Skip to main content

Γιάννης Χριστόπουλος: «…οι “Μποέμ” είναι ένα από τα επτά θαύματα της όπερας»

«Μποέμ» του Πουτσίνι στο ΚΠΙΣΝ

Η σπαρακτική «Μποέμ», το διαχρονικό αριστούργημα του Τζάκομο Πουτσίνι, επιστρέφει επτά χρόνια μετά την τελευταία παρουσίασή της στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στην εμβληματική σκηνοθεσία του Γκρέιαμ Βικ, ενός πραγματικού μποέμ της λυρικής τέχνης που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Οι λίγες παραστάσεις -που ανεβαίνουν στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, θα ολοκληρωθούν στις 9 Ιανουαρίου [λεωφ. Συγγρού 364, Καλλιθέα].

Η «Μποέμ» βασίζεται στη νουβέλα «Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή» του Ανρύ Μυρζέρ και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1896 στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνου υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και τη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο χριστουγεννιάτικο Παρίσι, από τη στιγμή που συναντιούνται έως τον θάνατό της από φυματίωση. Ο Πουτσίνι με τη μουσική του περιγράφει, μεταφέροντας με τρόπο συγκλονιστικό στον θεατή, όλη την παλέτα των συναισθημάτων: την ανεμελιά, τη χαρά, τον μεγάλο έρωτα, την απόγνωση.

Το 2007, ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Στέφανος Λαζαρίδης ανέθεσε στον διάσημο Βρετανό σκηνοθέτη Γκρέιαμ Βικ να σκηνοθετήσει μια νέα παραγωγή της «Μποέμ «για την Εθνική Λυρική Σκηνή· μια επιλογή που αποδείχθηκε ιδανική για το έργο αυτό, καθώς ο Βικ ήταν ένας σκηνοθέτης που ήξερε να τολμά, να πειραματίζεται και να καταρρίπτει δημιουργικά τα κλισέ που συνοδεύουν παραδοσιακά την τέχνη της όπερας. Με τη φετινή παρουσίαση της «Μποέμ», η ΕΛΣ τιμά τη μνήμη του Γκρέιαμ Βικ.

Στον ρόλο του Ροντόλφο,  ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ Γιάννης Χριστόπουλος. Μιλήσαμε μαζί του.

Να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για το ανέβασμα της «Μποέμ»;

«Η παράσταση των “Μποέμ” που παρουσιάζει η Εθνική  Λυρική Σκηνή, είναι μια  παραγωγή που ανεβαίνει για τέταρτη φορά από το 2007,  όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στα ιστορικά Ολύμπια· γεγονός που αποδεικνύει την επιτυχία της και το πέρασμά της στο ευρύ κοινό. Είναι μια παράσταση σκηνοθετημένη από τον αείμνηστο Γκρέιαμ Βικ, με απολύτως δομημένη αντίληψη ως προς τον στόχο  που επιδιώκει· να αποδοθούν οι Μποέμ μέσα από μια σύγχρονη ματιά,  σε  όλες τις πτυχές της ανάγνωσης αυτής μοναδικής όπερας».

Ερμηνεύετε τον Ροδόλφο· σκέψεις και συναισθήματα από την πρώτη επαφή σας με τον ρόλο;

«Τον Ροντόλφο τον ερμήνευσα για πρώτη  φορά το 2009, στη Θεσσαλονίκη,  σε παράσταση της Όπερας Θεσσαλονίκης. Έκτοτε,  είναι ο ρόλος που έχω  τις περισσότερες παραστάσεις  από όλους όσους έχω ερμηνεύσει· σε πολλές διαφορετικές παραγωγές και με πολλούς εξαιρετικούς συναδέλφους. Το μοναδικό με αυτόν τον ρόλο είναι ότι όσες φορές κι αν τον τραγουδήσεις, η φρεσκάδα του,  μαζί με τις ερμηνευτικές απαιτήσεις  και τη θεία μουσική του, είναι σαν να τον ερμηνεύεις  πρώτη φορά.  Είναι από τους ρόλους που δε θες να σταματήσεις να ερμηνεύεις. Κάθε συναισθηματική και καλλιτεχνική “πρόκληση” υπάρχει μέσα  σ’ αυτόν».

