Skip to main content

«Bleu»: «…ένα κράμα αστυνομικής πλοκής, με ψυχολογικές και ιατρικές πινελιές…»

Ο Στάθης Β. Βλαχάκος και ο Θεόδωρος Χρ. Χήρας, αμφότεροι γιατροί και λογοτέχνες, καταθέτουν στο αναγνωστικό κοινό το μυθιστόρημά τους, «Bleu», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Η ιστορία αφορά έναν εκκολαπτόμενο Γάλλο συγγραφέα, τον Ζωρζ Λεκλέρ με καταγωγή από το επαρχιακό δουκάτο της Νορμανδίας, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Στη εφηβεία του και χωρίς την θέλησή του, η ακροβάτισσα μητέρα του τον οδηγεί για μετεγκατάσταση στην πόλη του φωτός.

Ο ήρωας, ενήλικας πλέον, περιφέρεται στους δρόμους του Παρισιού και κάποια βραδιά παρασύρεται σε παραβατική συμπεριφορά. Το γενετικό υλικό όμως, που συλλέγει η Διεύθυνση Εγληματολογικών Ερευνών οδηγεί ψευδώς την Γαλλική Αστυνομία στη σύλληψη ενός διάσημου και εκρηκτικού Γάλλου συγγραφέα, του Ζιλιέν Αστρίντ, ο οποίος ωστόσο, δείχνει να δέχεται την ενοχή του και να απολαμβάνει την προφυλάκιση. Οι ζωές των δύο αντρών θα αναμιχτούν σε μία άνευ προηγουμένου άσπονδη γνωριμία με αγεφύρωτες διαφορές. Θα συναντηθούν ελάχιστες στιγμές σε πραγματικό χρόνο, αλλά η ζωή του καθενός θα καθορίζεται και θα εξαρτάται εμμονικά από τη ζωή του άλλου.

Οι συγγραφείς μίλησαν μαζί μας.

Πώς από ιατρός στρέψατε το ενδιαφέρον σας στη συγγραφή; Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει και σας παρακινεί στον κόσμο της μυθοπλασίας;

Στάθης Βλαχάκος (Σ.Β.): «Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Πολλοί με ρωτούν αν έχει σχέση η συγγραφή άρθρων ιατρικού περιεχομένου, με τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων ή βιβλίων· χωρίς ενδοιασμούς, απολύτως καμία. Η λογοτεχνική προσέγγιση σε μια ιδέα μυθοπλασίας, είναι ανάγκη να πειραματιστείς και να αναπτύξεις το θέμα, όχι απαραιτήτως για να εκδοθεί, αλλά να ικανοποιήσεις το θέλω σου και να απολαύσεις τον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας.

Οι περισσότεροι συγγραφείς αγωνιούν για το αποτέλεσμα· ξέρετε,  η αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό, μπορεί να φέρει σε απόγνωση ή θλίψη τον συγγραφέα, αν  το βιβλίο του, δεν έχει εμπορική επιτυχία.

Αυτό δεν σημαίνει τίποτα απολύτως για μένα προσωπικά, γιατί έχω διαβάσει αριστουργήματα από άγνωστους συγγραφείς, τα οποία βρίσκονται στριμωγμένα στα ράφια των βιβλιοπωλείων, απρόσιτα στους αναγνώστες. Να ένα τεράστιο θέμα, η προβολή ενός βιβλίου. Για να γυρίσω όμως στην ερώτηση, η μυθοπλασία και η συγγραφή, σε ξεκουράζουν, σε ηρεμούν, σε βοηθούν να εκτονωθεί η ένταση της ημέρας, σε ταξιδεύουν.

Ένα βιβλίο δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται αποκλειστικά σε μυθοπλασία. Μπορείς να βασιστείς σε μια αληθινή ιστορία και να την αναπτύξεις με πινελιές μυθοπλασίας, περνώντας συναισθήματα, όνειρα, ψυχολογικές εκρήξεις, αγωνίες και ιδέες, που μπορούν να συμπληρώσουν το παζλ της ιστορίας».

