Skip to main content

Η ήρεμη δύναμη της Ιζαμπέλ Ιπέρ

Οι ταινίες της εβδομάδας

Η Μαρίν Κιρνέι εξελέγη εκπρόσωπος του συνδικαλιστικού συνδικάτου της CFDT το 2004. Μέχρι τότε, εργαζόταν ως καθηγήτρια αγγλικών στον πολυεθνικό όμιλο της Areva, που κινηματογραφείται εξόχως στην ταινία «Εύκολος στόχος» του Ζαν-Πολ Σαλομέ ως μια Κρονενμπεργκ-ικά απρόσωπη εταιρία, απ’ αυτές που, αρχικά, δεν αντιλαμβάνεσαι ακριβώς τι διαχειρίζονται. Αλλά τα κοστούμια των προεδρευόντων φαίνονται ακριβά, και αυτή είναι η μόνη πληροφορία που χρειάζεσαι. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν αυτός είναι ο σωστός τόνος για να αφηγηθεί κανείς μια αληθινή ιστορία, εγώ όμως εκτίμησα την απόπειρα του Σαλομέ να την αντιμετωπίσει δημιουργικά – και η αλήθεια είναι πως το κάνει με περισσή προσοχή και διακριτικότητα. Και ποια είναι η αληθινή ιστορία; Πως η Κιρνέι, που κατηγόρησε την εταιρεία της για διαφθορά, αποκαλύπτοντας ένα τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο, γρονθοκοπήθηκε, βιάστηκε με τη λαβή ενός μαχαιριού, και αφέθηκε δεμένη στο σπίτι της, τον Οκτώβριο του 2012. Στη κοιλιά της είχαν χαράξει με το ίδιο μαχαίρι το γράμμα «Α». Αμέσως η Κιρνέι κατηγόρησε την εταιρεία: Είχε δεχθεί υπεράριθμες τηλεφωνικές απειλές τις μέρες που προηγήθηκαν της επίθεσης. Η αντίδραση της Areva ήταν να κατηγορήσει την Κιρνέι πως όλα σκηνοθετήθηκαν από την ίδια, σέρνοντας την στα δικαστήρια. Εξωφρενικό, το ξέρω, αλλά είπαμε: Ο Σαλομέ έχει επιλέξει το στυλ και το ύφος αφήγησης αυτής της ιστορίας. Ο δε δραματουργικός χειρισμός του θέματος απαιτεί πολλά από τους ηθοποιούς του – και κυρίως από την πρωταγωνίστρια του, που πρέπει και να ενσαρκώσει ένα αληθινό πρόσωπο, αλλά ταυτοχρόνως να κινηθεί μέσα στα αυστηρώς προσδιορισμένα όρια του σκηνοθετικού ύφους. Ευτυχώς, πρωταγωνίστρια εδώ είναι η Ιζαμπέλ Ιπέρ. Που πλησιάζει τον χαρακτήρα με μια στυλιζαρισμένη ψυχραιμία – ένα λεπτό πέπλο που τινάζεται κάθε φορά όταν οι εντάσεις το επιβάλλουν, συγκρατώντας ταυτόχρονα τα γκέμια όχι της ηρωίδας, αλλά και της ταινίας της ίδιας.

Αληθινή ιστορία, πολύ πιο τραγική, αφηγείται και η ταινία «75 μέρες»: Το 1992 στο Αλκάσερ, μια μικρή πόλη της Ισπανίας, τρία κορίτσια ηλικίας 14 και 15 ετών, εξαφανίστηκαν ένα βράδυ ενώ προσπαθούσαν να φτάσουν με ωτοστόπ στο διπλανό χωριό, όπου γινόταν ένα σχολικό πάρτι. Τα πτώματα τους ανακαλύφθηκαν κακοποιημένα, 75 μέρες μετά. Ίσως και να είχατε πετύχει μια σειρά ντοκιμαντέρ στο Netflix αναφορικά με το συμβάν, και ο Μαρκ Ρομέρο που σκηνοθετεί, επικεντρώνεται στο δράμα των οικογενειών των θυμάτων, κινηματογραφώντας την ανησυχία, την οδύνη, και το κενό που αφήνει πίσω της η εξιχνίαση του στυγερού εγκλήματος. Τεχνικά η ταινία του είναι άρτια, δυστυχώς όμως η αίσθηση του διεκπεραιωμένου θεάματος είναι έντονη: ο Ρομέρο καταφεύγει σε κλισέ και σε συμβάσεις που θα άρμοζαν περισσότερο σε ένα τηλεοπτικό δικαστικό δράμα απ’ ότι σε μια τέτοια τραγωδία. Και μετά ξαναβλέπεις το «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» του Ρομπέρ Μπρεσόν, που βγαίνει σε επανέκδοση και παρακολουθεί την πορεία της ζωής ενός κακόμοιρου γαϊδαράκου, καθώς αυτή διασταυρώνεται με αυτές των κατοίκων ενός μικρού χωριού των Πυρηναίων. Πολλοί προτιμούν τον Πορτοφολά, αυτή όμως είναι, για μένα, η μεγαλύτερη στιγμή της τέχνης του σκηνοθέτη. Που δίχως την παραμικρή έκκληση στον συναισθηματισμό του θεατή, κατορθώνει να ολοκληρώσει ένα φιλμ σχεδόν ευαγγελικό στη Θεία λιτότητα του. Παραγωγής 1966 – βγαίνει επίσης για άλλη μια φορά η «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ, και το σίκουελ «Η καλόγρια 2», που μεταξύ μας, το περίμενα χειρότερο.