© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή για την Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής εκτυλίσσεται από τον Μάιο στην Αθήνα: για 1η φορά μία ελληνική συμφωνική ορχήστρα ηχογραφεί στουντιακά μία ελληνική όπερα μεγάλων διαστάσεων!
Ο λόγος για τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, η οποία την περίοδο που διανύουμε ηχογραφεί την εμβληματική όπερα του Διονυσίου Λαυράγκα, «Διδώ». Η ηχογράφηση πραγματοποιείται στον Χώρο Τέχνης και Πολιτισμού «Άρτεμις» στον Άλιμο, ο οποίος αποτελεί και την έδρα της ορχήστρας.
Για την ηχογράφηση, η οποία προγραμματίζεται να κυκλοφορήσει σε δίσκο ακτίνας (CD) εντός του 2025, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με τον Νίκο Μαλιάρα, Πρόεδρο της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας.
Ποια ήταν τα βασικά κριτήρια για την επιλογή της «Διδώς» ως έργου προς ηχογράφηση;
«Στα 9 χρόνια της μέχρι τώρα πορείας της, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών έχει ηχογραφήσει δεκάδες Ελληνικά έργα συνθετών του 19ου, του 20ού και του 21ου αιώνα. Οι ηχογραφήσεις αυτές είναι στουντιακές και μερικές έχουν ήδη εκδοθεί σε CD, ενώ άλλες βρίσκονται στην τελική ευθεία για αυτό. Ωστόσο, η ηχογράφηση μιας όπερας είναι κάτι πολύ πιο απαιτητικό εξαιτίας της έκτασης αυτών των έργων και των πολύ μεγαλύτερων μουσικών δυνάμεων που απαιτούνται. Ο λόγος που επιλέξαμε τον Λαυράγκα είναι διότι, παρόλη τη μεγάλη σημασία του έργου του, αυτό τελικά είναι πολύ λίγο γνωστό στους καλλιτέχνες και το κοινό, διότι το μουσικό αρχείο του δεν ήταν διαθέσιμο. Πριν από τρία χρόνια περίπου, όμως, το αρχείο αυτό κατατέθηκε στο Κέντρο έρευνας και τεκμηρίωσης του Ωδείου Αθηνών και είναι πλέον διαθέσιμο στους ενδιαφερομένους. Έτσι, προτείναμε στο Ωδείο την υλοποίηση μια παλαιάς και διακαούς επιθυμίας της Φιλαρμόνιας, δηλαδή την αποκατάσταση και την ερμηνεία της εμβληματικής όπερας “Διδώ”. Θελήσαμε, με αυτό, να αναδείξουμε το σημαντικότερο ίσως έργο ενός από τους σπουδαιότερους και επιδραστικότερους Έλληνες συνθέτες του 20ού αιώνα, που, παρόλη τη σημασία του, είχε παραμείνει ουσιαστικά στην αφάνεια.
Αυτό ήταν μία εργασία επίπονη, κοπιώδης, που διήρκεσε πολλούς μήνες, διότι αφορούσε τη μελέτη και την αποκατάσταση μιας παρτιτούρας που παρουσίασε αρκετά προβλήματα μέχρι να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα και να παραδώσουμε το μουσικό υλικό στους σολίστ, τη χορωδία και την ορχήστρα. Με λίγα λόγια, κυρίως ο μαέστρος, Βύρων Φιδετζής, και δευτερευόντως εγώ, από κοινού προβήκαμε στη μελέτη του αρχειακού υλικού, αναθέσαμε την αντιγραφή του έργου σε σύγχρονο μουσικό λογισμικό ώστε να προκύψει μια σύγχρονη ευανάγνωστη παρτιτούρα -το έργο αυτό ανέλαβε και ολοκλήρωσε η εξαιρετική αντιγραφέας και μουσικός, κα Λουίζα Αντύπα-, προχωρήσαμε σε κοπιώδη μουσικολογική επιμέλεια και διόρθωση λαθών και οργανώσαμε την εν γένει προετοιμασία των καλλιτεχνικών και των οργανωτικών λεπτομερειών. Με την ολοκλήρωση της ηχογράφησης είμαστε ικανοποιημένοι ότι πετύχαμε τους στόχους μας».