Θεόδωρος Χήρας (Θ.Χ.): «Η συγγραφή για μένα λειτουργεί σαν εσωτερικός παρατηρητής. Δίνει νόημα στο συγκρουσιακό μου γίγνεσθαι, το υπαρξιακό μου άγχος. Μετά από είκοσι πέντε συναπτά έτη άσκησης της κλινικής ιατρικής, ως αποκλειστική και μόνη απασχόληση, νομοτελειακά και μόνο, κάτι θα αναδυόταν από τον θωρακικό μου κλωβό για να ανακουφίσει την ένταση και τους αόρατους εχθρούς μου. Η ένταση χρήζει νοηματοδότησης, ώστε να ελευθερωθεί η ψυχή. Παρότι η συγγραφή βιβλίων αποτελεί από τις πιο δύσκολες διεξόδους για να ελαφρύνει η ύπαρξη, σε μένα αυτό λειτούργησε λυτρωτικά.

Επιπροσθέτως, πηγαία ορμή και ζωογόνος ανάγκη η απόσταξη λογοτεχνικών ψηγμάτων από μια ιατρική τέχνη με έμφυτες πανανθρώπινες αξίες. Δεν θα απεμπλακώ εύκολα από την εμμονή μου στον συνδυασμό ιατρικής και συγγραφής. Επιφορτίστηκα και είμαι το όχημα να κηρυχτεί η γνώση της αποκάλυψης και των απόκρυφων ευαγγελίων στους έχοντες ώτα… και τότε θέλει ελθεί το τέλος».

Τι σας ενέπνευσε για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;  

Σ.Β.: «Το θέμα του βιβλίου, είναι ένα κράμα αστυνομικής πλοκής, με ψυχολογικές και ιατρικές πινελιές, δίνοντας στο τέλος το κλειδί στον αναγνώστη να σκεφτεί και να αναλύσει το θέμα. Η έμπνευση κρυβόταν στις αγωνίες που έχει ένας συγγραφέας, που πολλές φορές φτάνει σε ακραίες καταστάσεις».

Θ.Χ.: «Η γέννηση ενός βιβλίου προϋποθέτει την ξεκάθαρη επίγνωση του καταληκτικού σημείου. Να γνωρίζεις, δηλαδή, αυτό που με τη συγγραφική διαδικασία θα αποκαλύψεις, ανεξάρτητα με την ιστορία που θα αφηγηθείς σε πρώτο ή δεύτερο επίπεδο.  Στα “Μυστήρια”, λόγου χάρη, το πρώτο μου βιβλίο, η μετάδοση της Ιδέας της Δωρεάς Οργάνων ήταν ο σαφής και μοναδικός σκοπός του βιβλίου, οι ιστορίες ήταν στρογγυλεμένες. Στην “Ετυμηγορία”,  η παράλογη και αναχρονιστική θέση του κράτους πρόνοιας για την πατρότητα δεν μεταβάλλεται ούτε ενώπιον της ανυπέρβλητης σχέσης δότη και λήπτη οργάνου και αφαιρείται η επιμέλεια από τον άνθρωπο που μεγάλωσε και ξαναγέννησε ένα παιδί, επειδή έτυχε  και βρέθηκε ο ίδιος στο φάσμα, ενώ στον “Υπερσιβηρικό”,  ο ήρωας που κατέφυγε προς αναζήτηση οργάνου στις χώρες κάτω από τα Ιμαλάια, διεκδικεί και θα λάβει ψήγματα δικαίωσης.

Στο “Bleu”, η εκ περιτροπής συγγραφή του κειμένου προσδίδει ως εγγενές χαρακτηριστικό του εγχειρήματος την απουσία στόχου· κανείς δεν γνώριζε πού θα οδηγήσει η τολμηρή συνθήκη. Έμπνευση, λοιπόν, είχε μάλλον το τόλμημα, το ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Αυτό πρωταγωνίστησε και αυτό μας συνεπήρε».

Το «Bleu» είναι γραμμένο εκ περιτροπής. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής.

Σ.Β.: «Σίγουρα όχι με το βιογραφικό του καθενός μας, γιατί θα αρχίσουν αμέσως οι γνωστές ιατρικές ερωτήσεις…ξέρετε γιατρέ πριν δύο μήνες, είχα έναν πόνο… Είναι δύσκολο να πορευτείς συγγραφικά με κάποιον, τα περισσότερα πειράματα δεν είχαν και τα καλύτερα αποτελέσματα. Η ελευθερία που είχε ο καθένας μας στη γραφή, ήταν το μυστικό της συγγραφικής σύμπλευσης. Πάντα υπήρχε καλοπροαίρετη κριτική στα γραπτά και ενώ ο Θόδωρος ήθελε κάποιον στο κελί με σκοπό να τον σύρει σε δίκη, εγώ τον αθώωνα· και υπήρχε αυτή η έκπληξη, αλλά κοινός κώδικας και λύση, στα λογοτεχνικά αυτά παιχνίδια.

