεν πολυνοιάζομαι και, σαφώς, δεν κρίνω κάποιον συνεργάτη μου από τον αριθμό των ακολούθων του· αυτό είναι εξωφρενικό. Η σχέση μου με τα social media είναι με μία φράση “τυπικά καλή”, επειδή το internet και οι προσωπικές μας σελίδες αποτελούν μέρος της ταυτότητάς μας, του ποιοι είμαστε και, αναπόφευκτα, κάτι το οποίο θα μείνει και αφού εμείς έχουμε φύγε από αυτή τη ζωή. Αυτό που προσπαθώ είναι, όταν μετά από κάποια χρόνια κάποιος πέσει πάνω στο προφίλ μου σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα, να μπορέσει να δει ποιος ήμουν εγώ… ποιος είμαι εγώ. Και αυτό, κατ’ εμέ, ορίζεται από τις λέξεις θέατρο, υποκριτική, διακριτική παρουσία στη ζωή… Και με αυτό τον τρόπο ακριβώς, χειρίζομαι τα social media».
Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τον Μάρκο Σεφερλή στη «Super Mammy», και το αν βοήθησε στην πορεία της καριέρας σας.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν σκέφτηκα αν θα βοηθούσε στην πορεία της καριέρας μου η συνεργασία μου με τον Μάρκο. Όταν μου έγινε η πρόταση να είμαι μέρος αυτού του υπέροχου φορμάτ που ήρθε από τη Μεγάλη Βρετανία, και που εκεί κάνει τεράστια καριέρα, σκέφτηκα ότι πρώτον… γιατί όχι, απ’ τη στιγμή που ήταν κάτι ιδιαίτερο κάτι καινούργιο για τα ελληνικά δεδομένα και δεύτερον, ότι, ίσως, ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να δουλέψω με τον Μάρκο, ο οποίος αδιαμφισβήτητα είναι ένας σταρ της εποχής μας, με όλες τις παραμέτρους που μπορεί να έχει ένας σταρ. Η γνώμη μου για αυτόν είναι, πραγματικά, η καλύτερη. Πρόκειται για έναν άνθρωπο, ο οποίος λατρεύει τη δουλειά του, λατρεύει την υποκριτική· αν σκεφτείτε εργάζεται δώδεκα μήνες τον χρόνο, χωρίς να κάνει διακοπές· πρόκειται για έναν άνθρωπο που γεμίζει μαζί με την Έλενα ένα Δελφινάριο επί τριάντα, σχεδόν, χρόνια, το οποίο παλιότερα για να γεμίσει χρειάζονταν δέκα πρωταγωνιστές· και έναν άνθρωπο, τον οποίο βλέπεις ότι ουσιαστικά απασχολεί η δουλειά του, η πορεία του, η καριέρα του. Ξέρω, ότι στο παρελθόν έχει μοχθήσει και έχει ζοριστεί αλλά που έχει καταφέρει, με πάρα πολλή δουλειά, να βρεθεί στη θέση που είναι και επειδή, ας μην κοροϊδευόμαστε, πολλοί θα ζήλευαν και πολλοί ζηλεύουν τη θέση στην οποία βρίσκεται ο Μάρκος, αυτό για μένα αποτελεί λόγο να τον θαυμάζω και να τον εκτιμώ απεριόριστα».