Ποια είναι η σημασία της συγκεκριμένης όπερας στην ιστορία της ελληνικής μουσικής δημιουργίας;
«Μετά από 210 χρόνια ύπαρξης της ελληνικής κλασικής μουσικής δημιουργίας -η ιστορία της ελληνικής μουσικής ξεκινά πριν την Ελληνική Επανάσταση και πριν τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους…-, μετά από 85 περίπου χρόνια ύπαρξης των μεγάλων κρατικών μουσικών θεσμών, είναι η πρώτη φορά που ηχογραφείται πλήρως στουντιακά και εκδίδεται σε CD μία ελληνική όπερα μεγάλων διαστάσεων από ελληνική ορχήστρα! Οι μέχρι τώρα ούτως ή άλλως ελάχιστες εκδόσεις ελληνικής όπερας σε CD είχαν γίνει από ξένες ορχήστρες, και αυτό δεν είναι και πολύ τιμητικό για εμάς τους Έλληνες ανθρώπους της μουσικής. Η ηχογράφηση αυτή, λοιπόν, που γίνεται από μια ελληνική ιδιωτική ορχήστρα, όπως η Φιλαρμόνια, επιθυμούμε και θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα γίνει η απαρχή μιας βαθύτερης γνωριμίας όλων μας αλλά και ενασχόλησης τόσο των μουσικών μας θεσμών όσο και του ελληνικού κοινού με την ελληνική όπερα, που έχει προσφέρει αριστουργήματα, όσο και με την κλασική μουσική Ελλήνων δημιουργών, γενικότερα. Είναι ο μόνος τρόπος αυτή η μουσική να γίνει γνωστή στο ευρύτερο κοινό, να μελετηθεί, να αγαπηθεί, να αξιολογηθεί και να καταλάβει εν τέλει τη θέση που της αξίζει στο διεθνές ρεπερτόριο.
Η “Διδώ” του Λαυράγκα είναι η πρώτη μεγάλων διαστάσεων και μεγάλων μουσικών απαιτήσεων σοβαρή όπερα που γράφτηκε εξ αρχής στην Ελληνική γλώσσα, σε λιμπρέτο του πολύ γνωστού στην εποχή τους θεατρικού συγγραφέα και λογοτέχνη, Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Η μοναδική εξαίρεση είναι η όπερα “Υποψήφιος Βουλευτής” του Σπυρίδωνος Ξύνδα από την Κέρκυρα, που όμως είναι κωμική όπερα με σατιρικό περιεχόμενο και πολύ μικρότερης έκτασης, χωρίς αυτό να μειώνει τη σημασία της. Όλες οι προηγούμενες όπερες άλλων συνθετών από τα Επτάνησα ήταν γραμμένες στην ιταλική γλώσσα ακόμη και όταν διαπραγματεύονταν ελληνικού περιεχομένου θέματα, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης του Παύλου Καρρέρ από τη Ζάκυνθο.