Και μια περιγραφή σας γι’ αυτόν;                                                          

«Ο Ροντόλφο, στην προσέγγιση του Βικ,  είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, ο οποίος δεν παρουσιάζεται μόνο ως ένας ερωτευμένος νέος. Είναι ένας χαρούμενος, συναισθηματικός αλλά εύθραυστος άνθρωπος,   ο οποίος δεν αντέχει να περάσει στη ζωή  αυτό που του επιφυλάσσει. Αυτό, δίνει εκ πρώτης όψεως την αίσθηση της απομείωση της ρομαντικής του εικόνας. Με μια προσεκτική παρατήρηση στην εξέλιξη της ιστορίας  ως το τέλος, γίνεται αντιληπτό ότι ο Ροντόλφο  είναι βαθιά συναισθηματικός αλλά, παραλλήλως,  πολύ νέος για να έχει την καρτερία και την υπομονή να βιώσει κάτι τόσο τραγικό. Είναι μια προσέγγιση που τον κάνει θεατρικά πολύ πιο ενδιαφέροντα, γιατί οφείλει ο ερμηνευτής να ανακαλύψει και να αναδείξει πτυχές που υπάρχουν μέσα στον ήρωα αλλά επικαλύπτονται από την εύκολη μονοσήμαντη ανάγνωση, που αντιλαμβάνεται μόνο την ρομαντική πτυχή του ήρωα».

Υπάρχει κάτι στην ερμηνεία του ρόλου σας, που σας δυσκόλεψε;

«Όλοι οι μεγάλοι ρόλοι έχουν δυσκολίες φωνητικές αλλά και ερμηνευτικές. Ο Ροντόλφο ζητά πληρότητα στα εκφραστικά μέσα του ερμηνευτή. Το γεγονός ότι είναι ηλικιακά νέος,  προϋποθέτει  ότι πρέπει να τραγουδιούνται δύσκολες γραμμές με έντονη σωματική κίνηση».


Περιγράψτε μας, παρακαλώ, την εμπειρία να συμμετέχετε στη «Μποέμ» του Γκρέιαμ Βικ.

«O Βικ ήταν από τις μεγαλύτερες μορφές σκηνοθετών όπερας που συνεργάστηκα. Ένας γνώστης της όπερας, της  μουσικής (ήξερε μουσική ολοκληρωμένα) και του θεάτρου.  Ανατρεπτικός όχι από συνήθεια αλλά όταν το θεωρούσε ότι λειτουργούσε σε σχέση με ό,τι ήθελε να εκφράσει. Αγαπούσε παθολογικά τους τραγουδιστές και το τραγούδι. Ήταν από τις ελάχιστες μορφές στους σκηνοθέτες της όπερας που γεφύρωνε το κλασικό με τον σύγχρονο κόσμο της. Μέσα σε όλα αυτά,  θέλω να τονίσω το πόσο ευγενής ήταν και το λεπτό χιούμορ που διέθετε. Στοιχεία που έκαναν τη συνεργασία μαζί του μοναδική».

Σκέψεις και συναισθήματα που, πιστεύετε, πιθανόν συνοδεύουν τους θεατές μετά τη «συνάντησή» τους με την «Μποέμ»;

«Στα δεκατέσσερα χρόνια που ερμηνεύω τον Ροντόλφο στους “Μποέμ”,  η μονότονη παρατήρηση από το στόμα των ανθρώπων που έχουν παρακολουθήσει την όπερα αυτή είναι: “Τι καταπληκτικό έργο!”    Θα μπορούσα να πω ότι οι “Μποέμ” είναι ένα από τα επτά θαύματα της όπερας.  Ο Πουτσίνι και μόνο αυτό το έργο να είχε συνθέσει θα ήταν μέσα στο πάνθεον των κορυφαίων μουσουργών της ιστορίας της μουσικής».

