«Το καθαυτό νόημα του Lebensraum συμπυκνώνεται σε τούτο: οι αληθινοί δολοφόνοι είναι -και θα είναι για πάντοτε- οι θεατές», σημειώνει ο συγγραφέας.
Το έργο εκκινεί από τη ναζιστική, επεκτατική θεωρία του Ζωτικού Χώρου και τη μεταγράφει εφιαλτικά στο σήμερα.
Τα όρια ανάμεσα στους ηθοποιούς και το κοινό καταργούνται. Ποιος θέτει το όριο ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή και ποιος είναι σε θέση ν’ ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από το ψέμα;
Δύο άνθρωποι συναντιούνται στη σκηνή, δύο γυναίκες. Η Χειρίστρια του Πειράματος -το οποίο πραγματοποιείται παρουσία κοινού- οδηγεί τη συμμετέχουσα -η οποία βρίσκεται εδώ με τη θέλησή της έναντι αμοιβής- από την Κούβα και το Σινσινάτι μέχρι την Κουάλα Λουμπούρ, συνοδεία μουσικής, μέχρι να συναντήσει στα σκοτεινά δάση της Πολωνίας τους Εβραίους παρτιζάνους και να έρθει αντιμέτωπη μ’ αυτό που γεννά τον φασισμό.
Είναι το Πείραμα μια απλή καταγραφή στατιστικών στοιχείων; Πόσο αλλοιώνεται η ανθρώπινη φύση μέσα από την ψυχική δοκιμασία του Πειράματος; Πώς μετατρέπεται η συμμετέχουσα σε πειραματόζωο και πόσο μακριά της επιτρέπει η ηθική της να προχωρήσει;
Πόσο αμέτοχο είναι το κοινό;
Πόσο πρόθυμοι είναι οι άνθρωποι να ακολουθήσουν εντολές γνωρίζοντας ότι θα βλάψουν άλλους;
Ερμηνεύουν οι Δέσποινα Αποστολίδου και Κατερίνα Σταθοπούλου· και μίλησαν μαζί μας.
Πείτε μας λίγα λόγια για το «Lebensraum»;
Κατερίνα Σταθοπούλου: «Lebensraum σημαίνει κατά λέξη στα γερμανικά “Ζωτικός Χώρος”. Το έργο εκκινεί από τη ναζιστική, επεκτατική θεωρία του Ζωτικού Χώρου και τη μεταγράφει εφιαλτικά στο σήμερα. Στη θεατρική σκηνή συναντιούνται δύο γυναίκες. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη συνθήκη, αυτή του πειράματος σε κοινή θέα, με τη συναίνεση του αποδέκτη, το “τέντωμα” των χορδών των ορίων του στα άκρα, και την εκκωφαντικά σιωπηρή συνενοχή των θεατών. Ένα πείραμα με τέτοιο τίτλο, αναφερόμενο ευθέως στον ζωτικό χώρο και τις θεωρίες του ναζισμού, δε θα μπορούσε να μη μυρίζει κίνδυνο».
Είναι ο τρίτος κύκλος παραστάσεων· γιατί πιστεύετε ότι το κοινό αγάπησε τη συγκεκριμένη δουλειά;
Δέσποινα Αποστολίδου: «Το Lebensraum είναι ένα έργο που παραμένει, δυστυχώς, επίκαιρο· πράγμα που αφορά το κοινό. Φέρνει την έννοια του “Ζωτικού χώρου” πιο κοντά στον άνθρωπο ως μονάδα· μια αποκαλυπτική και δύσκολη διαδικασία. Αυτή είναι και η ουσία του έργου. Πιστεύω ότι το να αποδίδεις έντιμα την ουσία ενός έργου μπορεί να αγγίξει το κοινό και ίσως σε έναν βαθμό να το μετακινήσει».
Υπάρχει κάτι διαφορετικό που ανακαλύπτετε κάθε φορά δουλεύοντας πάνω στο έργο;
Κατερίνα Σταθοπούλου: «Αυτό είναι το επιθυμητό για τους ηθοποιούς μιας παράστασης, καθώς αυτή εξελίσσεται και καθώς παίζεται παραπάνω από μία σεζόν. Πολλώ δε μάλλον εν προκειμένω, όπου το έργο του Θανάση Τριαρίδη θέτει κοινό και ηθοποιούς ενώπιον κρίσιμων ερωτημάτων, δύσκολων αποφάσεων και σκληρών συνειδητοποιήσεων. Ποιες είναι οι αντοχές της καλοσύνης μας; Από ποιο σημείο και πέρα εκβάλλουν τα πιο βαθιά σκοτάδια του ανθρώπου; Ποιο είναι το όριο μεταξύ της ανοχής και της ενοχής; Πόσο επικίνδυνα εύκολο είναι να βρεθεί κανείς από τη μια πλευρά στην άλλη; Σταθήκαμε απέναντι σε όλα αυτά και θα παλεύουμε σε κάθε παράσταση για μια ακόμα πιο ειλικρινή κάθε φορά απάντηση».