Το τόλμημα του Λαυράγκα να γράψει μια όπερα στα ελληνικά δείχνει ότι την εποχή εκείνη η ελληνική μουσική τέχνη αποκτά μια άλλη αυτοπεποίθηση και αυτάρκεια. Πράγματι, στην δεκαπενταετία 1905-1920 γράφονται στην Ελλάδα πάρα πολλές και σημαντικές όπερες και οπερέτες. Η Ελλάδα τότε, παρόλη τη φτώχεια, την υπανάπτυξη, την πολιτική κακοδαιμονία, τους πολέμους, τον Εθνικό διχασμό και τόσα άλλα δεινά, και χωρίς καθόλου κρατικούς μουσικούς θεσμούς για να στηρίξουν τέτοια εγχειρήματα, έχει τις δυνάμεις και την αυτοπεποίθηση να παράγει αριστουργήματα, όπως η “Διδώ” του Λαυράγκα, “Ο Πρωτομάστορας” και “Το Δακτυλίδι της Μάνας” του Καλομοίρη. Επίσης, καλεί τον μεγάλο Σπύρο Σαμάρα να έρθει και να δράσει κοντά της, παρουσιάζοντας τις οπερέτες “Πόλεμος εν πολέμω”, “Πριγκίπισσα της Σασσώνος” και “Κρητικοπούλα”. Και ας μη ξεχνάμε τις πρώτες αριστουργηματικές όπερες και οπερέτες του Σακελλαρίδη και του Χατζηαποστόλου, όπως η “Περουζέ”, “O Βαφτιστικός” και “Oι Απάχηδες των Αθηνών. Ακόμη και η ιδιαίτερη όπερα “Αδελφή Βεατρίκη”, του πολύ νέου τότε Δημήτρη Μητρόπουλου από την περίοδο αυτή προέρχεται. Η απαρχή όλων αυτών είναι, επαναλαμβάνω, η “Διδώ” του Λαυράγκα και αυτό δεν είναι ασήμαντο, ούτε μπορεί να περάσει απαρατήρητο».
Πόσο πιστά ακολουθείτε το λιμπρέτο και τη μουσική παρτιτούρα της πρώτης εκδοχής του έργου; Υπήρξαν επεμβάσεις ή αποκαταστάσεις;
«Ο ίδιος ο Λαυράγκας, ο συνθέτης, δεν ακολούθησε μία και μοναδική εκδοχή σε όλες τις περιπτώσεις που ερμήνευσε το έργο όσο ζούσε. Αντιθέτως, κάθε φορά αναπροσάρμοζε το έργο ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες που είχε στη διάθεσή του. Για παράδειγμα, μπορεί να αφαιρούσε ή να τροποποιούσε ένα τμήμα όταν έβλεπε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για τους τραγουδιστές, τη χορωδία ή την ορχήστρα ή αν η διάρκεια του έργου θα υπερέβαινε αυτό που προβλεπόταν. Ή, σε άλλες περιπτώσεις, αναπροσάρμοζε την ορχηστρική συνοδεία ή την εναρμόνιση σε κάποια σημεία διότι πίστευε ότι έτσι αποδίδεται καλύτερα το νόημα του κειμένου ή η ατμόσφαιρα που ήθελε να δημιουργήσει. Αυτοί είναι κάποιοι από τους λόγους που αντιμετωπίστηκαν τόσα προβλήματα από την ομάδα μας στην προσπάθεια αποκατάστασης του μουσικού κειμένου. Επίσης, το γεγονός ότι το έργο δεν εκδόθηκε και δεν τυπώθηκε όσο ζούσε ο συνθέτης, έπαιξε το ρόλο του. Σε αντίθετη περίπτωση, ο Λαυράγκας θα “υποχρεωνόταν” να καταλήξει σε μια οριστική μορφή του έργου.
Στην προσπάθειά μας να αποκαταστήσουμε το έργο θέσαμε ως στόχο να πλησιάσουμε όσο γίνεται πιο κοντά στην αρχική μορφή, εκείνη του 1908-1909. Για τον λόγο αυτό επαναφέραμε στο έργο αποσπάσματα που υπήρχαν στην αρχή αλλά είχαν αφαιρεθεί σε μεταγενέστερες εκτελέσεις. Για να γίνει αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, διότι έπρεπε να ερευνηθούν δευτερεύουσες πηγές του έργου, τόσο για την αποκατάσταση της παρτιτούρας όσο και για την αποσύσταση του λιμπρέτου. Αλλά θεωρήσαμε ότι επιστημονικά αυτή ήταν η σωστότερη μεθοδολογία. Στην εισαγωγή που θα συνοδεύει την έκδοση θα υπάρχουν οι αντίστοιχες πληροφορίες, ώστε ο κάθε μαέστρος που τυχόν θα ασχοληθεί με το να ανεβάσει το έργο για μια παράσταση να μπορεί να αποφασίσει αναλόγως».