Θ.Χ.: «Γνωριστήκαμε με τον συν-συγγραφέα του βιβλίου κ. Στάθη Βλαχάκο σε προηγούμενο εκδοτικό Οίκο, όταν ο καθένας ενθουσιάστηκε με το βιβλίο του άλλου. Βρήκαμε κοινούς παρονομαστές στη συγγραφή. Μετά την άρση και των εσχάτων αμφιβολιών,  αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε ένα συγγραφικό πείραμα. Να συγγράψουμε εκ περιτροπής ένα βιβλίο,  με θεμελιώδη αρχή να μην υπάρχει καμία συνεννόηση. Ο καθένας θα συνέχιζε το κείμενο από το σημείο που το άφησε ο προηγούμενος.

Υπήρξε βεβαίως, προηγούμενο παρόμοιο εγχείρημα από τα ιερά τέρατα της ελληνικής λογοτεχνίας Βενέζη, Καραγάτση, Τερζάκη και Μυριβήλη: “το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων”. Με σεβασμό και συναίσθηση της ευθύνης,  δοκιμαστήκαμε με τις δικές μας δυνάμεις και αναλογικά είμαστε ικανοποιημένοι και περήφανοι. Γράφαμε και παραδίδαμε τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον. Γράφοντας, σταδιακά ελευθερωθήκαμε και εκφράσαμε τις πετραλήθειες και τα σκοτάδια μας. Σιγά σιγά ανακαλύπταμε ότι δημιουργούμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο με αστυνομικά και κυρίως ψυχολογικά στοιχεία. Όταν ολοκληρώσαμε περί τα είκοσι κεφάλαια συναντηθήκαμε επιβεβλημένα, διότι το μυθιστόρημα έχει κανόνες. Έχει ηθική, δεν είναι ένα άναρχο κείμενο χωρίς όρια. Και θέσαμε στο τραπέζι πιθανά καταληκτικά σημεία. Στη συνέχεια και με λίαν ισχυρές ωδίνες, γεννήσαμε τη λύση και οδηγηθήκαμε απελευθερωμένοι στην κάθαρση».

Με ποιον τρόπο έγινε η επιλογή του τίτλου; Τι σημαίνει το μπλε για εσάς;

Σ.Β.: «Μια λεπτομέρεια γίνεται οδηγός στα κεφάλαια και χαρακτηρίζει χαρακτήρες. Το Μπλε ταιριάζει σαν συμπληρωματικό χρώμα του γκρι και του πράσινου σταχτί, για να συνδεθεί με τις Παριζιάνικες νύχτες και εν προκειμένω με τα μυστικά που κρύβουν οι όχθες του Σηκουάνα. Ο Θόδωρος έκανε μια ιατρική προσέγγιση στο Μπλε, σαν χρώμα, έχει ενδιαφέρον, αλλά και στη λεπτομέρεια που καθόρισε τον τίτλο. Ήταν σύνθετος στην αρχή, αλλά επέμενα στο σκέτο Μπλε γιατί μου θύμιζε τον Κωδικό Μπλε που ηχεί στους διαδρόμους των νοσοκομείων. Με αγωνία και ανατριχίλα».

Θ.Χ.: «Το μπλε, μαζί με το κόκκινο και το πράσινο, είναι τα τρία χρώματα του ορατού φάσματος. Όλα τα υπόλοιπα χρώματα δημιουργούνται με τους συνδυασμούς αυτών των τριών. Ξαφνιάζει, ίσως, αλλά το μπλε ανήκει στην κατηγορία  των  ιριδοληπτικών χρωμάτων, μια κατηγορία η οποία επιδρά αρνητικά στην ίριδα του ματιού, με αποτέλεσμα να δυσαρεστεί τον παρατηρητή.

Στην ψυχολογία, θεωρείται το χρώμα της εμπιστοσύνης, της ειλικρίνειας, αλλά και της απόστασης, της διάσχισης,  του κατακερματισμού. Επιπροσθέτως, το μπλε συνδέεται με τη μελαγχολία, εξ ου και η προέλευση του ονόματος της μουσικής μπλουζ. Για τα αλγεινά του γνωρίσματα θα έλεγα, που προσεγγίζουν περισσότερο τον ψυχικό πόνο, επιλέξαμε το μπλε, αφού και ο εσωτερικός κόσμος του ήρωά μας είναι κατακερματισμένος και ένας κυκεώνας συγκρούσεων και διλημμάτων τον καθιστούν έρμαιο των εμμονών του».

