Το στόρι στη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου είναι γνώριμο και παράδοξο μαζί – με άλλα λόγια, it’s business as usual για τον Έλληνα σκηνοθέτη που βλέπει τις μετοχές του να ανεβαίνουν σταθερά τα τελευταία δέκα χρόνια: Σε μια παρελθοντική αλλά και κάπως απροσδιόριστη εποχή (ας πούμε πως βρισκόμαστε στο Βικτωριανό Λονδίνο), μια έγκυος γυναίκα αυτοκτονεί, και ο Δρ. Φρανκενστάιν της υπόθεσης (ο Γουίλεμ Νταφόε στο ρόλο του Γκόλντουιν Μπάξτερ, που φέρει στο πρόσωπο του φριχτά τραύματα από τα πειράματα του πατέρα του) αντικαθιστά τον εγκέφαλό της με αυτόν του αγέννητου μωρού της, δίνοντας ζωή στη Μπέλα, μια εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα με πελώρια λαχτάρα για ζωή. Σύντομα θα τους συντροφέψει ο Μαξ, που σκοπεύει να βοηθήσει τον Γκόντγουιν στην έρευνα του. Αναπόφευκτα, θα ερωτευτεί την Μπέλα – εκείνη όμως έχει ήδη ξελογιαστεί από τον διαβόητο πλέιμποϊ Ντάνκαν (ο Μάρκ Ράφαλο που ανατρέχει στα κωμικά τικ του Τζέρι Λιούις). Θα φύγουν αγκαλιασμένοι για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, όπου θα επιδοθούν σε οργιώδες σεξ, ή όπως το αποκαλεί η Μπέλα (μια ξεκαρδιστική Έμα Στόουν), «ξέφρενο χοροπηδητό». Από’ κει ξεκινά και η Οδύσσεια προς την ενηλικίωση και, κυρίως, τη χειραφέτηση της.
Όσο προφανής είναι ο συμβολισμός του παραμορφωμένου προσώπου του Νταφόε (αμαρτίες γονέων και τα συναφή), άλλο τόσο κραυγαλέα δείχνει σημειολογικά η πορεία που διαγράφει η Μπέλα, και μπορεί ο ίδιος ο Λάνθιμος να δηλώνει πως θέλει τις ταινίες του «ανοιχτές» σε κάθε ανάγνωση, το «Poor Things» όμως είναι ακριβώς το αντίθετο – μια ταινία τόσο ξεκάθαρη σε αυτά που διακηρύττει που, με τον τρόπο της, σου ζητά να μη την πάρεις και τόσο στα σοβαρά. Μεταξύ μας τώρα, καλά κάνει: Πρώτο μέλημα σου εδώ είναι να διασκεδάσεις – και το «Poor Things» είναι μια πολύ διασκεδαστική κωμωδία, με υποδειγματικό φαρσικό timing και ερμηνείες εξόχως ευθυγραμμισμένες με τις προθέσεις του Λάνθιμου που παίρνει μεγάλα δάνεια από το σύμπαν του Σβανκμάγιερ και του Τέρι Γκίλιαμ για να συνθέσει μια ροκοκό πανδαισία χρωμάτων και σουρεαλιστικών σκηνικών. Δε θες να «διαβάσεις» αυτή την ταινία, αλλά να τη φας, να την καταβροχθίσεις με τα μάτια από το πρώτο καρέ. Ομολογουμένως, αυτή η πληθωρικότητα σε βαρυστομαχιάζει κάπως μετά από 140 λεπτά, και ο Λάνθιμος είναι μακριά από την αφηγηματική οικονομία του «Κυνόδοντα» και των «Άλπεων». Δύσκολα όμως μπορείς να θυμώσεις με μια ταινία που σε έχει διασκεδάσει τόσο.
Και ο Έλληνας σκηνοθέτης μοιάζει να έχει βρει μια αξιοζήλευτη θέση στο Χόλιγουντ, στήνοντας «τα δικά του» και ταυτόχρονα προσφέροντας τα με το απενοχοποιητικό αμπαλάζ ενός εξωτικού φρούτου. Συνδυασμός που είναι σχεδόν μαθηματικά βέβαιο πως θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα από την Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου, σε λίγους μήνες από τώρα.