Σε ποιον βαθμό η «Διδώ» αντανακλά τα ιδεολογικά και αισθητικά ρεύματα της εποχής της;
«Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο μπορούμε να απαντήσουμε μόνο τώρα, μετά την πολύμηνη εργασία πάνω στην αποκατάσταση της παρτιτούρας και την ηχογράφηση που ακολούθησε, και που μας αποκάλυψε τη μουσική αισθητική του. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ο Διονύσιος Λαυράγκας ήταν πολύ κοντά και συμβάδιζε με τις μουσικές εξελίξεις της εποχής του στην Ευρώπη. Το έργο βασίζεται ως προς τη μορφολογία και τη μουσική δομή του στην αισθητική του βερισμού, που είχε εμφανιστεί στην Ιταλία πριν από 30 περίπου χρόνια και βρισκόταν ήδη στη μεγαλύτερη ακμή του. Αναφέρω τα παραδείγματα της “Τόσκα” και της “Μαντάμ Μπατερφλάυ” του Πουτσίνι, που γράφτηκαν από 4 έως 8 χρόνια πριν την “Διδώ”. Η αισθητική αυτή, με απλά λόγια, χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων μεγάλες ορχήστρες με πλούσια ηχοχρώματα, μεγάλη χρωματικότητα στην αρμονία και έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις στους ρόλους, που υποστηρίζονται από απότομες αλλαγές του μουσικού ύφους. Ο Λαυράγκας όμως, και αυτό μας έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση, σε πολλά σημεία του έργου χρησιμοποιεί και μια διαφορετική μουσική γλώσσα, επηρεασμένη από το αισθητικό ρεύμα του ιμπρεσιονισμού, που ήταν πολύ ισχυρό στη Γαλλία της εποχής και ήταν ένα κίνημα αποδέσμευσης από τους αυστηρούς κανόνες της αρμονίας. Έτσι, βλέπουμε ότι ο Λαυράγκας, όχι μόνο ήταν σε θέση σε ένα έργο μεγάλων διαστάσεων να αξιοποιήσει τα όσα έμαθε στις σπουδές του στην Γαλλία και την Ιταλία, αλλά και να παρακολουθεί τα ρεύματα και τις κατευθύνσεις που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη την ίδια ακριβώς εποχή».
Ποιες προκλήσεις συναντήσατε στην ερμηνεία ενός έργου που έχει σπάνια παιχτεί και ηχογραφηθεί;
«Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις ήταν η ίδια η αποκατάσταση του μουσικού κειμένου και εν τέλει του ίδιου του έργου. Όπως προανέφερα, υπήρχαν αρκετές διαφορετικές εκδοχές σε αρκετά σημεία του έργου και σε κάποια άλλα δεν ήταν ξεκάθαρο από τις πηγές που είχαμε στη διάθεσή μας, ποια ακριβώς ήταν η πρόθεση του συνθέτη. Έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις έπρεπε να αποφασίσουμε εμείς ποια από τις εκδοχές θα ακολουθήσουμε ή να δώσουμε μια λύση εκεί που δεν μας βοηθούσαν οι πρωτογενείς πηγές. Οι λύσεις που δόθηκαν, φυσικά, δόθηκαν με κριτήριο να ανταποκρίνονται στην αισθητική της εποχής και του συνθέτη και δεν ήταν αυθαίρετες.
Μια άλλη πρόκληση είναι ότι, για τα έργα αυτά, που ουσιαστικά ανασύρονται από τη λήθη μετά από πολλές δεκαετίες, δεν έχει δημιουργηθεί μια παράδοση ερμηνείας και αισθητικής, που βοηθά στην επίλυση διαφόρων προβλημάτων. Αυτή την παράδοση είμαστε τελικά εμείς που θα πρέπει να δημιουργήσουμε μέσα από την έρευνα, την ανακάλυψη, την ερμηνεία των έργων, ώστε να αποκατασταθεί τελικά μια εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη πρόταση που θα διαμορφώνει την ερμηνευτική φυσιογνωμία του συνθέτη. Και για να γίνει αυτό, φυσικά, δεν αρκεί η ενασχόληση με ένα μόνο έργο, αλλά με πολύ περισσότερα, ομοειδή και ετερογενή, του Λαυράγκα. Παρ’ όλα αυτά, η καλλιτεχνική ευαισθησία του μαέστρου, των σολίστ, των μελών της χορωδίας και της ορχήστρας έθεσε πολύ καλές βάσεις για τη δημιουργία ενός πειστικού ερμηνευτικού ύφους των έργων του Λαυράγκα».