Έχετε δύο τετράποδους, μικρούς συγκάτοικους· δυο λόγια για τη σχέση σας με τα ζώα;
«Υπάρχει ένα ρητό που λέει “δεν είσαι υποχρεωμένος να αγαπάς τα ζώα· τουλάχιστον, φρόντιζε να μην τα βασανίζεις”. Αυτό το ρητό ακολουθούσα πάντα στη ζωή μου. Πριν από 21 χρόνια ήρθε στη ζωή μου ένα σκυλί, η Φρίντα, με το οποίο πέρασα 15 όμορφα χρόνια μέχρι την ημέρα που πέθανε και αμέσως μετά, ένας ευγενέστατος κύριος από την Κω, θέλησε να μου χαρίσει τον Ραμόν και την Ίρμα. Χωρίς να το καταλάβω είπα ναι και θυμάμαι, ένα πρωί του Αυγούστου του 2019, ήρθαν δυο συγκάτοικοι στο άδειο μου σπίτι, που στην αρχή μου προκάλεσαν ένα αίσθημα πανικού, ένα αίσθημα τού “δεν θέλω να αντικαταστήσω το σκυλί το οποίο αγαπούσα 15 χρόνια”. Στην πορεία, η σχέση μας από συγκατοίκους εξελίχθηκε σε σχέση οικογένειας. Τα σκυλιά, ξέρετε, και τα εκάστοτε ζώα, ενέχουν και μία τεράστια αίσθηση ευθύνης. Αν δεν τους βάλεις να φάνε δεν θα φάνε, αν δεν τους βάλεις να πιούν δεν θα πιούνε, αν δεν τους βγάλεις βόλτα δεν θα βγουν βόλτα… θεωρώ ότι μας κάνουν πιο υπεύθυνους ανθρώπους, θεωρώ ότι μας φέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εγωκεντρισμό μας και μας αναγκάζουν να τον βάλουμε στην άκρη, για να τα φροντίσουμε, να τα προσέξουμε. Είναι ένα τεράστιο σχολείο η ευθύνη ενός – πόσο μάλλον δύο – κατοικίδιων και πέρα από αυτό, για να μην πολυλογήσω, η αλήθεια είναι, ότι ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού, μετά από μία κουραστική μέρα, οι δύο ουρές που τρέχουν προς το μέρος μου, έτοιμες να ξεβιδωθούν από το κούνημα, αποτελούν κάθε μέρα λόγο να χαμογελάσω. Τι πιο όμορφο λόγο μπορώ να έχω, για να τα αγαπώ;»
ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Κοιμώμενος Χαλεπάς, ο Σαλός Άγιος
Δράμα
του Άγγελου Ανδρεόπουλου
Σκηνοθεσία – φωτισμοί: Αλέξανδρος Λιακόπουλος
Σκηνικό – εικαστική επιμέλεια: Μιχάλης Παπαδόπουλος
Φωτογραφίες: Πάρης Διονυσόπουλος
Μουσική σύνθεση: Άγγελος Ανδρεόπουλος
Δημιουργία Τρέιλερ: Θάνος Αγγέλης / Picon Photography
Στον ρόλο του Γιαννούλη Χαλεπά, ο Γιώργης Κοντοπόδης
Παραγωγή: Θέατρο Καλλιρόης / Χώρος Τέχνης 14η Μέρα
Θέατρο ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ: Καλλιρρόης 10, Αθήνα 117 43 – (στάση μετρό Ακρόπολη, στάση τραμ Βουλιαγμένη)
Τιμές εισιτηρίων : 15 ευρώ, 12 ευρώ ( φοιτητικό, ανέργων, Α.Μ.Ε.Α)
Προπώληση: https://www.ticketservices.gr/event/theatro-kallirrois-koimomenos-xalepas-o-salos-agios/
Family Secrets
του Enrico Luttmann
Μαύρη κωμωδία
Διάρκεια παράστασης : 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Μαίη Σεβαστοπούλου, Γιώργης Κοντοπόδης
Σκηνοθεσία – φωτισμοί: Αλέξανδρος Λιακόπουλος
Μετάφραση: Γιώργος Δόξας
Σκηνικό – κοστούμια: Νόρα Πόντη
Μουσική: Άγγελος Ανδρεόπουλος
Φωτογραφίες: Νικόλας Παπουτσάκης
Παραγωγή: Creatists | www.creatists.gr
Social Media: Μαρλού Ξηνταριανού
Θέατρο ΑΛΚΜΗΝΗ: Σκηνή Secret Room, Αλκμήνης 8-12, Κάτω Πετράλωνα