«Το καθαυτό νόημα του Lebensraum συμπυκνώνεται σε τούτο: οι αληθινοί δολοφόνοι είναι -και θα είναι για πάντοτε- οι θεατές» σημειώνει ο Θανάσης Τριαρίδης. Πώς το αντιλαμβάνεστε αυτό εσείς ως ηθοποιοί;
Δ.Α.: «Δουλεύοντας με το έργο, και στις πρόβες αλλά και προχωρώντας οι παραστάσεις, τοποθετούμαστε κι εμείς ως ηθοποιοί μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη που βάζει ο συγγραφέας με το έργο του απέναντί μας. Ποια είναι τα όρια της ηθικής μας; Πόσο επιτρέπουμε να χειραγωγηθούμε; Πόσο αντιδρούμε σε αυτό που συμβαίνει; Συνειδητοποιούμε, δηλαδή, πόσο θεατές είμαστε απέναντι σε αυτά που συμβαίνουν στην ανθρωπότητα, στην κοινωνία μας, στο σπίτι μας και μέσω αυτής μας της μη δράσης, της απλής θέασης, αφήνουμε τα κακώς κείμενα να διαιωνίζονται».
Πιστεύετε ότι η πολιτική του «Lebensraum» μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος σήμερα;
Κ.Σ.: «Μακάρι η απάντηση να ήταν αρνητική, μα πολύ φοβάμαι για το ανάποδο. Μεγαλύτερο από ποτέ αισθάνομαι τον κίνδυνο να συντρέξει κάτι ανάλογο ξανά, μεταμφιεσμένο».
Αν κάνατε ένα πείραμα στην ελληνική κοινωνία ποιο θα ήταν αυτό;
Δ.Α.: «Η ελληνική κοινωνία –και όχι μόνο αυτή- έχει καταλήξει, δυστυχώς, να είναι ήδη ένα κοινωνικό πείραμα. Λαμβάνουμε τους ρόλους των θυμάτων και των θυτών χωρίς διακριτά όρια, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο που τείνει να γίνει και ανεξέλεγκτο. Ο προσωπικός ηθικός μας κώδικας τίθεται υπό διαπραγμάτευση· γεγονός που έχει αντίκτυπο στην εξέλιξή μας αλλά θα επηρεάσει και τις επόμενες γενιές».
Ποιους θα θέλατε για πειραματόζωα;
Κ.Σ.: «Όσους διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους προς απόδειξη της καλοσύνης τους».
Πόσο δύσκολο είναι να κάνει κανείς θέατρο στην Ελλάδα του σήμερα;
Δ.Α.: «Είναι αρκετά δύσκολο, κυρίως, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων και γενικότερης στήριξης των καλλιτεχνών. Είμαστε υποχρεωμένοι να περιορίζουμε κατά πολύ τις ανάγκες μας ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να στηρίξουμε μια δουλειά και να συνεχίσουμε να δημιουργούμε».
Τι κρατάτε από το 2023 και τι θα θέλατε να ξεχάσετε;
Κ.Σ.: «Κρατώ -σε προσωπικό επίπεδο- στιγμές με πολύτιμους ανθρώπους, ταξίδια, μυρωδιές, χρώματα. Σε κοινωνικό επίπεδο, δυστυχώς δε μπορώ να ανακαλέσω κάτι ευχάριστο. Μακάρι να μπορούσα να ξεχάσω τόσες καταστροφές, τόσους πολέμους, τόσο πόνο. Αλλά, για να πω την αλήθεια, γιατί να τα ξεχάσουμε; Να τα έχουμε υπόψη μας, να πορευτούμε ανάλογα».
Δ.Α.: «Τα κρατώ όλα· και τα καλά και τα κακά σε όλα τα επίπεδα. Όλες οι μνήμες μάς είναι χρήσιμες, είτε γιατί να μας δίνουν δύναμη να συνεχίζουμε όταν τις ανακαλούμε, είτε γιατί μας βοηθούν να μην επαναλάβουμε το λάθος».
Τι ονειρεύεστε για το 2024;
Κ.Σ.: «Περισσότερη ανθρωπιά, περισσότερη ουσία. Απουσία πολέμου, καταστροφής, εκμετάλλευσης».
Δ.Α.: «Έναν καλύτερο κόσμο· και για τη νέα χρονιά και για τις επόμενες».