Πώς ερμηνεύετε τη θέση του Λαυράγκα στην τριάδα των «πατέρων» της Επτανησιακής Σχολής και πώς διαφοροποιείται η μουσική του γλώσσα;
«Η Επτανησιακή σχολή μουσικής, με ιδρυτή και συμβολικό “πατριάρχη” τον Νικόλαο Μάντζαρο, την εποχή που ο Διονύσιος Λαυράγκας έγραφε τη “Διδώ”, συμπλήρωνε σχεδόν εκατό χρόνια ζωής. Αν, όμως μιλάμε για τον τομέα της όπερας, τότε πρέπει να αναφερθούμε σε τρία κυρίως ονόματα: του Παύλου Καρρέρ από τη Ζάκυνθο, του Διονυσίου Λαυράγκα, από την Κεφαλλονιά, και του Σπύρου Σαμάρα από την Κέρκυρα. Ο πρώτος είναι προγενέστερος και οι δύο επόμενοι σχεδόν σύγχρονοι, αν και ο Λαυράγκας έζησε περίπου 2,5 δεκαετίες περισσότερο από τον Σαμάρα. Ο Καρρέρ διέπρεψε για μία δεκαετία περίπου και στο εξωτερικό, διότι δραστηριοποιήθηκε στο Μιλάνο στη δεκαετία του 1850, την εποχή που βρισκόταν στην μεγάλη του ακμή ο Τζουζέπε Βέρντι. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έθεσε με τα έργα του ουσιαστικά τις βάσεις της δημιουργίας της ελληνικής όπερας. Την ενέταξε δημιουργικά και οργανικά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και είναι και ο πρώτος που χρησιμοποίησε θέματα από την πρόσφατη και την αρχαιότερη ελληνική ιστορία, αλλά και μελωδίες και ρυθμούς από την παραδοσιακή μας μουσική. Ο Σαμάρας έκανε μια πολύ ευρύτερη διεθνή σταδιοδρομία και αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε πολύ περισσότερο στο εξωτερικό, όπου θεωρείται και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του βερισμού. Δυστυχώς, τα περισσότερα από τα έργα του δεν έχουν σωθεί στην πλήρη ορχηστρική τους μορφή, αρκετά όμως που έχουν σωθεί αποκαλύπτουν έναν συνθέτη διεθνούς εμβέλειας, σίγουρα τον σημαντικότερο Έλληνα συνθέτη του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο Λαυράγκας, από τους τρεις είναι αυτός που επέλεξε μετά τις σπουδές του να επιστρέψει στην Ελλάδα για να προσφέρει στους συμπατριώτες του αυτό που έμαθε. Έτσι, όπως γνωρίζουμε, ήταν εκείνος που για 40 περίπου χρόνια ίδρυσε και διηύθυνε τη Ελληνικό Μελόδραμα, έναν μουσικοθεατρικό θίασο που λειτούργησε την Ελλάδα και στις ελληνικές κοινότητες του Εξωτερικού και γνώρισε στους Έλληνες το οπερατικό ρεπερτόριο της εποχής και, μέσα σε αυτό, και τα δικά του έργα. Το λυρικό του έργο, όπερες, οπερέτες, τραγούδια, είναι πολύ σημαντικό, και επείγει η ανάγκη, τώρα που το αρχείο του είναι πλέον διαθέσιμο στην έρευνα, να αποκατασταθούν και τα υπόλοιπα έργα του, ώστε να ακουστούν, να μελετηθούν και να φανεί η αξία ή η απαξία τους. Από όσα ξέρουμε ως τώρα, σίγουρα είναι ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ιστορίας της Ελληνικής έντεχνης μουσικής, κάτι που ξεπερνά, φυσικά, τα όρια της Επτανησιακής Σχολής.»
