Για να το γράψω πιο απλά, ήταν το κάτι άλλο, κυρίως γιατί μπορούσε να είναι αυθεντική μέσα σε μια βιομηχανία που κυνηγάει διαρκώς τη φιγούρα και την πόζα. Δεν έγινε ποτέ «σταρ» με τον αμερικανικό όρο – έγινε όμως κάτι πιο σπάνιο: μια προσωπικότητα που άγγιξε γενιές θεατών με την ειλικρίνεια, την αμηχανία, την ατέλεια και το χαμόγελο μιας γυναίκας που δεν ήθελε να προσποιηθεί τίποτα.
Η Keaton γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1946 στη Σάντα Άνα της Καλιφόρνια. Μεγάλωσε σε μια μεσοαστική οικογένεια, και από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για το θέατρο και τη φωτογραφία — δύο αγάπες που δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ξεκίνησε την καριέρα της στο Broadway, αλλά σύντομα τράβηξε την προσοχή του Χόλιγουντ. Πρώτη μεγάλη της κινηματογραφική εμφάνιση, το 1972, όταν υποδύθηκε την Kay Adams, σύζυγο του Michael Corleone, στον “Νονό” του Francis Ford Coppola. Ήταν η αρχή μιας διαδρομής που της εξασφάλισε μία θέση μέσα στην πιο λαμπρή περίοδο του αμερικανικού κινηματογράφου. Αλλά η καθοριστική στιγμή ήρθε το 1977 με το “Annie Hall” του Woody Allen — μια ταινία-σταθμό που άλλαξε τα δεδομένα στη ρομαντική κομεντί και της χάρισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Το στυλ της Annie Hall — ανδρόγυνο, παιχνιδιάρικο, με καπέλα και γιλέκα — έγινε φαινόμενο. Όμως δεν ήταν θέμα μόδας. Ήταν η Keaton η ίδια που απέπνεε αυτή την ελευθερία, την αμηχανία που γίνεται γοητεία, το χιούμορ που κρύβει μια υπαρξιακή μελαγχολία. Ακολούθησαν ταινίες όπως το “Manhattan”, το “Looking for Mr. Goodbar”, το “Reds” του Warren Beatty (για το οποίο απέσπασε νέα οσκαρική υποψηφιότητα), το “Marvin’s Room” με τη Meryl Streep, και το “Something’s Gotta Give” (2003), όπου στα 57 της πρωταγωνίστησε σε μια ρομαντική κομεντί — κάτι αδιανόητο για τα δεδομένα του Χόλιγουντ. Η ίδια όμως δεν έκρυψε ποτέ την ηλικία της. Δεν μπήκε στο παιχνίδι της αιώνιας νεότητας. Φωτογραφιζόταν με τα γυαλιά της, τις ρυτίδες της, την τρεμάμενη φωνή της, την ιδιορρυθμία της. Έγραφε βιβλία, φωτογράφιζε σπίτια, έκανε ντοκιμαντέρ, αλλά πάνω απ’ όλα: παρέμενε Diane. Ίσως το μεγαλύτερο κατόρθωμα σε μια εποχή που όλοι προσπαθούν να γίνουν κάτι άλλο.
Η προσωπική της ζωή συνδέθηκε με μεγάλες φιγούρες του κινηματογράφου — τον Woody Allen, τον Warren Beatty, τον Al Pacino — αλλά δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε βιολογικά παιδιά. Υιοθέτησε δύο, και συχνά μιλούσε με τρυφερότητα για τη μητρότητα, χωρίς ρομαντισμούς.
Έφυγε ήσυχα, όπως έζησε: χωρίς σκάνδαλα, χωρίς «τελευταίες δηλώσεις», χωρίς να ψάχνει την προσοχή. Και αυτό την καθιστά ακόμα πιο σπουδαία. Η καριέρα της δεν μπορεί να συνοψιστεί σε μια φράση. Όχι επειδή ήταν τεράστια — αλλά επειδή ήταν πραγματική. Και η πραγματικότητα, ειδικά στο σινεμά, είναι σπάνιο πράγμα.
Σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει να είναι διακριτικός, η Diane Keaton μάς υπενθύμισε ότι η δύναμη βρίσκεται συχνά στη σιωπή, ότι το στιλ δεν είναι μόδα αλλά στάση ζωής και η ηλικία δεν είναι ελάττωμα, αλλά πατρίδα. Και τώρα που λείπει, μας μένει αυτή η παρηγορητική αίσθηση πως κάποτε υπήρξε κάποια που έμοιαζε να λέει, χωρίς να το πει: Δεν πειράζει που είσαι διαφορετικός. Δεν πειράζει που δεν ανήκεις. Δεν πειράζει που φοβάσαι. Το μόνο που έχει σημασία, τελικά, είναι να είσαι εσύ.