Ο μονόλογος «Ταπ Άουτ» του Ανδρέα Φλουράκη σε ερμηνεία Κάτιας Νεκταρίου και σκηνοθεσία Γιώργου Κατσιφή, κάνει πρεμιέρα στις 25 Απριλίου, στο θέατρο «Μικρό Γκλόρια» [Ιπποκράτους 7, Αθήνα].
Ένα έργο για τη νέα γενιά που δοκιμάζεται, αλλά δεν σταματά να παλεύει, ποντάροντας στην ανθρωπιά, ακόμη κι αν όλα τα προγνωστικά είναι εναντίον της.
Ο Ανδρέας Φλουράκης μίλησε μαζί μας.
Τι πυροδοτεί τη γραφή σας και τι μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσα από τις λέξεις σας;
«Η θεατρική γραφή ξεκινά από μια εσωτερική ανάγκη, η οποία στη συνέχεια παίρνει τον δρόμο της στο χαρτί. Όταν γράφω, περισσότερο με ενδιαφέρει να θέσω ερωτήματα, να ανοίξω συζητήσεις, να αφήσω χώρο μέσα στο έργο για τον θεατή να βρει κάτι από τον εαυτό του. Αν κάτι ελπίζω να μεταφέρεται μέσα από τα γραπτά μου, είναι η επιβεβαίωση της αυξανόμενης παρουσίας βίας στο περιβάλλον που ζούμε, η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η ανάγκη για επαφή, η ελπίδα για επανεκκίνηση και η σιωπηλή συμφωνία με τους θεατές πως, μόνοι ή παρέα, παλεύουμε με τέρατα αόρατα ή ορατά και με ευάλωτες πλευρές του εαυτού μας».

Το «Ταπ-Άουτ» γράφτηκε το 2017. Πόσο επίκαιρο είναι οκτώ χρόνια μετά που ανεβαίνει ξανά, αυτή τη φορά με την Κάτια Νεκταρίου στην ερμηνεία και τον Γιώργο Κατσιφή στη σκηνοθεσία;
«Η θεματική του έργου περιλαμβάνει τη βία, την αντοχή, την ανάγκη για επιβίωση και τη σωματική και ψυχική εξάντληση. Μια οκταετία μετά τη συγγραφή του κειμένου και την παράσταση με τον Τάσο Κορκό, αυτή η θεματική παραμένει ακόμα επίκαιρη, σαν ανοιχτή πληγή. Η φετινή ανάγνωση του “Ταπ Άουτ” με την Κάτια Νεκταρίου στον ρόλο του μποξέρ φωτίζει, επιπλέον, τα έμφυλα στερεότυπα και η σκηνοθεσία του Γιώργου Κατσιφή ενισχύει αυτή την ανάγνωση».
Το έργο μιλά για τον καθημερινό αγώνα που δίνουμε όλοι, εστιάζοντας, κυρίως, στη νέα γενιά. Τι γίνεται όταν ο αγώνας μοιάζει ή και είναι άνισος;
«Όταν ο αγώνας είναι άνισος, όπως είναι συχνά, αυτό που τίθεται σε δοκιμασία δεν είναι μόνο η δύναμη, αλλά η αντοχή, η συγκέντρωση, η πίστη στον στόχο, η ίδια η ταυτότητα… Το “Ταπ-Άουτ” διερευνά το αν μπορούμε να συνεχίζουμε να στεκόμαστε όρθιοι όταν τα πάντα γύρω μας μάς σπρώχνουν να πέσουμε. Στις μέρες μας, η νέα γενιά καλείται να παλέψει σε έναν κόσμο επισφαλή και σε ένα εργασιακό τοπίο συνεχών και παράλογων απαιτήσεων, με αμοιβές πενιχρές. Σε αντίθεση με έναν αγώνα μποξ, ο αγώνας της ζωής δεν έχει πάντα κανόνες ή διαιτητές και γι’ αυτό γίνεται ακόμα πιο σκληρός. Το έργο αναγνωρίζει αυτή την αδικία και προσπαθεί να της δώσει φωνή. Να πει στους θεατές “σας βλέπω, σας καταλαβαίνω, δεν είστε μόνοι”».