Είναι αρκετά συχνό φαινόμενο στις όπερες, οι ηρωίδες στο τέλος να πεθαίνουν. Η «αγαπημένη» σας Μιμή δεν ξεφεύγει από αυτή τη μοίρα. Εσείς, ως άνδρας πρωταγωνιστής, πώς ερμηνεύετε αυτόν τον γυναίκειο φόρο τιμής στη λυρική τέχνη;

«Όπως πολύ ωραία αναφέρατε, οι ηρωίδες της όπερας  είναι τις περισσότερες φορές  τα κεντρικά πρόσωπα των έργων, είναι αυτές που όλα κινούνται γύρω από αυτές και για αυτές. Αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί είναι άνδρες· στην ουσία, η όπερα θεματικά στο μεγαλύτερο μέρος της ταυτίζει τη δραματουργία της μέσα στην εξιδανικευμένη εικόνα που έχει ο άνδρας για τη γυναίκα.

Ό,τι κι αν ερμηνεύεις, το μέσο είναι  η ανεπιτήδευτη σχέση σου με αυτό που κάνεις. Δίχως κομπασμό, δίχως να κάνεις τον δάσκαλο στο κοινό, αλλά έχοντας το πάθος  που είχες όταν πάτησες για πρώτη φορά το σανίδι.  Ο συρμός είναι μια μεγάλη παγίδα. Προσωπικά,  προτιμώ να είμαι επιφυλακτικός και αποστασιοποιημένος από μανίες και ελαφρότητες,  οι οποίες δεν έχουν να κάνουν  με την ανθρώπινη αλήθεια. Η αλήθεια  δεν γνωρίζει άνδρα και  γυναίκα χωριστά».


Ανήκετε πολλά χρόνια στη μεγάλη οικογένεια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας μία στιγμή, που σας έχει καθορίσει ως καλλιτέχνη μέσα σε αυτή τη διαδρομή;

«Η Εθνική Λυρική Σκηνή ήταν και παραμένει για μένα δώρο ζωής!  Τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη σκηνή της,  νομίζω ότι ήταν το καθοριστικό βήμα όχι μόνο για την υπόσταση μου ως καλλιτέχνη αλλά κι ως ανθρώπου».

Αυτό το μήνα ολοκληρώνεται το έτος που είναι αφιερωμένο στη γέννηση της Μαρίας Κάλλας. Λίγα λόγια σας για αυτή τη μεγάλη γυναικεία μορφή της όπερας;

«Η Μαρία Κάλλας ήταν ένα φαινόμενο. Τι να πει κανείς για ένα φαινόμενο;  Προτιμώ να αφήνω την ψυχή μου ανοιχτή, δίχως καμία παρέμβαση εκλογίκευσης και να εισπράξω ό,τι μπορώ από τις δισκογραφικές παρακαταθήκες που μας έμειναν μέσα από το πέρασμά της. Θέλω να σας πω ότι πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η μοναδική προσωπικότητα της Κάλλας υπήρξε ως τέτοια,  μέσα  από το γεγονός ότι ήταν Ελληνίδα. Είχε μέσα της  τη σπορά του πολυμήχανου Οδυσσέα.  Επιβεβαίωση μιας οιονεί αταβιστικής σχέσης μέσα στο διάβα της πορείας των ανθρώπων που αντέχουν να διαβιούν σε αυτό το κομμάτι γης της μικρής χερσονήσου».

Ταυτότητα Παράστασης
Όπερα –  Αναβίωση
Μποέμ
Τζάκομο Πουτσίνι
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ

Μουσική διεύθυνση: Οντρέι Όλος
Σκηνοθεσία: Γκρέιαμ Βικ
Αναβίωση σκηνοθεσίας: Κατερίνα Πετσατώδη
Σκηνικά, κοστούμια: Ρίτσαρντ Χάντσον
Κινησιολογία: Ρον Χάουελ
Φωτισμοί: Τζουζέππε ντι Ιόριο
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου

Ροντόλφο: Γιάννης Χριστόπουλος
Σωνάρ: Νίκος Κοτενίδης
Μπενουά: Βαγγέλης Μανιάτης
Μιμή: Βασιλική Καραγιάννη
Μαρτσέλλο: Διονύσης Σούρμπης
Κολλίνε: Τάσος Αποστόλου
Αλτσιντόρο: Κωστής Ρασιδάκης
Μουζέττα: Τσέλια Κοστέα
Παρπινιόλ: Θανάσης Ευαγγέλου
Αρχιφύλακας των τελωνειακών: Ιωάννης Κοντέλλης
Τελωνειακός: Νίκος Συρόπουλος

Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και την Παιδική Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής