© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Σ’ ένα μαγαζί στο Παρίσι ειδικευμένο σε ορειβατικό εξοπλισμό, η Αντρέα Μαρκολόνγκο αγόρασε ένα ράντζο, έναν υπνόσακο κι έναν φακό. Το επόμενο βράδυ άνοιξε το ράντζο της και άπλωσε τον υπνόσακο όχι στην κορυφή κάποιου βουνού, αλλά σε μια έρημη αίθουσα του Μουσείου της Ακρόπολης, στην Αθήνα.
«Αυτό που φοβάμαι απόψε δεν είναι τα γλυπτά, είναι η απουσία τους. […]
Γύρω μου το σκοτάδι της αθηναϊκής νύχτας είναι απόλυτο, εγώ και τα γλυπτά ζούμε την ίδια σιωπή.
Τώρα θαρρώ πως καταλαβαίνω για πρώτη φορά την έννοια του τραγικού: η ηρεμία τους δεν είναι ανάπαυση, είναι αντίθετα μια σιωπή θλιμμένη, κουρασμένη, πληγωμένη, όπως η σιωπή κάποιου που έχει χάσει τα λόγια του, όπως η σιωπή που περιβάλλει τα ακρωτηριασμένα σώματα των γυναικών, των Κενταύρων και των αλόγων γύρω μου.
Αυτά τα μάρμαρα δεν είναι μουγκά, είναι καταραμένα.
Αναρωτιέμαι σοβαρά μήπως κι εγώ, μετά από τούτη τη νύχτα που περνάω μπροστά στα πόδια τους, μέσω κάποιας ώσμωσης, χτυπηθώ από μια κατάρα που θα πέσει έπειτα πάνω στα παιδιά μου, όπως εκείνη που βρήκε τον Οιδίποδα και όλους όσοι γύρεψαν να μάθουν πάρα πολλά.
Για πρώτη φορά μετά την είσοδό μου, το σούρουπο, σε τούτο το μουσείο, τα μάρμαρα του Παρθενώνα με φοβίζουν. Και το να κοιμηθώ δίπλα τους μου φαίνεται ιεροσυλία.
Κάποια στιγμή θαρρώ πως άκουσα έναν αναστεναγμό. Μπορεί να φταίει η αϋπνία ή κάποιος γάτος στους πρόποδες της Ακρόπολης.
Το δίχως άλλο πρόκειται για αυθυποβολή, όμως νιώθω τώρα το βάρος μιας απέραντης μελαγχολίας να πέφτει επάνω μου. Και είμαι εγώ εκείνη που θέλει να κλάψει αντί για τις μετόπες.
Ήθελα να γράψω την ιστορία τους ως μια αποζημίωση για την προσβολή που υπέστησαν -τι ανούσια σκέψη. Λες και μπορεί κανείς να παρηγορήσει τη θλίψη του γράφοντας.
Έχω ζαρώσει στο πάτωμα, πλάι στη θεόρατη τζαμαρία απ’ όπου κρέμεται η νύχτα σαν σεντόνι μαύρο, δώρο της σελήνης. Παρατηρώ το γιγαντιαίο γλυπτό του αριστερού χεριού του Δία, που κρατάει τον κεραυνό· ο καρπός είναι ξεκάθαρα κομμένος από το χέρι του θεού, οι φάλαγγες συσπώνται στο κενό, σαν φτερούγες σκελετωμένου πουλιού.
Αυτά τα μάρμαρα γνωρίζουν τη γεύση του απολύτου και την απουσία της υποταγής
[…]
Ίσως το κουτσουρεμένο χέρι του Δία να νιώθει ακόμα τον πόνο του εξαφανισμένου βραχίονα, ίσως οι αστράγαλοι των κοριτσιών σε πομπή να νιώθουν σουβλιές στις κνήμες και στους τένοντες από τους οποίους κόπηκαν, και όλοι αυτοί οι αυχενικοί σπόνδυλοι των αποκεφαλισμένων Κενταύρων και πολεμιστών να υποφέρουν από φρικτούς πονοκεφάλους που τους τρελαίνουν.
Αυτά είναι λοιπόν τα φαντάσματα με τα οποία καλούμαι να μοιραστώ τη νύχτα μου.
Εκείνο που στοιχειώνει τις αίθουσες του Μουσείου της Ακρόπολης δεν είναι τα ενοχλητικά πνεύματα των αγαλμάτων που μ’ ένα ξόρκι ξυπνούν στο φεγγαρόφωτο, όπως συμβαίνει σε δεκάδες αμερικάνικες ταινίες. Είναι τα πνεύματα από τα άκρα, τα χέρια, τα κεφάλια, τα ποδάρια των αλόγων και τα μουσούδια των αγελάδων, εκείνα που δε βρίσκονται πια στην Αθήνα αλλά στο Λονδίνο και υποβάλλουν τον Παρθενώνα σ’ ένα ανείπωτο μαρτύριο».

Η Αντρέα είχε, τον Μάιο του 2022, τη μοναδική τύχη να περάσει εκεί μια νύχτα εντελώς μόνη. Η νύχτα είναι η ώρα των φαντασμάτων και των απολογισμών. Δύο είναι οι ίσκιοι που θα την επισκεφθούν: Ο ίσκιος του Λόρδου Έλγιν, του Άγγλου πρέσβη που διέπραξε την κλοπή των γλυπτών του Παρθενώνα στις αρχές του 19ου αιώνα, στέλνοντάς τα στο Λονδίνο μέσα σε κιβώτια, και ο ίσκιος ενός ανθρώπου χαμένου πρόσφατα, γεννημένου σ’ ένα ταπεινό χωριό της Ιταλίας, του πατέρα της. Όμως τα κενά στις αίθουσες του Μουσείου της Ακρόπολης, οι λευκές γύψινες προσθήκες στη θέση των γλυπτών που αφαιρέθηκαν πριν από δυο αιώνες, αντηχούν δίπλα στα κενά από τα οποία είμαστε φτιαγμένοι εμείς οι ίδιοι: την ενοχή και την ντροπή, όταν μια μέρα αναγνωρίζουμε το νήμα που μας συνδέει με τον γονέα που θεωρούσαμε απόμακρο και από τον οποίο θέλαμε ν’ απελευθερωθούμε· εκείνη την αίσθηση ότι ποτέ δεν είμαστε άξιοι γι’ αυτά που αποκτήσαμε, το μόνιμο αίσθημα ότι είμαστε και παραμένουμε απατεώνες, άλλοι κλέβοντας κι άλλοι οικειοποιούμενοι πολιτιστικά αγαθά του κλασικού κόσμου.