Σε ποιο βαθμό συνδιαλέγεται η «Διδώ» με τη δυτικοευρωπαϊκή οπερατική παράδοση; Υπάρχουν εμφανείς επιρροές;
«Όπως σημειώνω και πιο πάνω, το κύριο αισθητικό ρεύμα που αποκαλύπτεται μέσα από τη μουσική της “Διδώς” είναι ο ιταλικός βερισμός, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στη μεγίστη ακμή του και στη μεγαλύτερη διεθνή του αναγνώριση. Ο Λαυράγκας, μέσα από τις σπουδές του αλλά και μέσα από την μακρόχρονη παραμονή του σε σπουδαία ευρωπαϊκά μουσικά κέντρα, είχε την ευκαιρία να ακούσει ζωντανά τη μουσική αυτή και με το ισχυρό του αισθητήριο, να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιμπρεσιονιστικές πινελιές που, επίσης, βλέπουμε στο έργο: γαλλικής προέλευσης αυτές. Επομένως, επιδράσεις υπάρχουν. Η μουσική, και όλες οι τέχνες, προχωρούν μέσα από την παράδοσή τους και κάθε συνθέτης επηρεάζεται αναπόφευκτα από τους προηγούμενους και τους σύγχρονους. Η επίδραση αυτή είναι δημιουργική και όχι απορριπτέα. Απ’ εκεί και πέρα, οι σημαντικοί συνθέτες έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν αυτές τις επιδράσεις έτσι ώστε να μπολιάσουν, να γονιμοποιήσουν το ταλέντο τους και να δημιουργήσουν έτσι τη δική τους προσωπική ιδιόλεκτο, που χαρακτηρίζει το ύφος και την αισθητική τους. Νομίζω ότι ο Λαυράγκας το έκανε αυτό μέσα από τη “Διδώ”, αλλά και μέσα από άλλα έργα του που γνωρίζουμε.
Επίσης, πρέπει να σημειώσω ότι η “Διδώ”, από πλευράς μορφολογίας και μουσικής δομής συνδιαλέγεται απολύτως με την σύγχρονή του πρακτική, όταν, για παράδειγμα, ακολουθεί τη μορφολογία της όπερας που έχει πια ξεπεράσει τη διάκριση σε άριες, ρετσιτατίβα και οπερατικές σκηνές, δημιουργώντας ευρύτερες μουσικές ενότητες, που η κάθε μία από τις οποίες είναι ουσιαστικά μια ολόκληρη πράξη. Αλλά και η ίδια η επιλογή του θέματος από την αρχαία μυθολογία είναι κάτι που ανταποκρίνεται απόλυτα στην ευρωπαϊκή οπερατική παράδοση, τόσο τη σύγχρονή του όσο και την παλαιότερη».
Τι σας συγκινεί προσωπικά στο πρόσωπο της ηρωίδας Διδώς και στον τρόπο που την προσέγγισε μουσικά ο Λαυράγκας;
«Τα μυθικά πρόσωπα του Αινεία και της Διδώς λειτουργούν, κυρίως, ως αρχετυπικά σύμβολα. Από τη μία ο ήρωας βασιλιάς, που ακόμη και οι εχθροί του, οι Αχαιοί, αναγνώρισαν και σεβάστηκαν τη γενναιότητα και την ακεραιότητά του και γι’ αυτό του απέδωσαν την ελευθερία του. Από την άλλη η Διδώ, η βασίλισσα μιας εξωτικής χώρας, της Καρχηδόνας, με τις δικές της συνήθειες κ.