Για τι θ’ αγωνιζόσασταν εσείς μέχρι τελικής πτώσης;
«Πολλές φορές στη ζωή μου, έχω νιώσει πως έχω αγωνιστεί μέχρι τελικής πτώσης. Όσες φορές τα έχω καταφέρει, άλλες τόσες όχι. Ευτυχώς, πάντα έβρισκα έναν τρόπο να ξανασηκωθώ και να συνεχίζω. Στις μέρες μας, μου δίνεται η αίσθηση πως πρέπει να παλεύουμε για όλα· ακόμα και για αυτά που θεωρούσαμε αυτονόητα ή κεκτημένα. Πρέπει να παλεύουμε για την αλήθεια που μας συνδέει, που μας κάνει να νιώθουμε λιγότερο μόνοι.
Και τι θα λέγατε σ’ ένα νέο παιδί που -ματαιωμένο- είναι έτοιμο να πει «Ταπ-Άουτ» -δηλαδή, υποταγή;
«Θα του έλεγα πως το να φτάνεις στο σημείο να θες να πεις “Ταπ-Άουτ” δεν είναι αδυναμία, είναι ένδειξη ότι έχεις παλέψει. Το να παραδέχεσαι την εξάντλησή σου, ενίοτε, είναι και πράξη ευφυΐας. Θα του έλεγα πως η ζωή δεν είναι ένας αγώνας για να κερδίσεις σώνει και καλά, όπως μας λιβανίζουν από τη νηπιακή μας ηλικία. Η ζωή είναι ένας αγώνας για να μη χάσεις το μέτρο, τον στόχο, το θάρρος, την ανθρωπιά και το χιούμορ σου, σε έναν κόσμο που σε σπρώχνει να υποκριθείς κάτι άλλο. Αντί για παράδοση των όπλων και υποταγή, το “Ταπ-Άουτ” μπορεί να γίνει μια παύση, ένα διάλειμμα να σκεφτείς, μια ανάσα, ένα περιθώριο, κι όχι το τέλος. Μια αφορμή να ξαναβρείς το σώμα σου, τη φωνή σου, τα πράγματα που σε κάνουν καλά, τα αληθινά σου κίνητρα».
Υπάρχει κάποια πρόταση από το “Ταπ-Άουτ” που συμπυκνώνει όλη την ουσία του και αν ναι, ποια είναι αυτή;
«Δεν νομίζω πως συμπυκνώνει την ουσία του έργου, αλλά η πρώτη φράση που μου έρχεται στο μυαλό είναι η ακόλουθη ατάκα του μποξέρ: “Αυτό δεν είναι θέατρο, βλάκες. Εδώ δεν παίζουμε”».
Πώς αισθάνεστε κάθε φορά που βλέπετε να ζωντανεύει, επί σκηνής, ένα δικό σας θεατρικό έργο;
«Είναι μια έντονη εμπειρία και την ίδια στιγμή ένα αποστασιοποιημένο βίωμα. Το κείμενο που γράφεται από εσένα για τον ιδανικό θεατή, που πιο συχνά είναι ο ίδιος σου ο εαυτός, τώρα μετατρέπεται σε συλλογική εμπειρία. Γίνεται “βλέμμα” σκηνοθέτη, “φορεσιά” ηθοποιών, παράπλευρο βίωμα, εμπειρία θέασης… Το έργο, από τη στιγμή που φύγει από τα χέρια σου, δεν σου ανήκει ολοκληρωτικά, ευτυχώς».
Μπορεί το θέατρο να μετατοπίσει τον θεατή, να του ρίξει μια «μπουνιά» ώστε να δράσει;
«Με ελάχιστες εξαιρέσεις, θεωρώ πως οι παραστάσεις ελληνικών και ξένων έργων που έχω δει τα τελευταία χρόνια είναι σε μεγάλο βαθμό απονευρωμένες. Ακόμα κι αυτές που πλασάρονται ως πιο “άγριες”, “πολιτικές”, “ρεαλιστικές”, “ακραίες” κι εγώ δεν ξέρω τι. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Το θέατρο καθαυτό έχει μια ιδιαίτερη δύναμη. Μπορεί να σε ταρακουνήσει, μπορεί να σου ρίξει μια “μπουνιά” όχι με τον θυμό, αλλά με την αλήθεια. Μπορεί να σε μετακινήσει αθόρυβα. Δεν έχω δει ακόμα καμία παράσταση να ανάβει το φυτίλι κάποιας επανάστασης ή έστω εξέγερσης μικρής, έχω όμως διαβάσει έργα κι έχω δει δουλειές που μπορούν να σε κάνουν να αναρωτηθείς, να νιώσεις την ανάγκη να κινητοποιηθείς, να θυμηθείς, να δεις τον “άλλο”, όσο μακριά σου κι αν βρίσκεται… Κι αυτό είναι ήδη μια πράξη σημαντική».

Ταυτότητα Παράστασης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κατσιφής Ερμηνεία: Κάτια Νεκταρίου
Σχεδιασμός φωτισμών: Κατερίνα Σαλταούρα
Επιμέλεια κίνησης-χορογραφίες: Φανή Παρλή
Εικαστική επιμέλεια/ ηχητικό design: Ομάδα
Φωτογραφίες: Alexios Sl
Video trailer: Relight films
Προβολή & Επικοινωνία: We Will – Βάσω Σωτηρίου
Πού: Θέατρο Μικρό Γκλόρια, Ιπποκράτους 7, Αθήνα Πότε: Από Παρασκευή 25/4 και κάθε Παρασκευή στις 21:00. Εισιτήρια: 14 € (γενική είσοδος), 12 € (φοιτητικό, ανέργων) Κρατήσεις εισιτηρίων στο 693 1779872 και στο ταμείο του θεάτρου στο: 210 3642334 Διάρκεια:60’