Πώς θα παρουσιάζατε το βιβλίο σε έναν αναγνώστη που δεν σας γνωρίζει;

Σ.Β.: «Ο τρόπος για να παρουσιάσεις το βιβλίο σου, είναι να καταλάβεις το συγγραφικό στυλ που ψάχνει ο αναγνώστης και αφού το βρείτε  μαζί, να υπάρξει ο κατάλληλος κώδικας επικοινωνίας.  Δηλαδή,  να αποφασιστεί ο τόπος και η χώρα που θα τρέξει η ιστορία, εν προκειμένω το Παρίσι και η Γαλλία, για να βάλεις στο κλίμα τον αναγνώστη. Δεν λέμε να του προτείνεις την ώρα του διαβάσματος, μια δροσερή σαμπάνια και την Πιαφ να τραγουδά λυπημένους στίχους. Θα του τόνιζα, πως κυρίαρχο θέμα είναι το ψυχολογικό αστυνομικό ύφος, με ανατροπή στο τέλος, με γενναίες ιατρικές πινελιές. Ξέρετε,  η ιατρική τρέχει σε όλες τις στιγμές της καθημερινότητάς μας, δεν θα μπορούσε να λείψει μέσα από τα γραπτά μας. Πολλοί αναγνώστες μου, μου λένε χιουμοριστικά, γιατρέ έχω διαβάσει σχεδόν όλα σου τα βιβλία. Είμαστε έτοιμοι να δώσουμε για Ιατρική. Όμως,  η πολύτιμη συμβολή της πένας του Θόδωρου, βοήθησε το συγγραφικό αυτό κράμα, να γεννήσει ήρωες και καταστάσεις, συναισθήματα και σκέψεις, και να τρέξουν τη ροή των κειμένων, ευχάριστα, με ενδιαφέρον και δίψα για το γκραν φινάλε».

Θ.Χ.: «“Μια φορά κι έναν καιρό…” θα ξεκινούσα΄, “ήταν ο Κάιν που έχασε τη μητέρα του Εύα, αλλά δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Και από τότε έγινε συνήθειο, τα παιδιά να μην κλαίνε όταν πεθαίνει η μητέρα τους. Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά,  ένας νέος, που η μητέρα του εξέπνευσε στα χέρια του, άρχισε να δακρύζει, μέχρι που βαλάντωσε στο κλάμα. Όλοι τον κοιτούσαν σαν αξιοπερίεργο ον της Μητέρας Φύσης. Από τα πέρατα του κόσμου μαζεύτηκαν να τον δουν και να τον μελετήσουν….”  Κάπως έτσι…»

Υπάρχουν μηνύματα που επιχειρείτε να περάσετε στον αναγνώστη του βιβλίου σας μέσα από την ιστορία που αφηγείστε;

Σ.Β.: «Μηνύματα όχι, ένα ερέθισμα όμως στη φαντασία και τα συναισθήματα. Ίσως ένας mini ταξιδιωτικός οδηγός στη Γαλλία,  με κυματίζουσα τη σημαία της κοινωνικοαστυνομικής μυθοπλασίας, χωρίς κωδικό μπλε. Απλά BLEU».

Θ.Χ.: «Δεν επιχειρούμε να περάσουμε κανένα μήνυμα, δεν στοχεύουμε σε κανένα ηθικό δίδαγμα. Το μυθιστόρημα γράφεται για να συγκινήσει, να δημιουργήσει συναισθήματα. Ο αναγνώστης να βρει τον εαυτό του στις γραμμές του βιβλίου και να ταυτιστεί με ήρωες ή έστω με πτυχές ηρώων. Να βρει στις φράσεις μας την υποσυνείδητη σκέψη του, αυτό που ο ίδιος θα ήθελε να έχει πει, αλλά δεν κατάφερε να βρει τις λέξεις. Και γιατί όχι  να ζήσει εμπειρίες προμνησίας του τύπου  déjà vécu ή déjà senti. Εμφάνιση αυτών των αινιγματικών φαινομένων θα ήταν από τις μέγιστες ικανοποιήσεις για εμάς τους συγγραφείς».