λπ. Δύο συμβολικές μορφές που ερωτεύονται και μέσα από τον έρωτα προσπαθούν να ξεπεράσουν τις δυστυχίες που τους κατατρύχουν. Η Διδώ τον χαμό του πρώτου της συζύγου, ο Αινείας την καταστροφή της πατρίδας του και την πολύχρονη εξορία και περιπλάνηση. Όμως, ο Λαυράγκας κατορθώνει, μέσα από τη μουσική του, πέρα από τις συμβολικές μορφές, να πλάσει δύο πραγματικούς ανθρώπους, με τα πάθη, τα ισχυρά αισθήματα και τις αδυναμίες τους. Οι έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις τους εκφράζονται αριστοτεχνικά στη μουσική, και βλέπουμε να σχηματίζεται μπροστά μας η συναισθηματική σύγκρουση που αισθάνονται οι δύο ήρωες, μεταξύ από τη μια του καθήκοντος και της υποχρέωσης έναντι των ανθρώπων που βρίσκονται υπό την εξουσία τους, και από την άλλη της αναζήτησης της προσωπικής τους ευτυχίας και λύτρωσης μέσα στον έρωτα. Ειδικά η Διδώ, παρόλο που είναι η βασίλισσα της χώρας και έχει ευεργετήσει τον Αινεία με το να τον φιλοξενήσει στο βασίλειό της και να περιθάλψει αυτόν και τους συντρόφους του, τελικά βιώνει την απόρριψη και την απογοήτευση: Ο Αινείας την εγκαταλείπει ακολουθώντας το βασιλικό του καθήκον και φεύγει από την Καρχηδόνα κρυφά, τη νύχτα, χωρίς να την αποχαιρετήσει, ενώ η ίδια η Διδώ περιορίζεται στο παλάτι της με τους φρουρούς να την φυλακίζουν ουσιαστικά εκεί μέσα, για να μην τον ακολουθήσει. Πρόκειται για μια από τις εντονότερες συναισθηματικές συγκρούσεις γενικά στην ιστορία της όπερας, που αναδεικνύουν την ηρωίδα σε μια πραγματικά τραγική μορφή, εφάμιλλη της Ηλέκτρας ή της Ιοκάστης, και την οδηγούν στην αυτοκαταστροφή».
Η όπερα ως είδος στην Ελλάδα μοιάζει να έχει μείνει για πολλά χρόνια στο περιθώριο. Πιστεύετε πως τέτοιες πρωτοβουλίες μπορούν να αναστρέψουν την κατάσταση;
«Δεν συμφωνώ απόλυτα μαζί σας σχετικά με την περιθωριοποίηση της όπερας. Παραστάσεις όπερας γίνονται πάρα πολλές, και υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου, τόσο από την Εθνική Λυρική Σκηνή όσο και από άλλους φορείς. Υπάρχει το νέο οίκημα της όπερας, το Κέντρο Σταύρος Νιάρχος που παρέχει όλες τις ανέσεις και τα μέσα για ένα υψηλού επιπέδου αποτέλεσμα. Επίσης, πλέον η ΕΛΣ, τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει όχι μόνο μία, αλλά δύο παραγωγές όπερας στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Όλα αυτά είναι πολύ θετικά και φέρνουν το κοινό κοντά στην όπερα.
Όμως, εκείνο που έχει πράγματι περιθωριοποιηθεί, και αυτό είναι πάρα πολύ δυσάρεστο, είναι η ελληνική όπερα. Είναι πολλά χρόνια που δεν παρουσιάζονται πλέον ελληνικές όπερες στην Αθήνα. Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται σκοπίμως ή αν είναι τυχαίο. Όμως, επειδή η όπερα, όταν πρόκειται να παρουσιαστεί σκηνικά, χρειάζεται πολύ υψηλότερους προϋπολογισμούς από ό,τι μια απλή συναυλία, είναι οι κρατικοί φορείς εκείνοι που πρέπει κυρίως να ασχοληθούν. Ελπίζω πραγματικά, πρωτοβουλίες όπως αυτή, να κινητοποιήσουν τους αρμόδιους φορείς. Η Φιλαρμόνια έχει δουλέψει πολύ πάνω στον τομέα αυτό, έχει στο αρχείο της το υλικό από αρκετές ελληνικές όπερες, η “Διδώ”, επίσης, πρόκειται να εκδοθεί σε μια νέα πλήρη και ελεγμένη παρτιτούρα. Το υλικό αυτό είναι στη διάθεση όποιου ενδιαφερθεί και μας το ζητήσει».