© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η έκθεση φωτογραφίας του Γιάννη Γιαννάτου «Άγιον Όρος – Πέρα από το Ορατό», που παρουσιάστηκε την άνοιξη στο Ζάππειο και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του κοινού μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 27 Σεπτεμβρίου -στην αίθουσα εκθέσεων του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, και στο Στρασβούργο σήμερα, Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου -στο Συμβούλιο της Ευρώπης, σε διοργάνωση της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου και με την υποστήριξη και χορηγία του Ιδρύματος Αιγέας.

Τα εγκαίνια της έκθεσης στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιήθηκαν από την Α.Θ.Π., τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο. Παρέστησαν, επίσης, ο Αρχιμανδρίτης Εφραίμ Καθηγούμενος της Ι.Μ. Βατοπαιδίου και ο Υφυπουργός Μακεδονίας και Θράκης κ. Κωνσταντίνος Γκιουλέκας.
Το έργο αυτό δεν αποτυπώνει απλώς, αλλά αναδεικνύει με σεβασμό την πνευματική γεωμετρία του Άθωνα, συνδέοντας την πίστη, την τέχνη και τον πολιτισμό με έναν διακριτικό, ανθρώπινο και μη προσωποκεντρικό τρόπο. Αυτές οι εκθέσεις διοργανώνονται για το κοινό όχι μόνο για να δει, αλλά για να μπορέσει να αισθανθεί και να βιώσει κάτι από το «Πέρα από το Ορατό».
Με τον Γιάννη Γιαννάτο είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
Μια έκθεση που αποτυπώνει τη ζωή στο Άγιον Όρος· ένα δικό σας οδοιπορικό δύο ετών. Μιλήστε μας για αυτή την απόφαση αυτής της φωτογραφικής καταγραφής.
«Είχα πάντα μια βαθιά σχέση με τη φωτογραφία, ιδιαίτερα με την καλλιτεχνική ασπρόμαυρη, μέσα από την οποία έχω τιμηθεί με πολλές διεθνείς και ελληνικές διακρίσεις. Ωστόσο, κάποια στιγμή ένιωσα ότι αυτό το θείο χάρισμα –αυτό που αποκαλούμε ταλέντο– όφειλα να το επιστρέψω στην κοινωνία, να το αφιερώσω στις επόμενες γενιές. Να υπηρετήσει αφενός την τέχνη, αλλά και τα ύψιστα ιδανικά με τα οποία μεγαλώσαμε: τον πολιτισμό μας, την ιστορία μας, την πατρίδα μας και, βέβαια, την πίστη μας. Το Άγιον Όρος τα περικλείει όλα αυτά μαζί, σε μια μοναδική συμπύκνωση. Έτσι πήρα την απόφαση να απευθυνθώ στους μοναχούς και να ξεκινήσω ένα οδοιπορικό δύο ετών, με στόχο να αποτυπώσω τη ζωή τους πέρα από το ορατό, στην ουσία της».
Δυσκολίες που αντιμετωπίσατε σε αυτό το δίχρονο οδοιπορικό;
«Οι δυσκολίες ήταν πολλές και διαφορετικές. Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να σεβαστώ απόλυτα τον ρυθμό και τον τρόπο ζωής των μοναχών. Το Άγιον Όρος δεν είναι ένας χώρος όπου μπαίνεις και φωτογραφίζεις ελεύθερα· χρειάζεται χρόνος, εμπιστοσύνη και αποδοχή. Αυτό σήμαινε ότι σε αρκετές περιπτώσεις έπρεπε να περιμένω ώρες, ακόμη και μέρες, μέχρι να συμβεί μια στιγμή που θα μπορούσε να αποτυπωθεί αυθεντικά. Υπήρξαν, επίσης, πρακτικές δυσκολίες: το δύσβατο έδαφος, οι συνθήκες φωτισμού –καθώς ήθελα να δουλέψω μόνο με φυσικό φως– και το ίδιο το βάρος του εγχειρήματος, αφού μιλάμε για πάνω από 23.000 λήψεις μέσα σε δύο χρόνια. Όμως η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η εσωτερική: να μπορέσω να σταθώ με ταπείνωση απέναντι στη σιωπή και τη μυσταγωγία του Άθωνα, χωρίς να αλλοιώσω την ουσία του με τον φακό».
Πόσο εύκολο ήταν να σας εμπιστευτούν και να νιώσουν οικεία με τον φακό σας οι μοναχοί;
«Η εμπιστοσύνη των πατέρων δεν ήταν κάτι αυτονόητο, ούτε δεδομένο. Να αναφέρω ότι η φωτογραφία στο Άγιον Όρος απαγορεύεται αλλά και αντιβαίνει τους βασικούς κανόνες της Ορθόδοξης πνευματικότητας που είναι ο χαρακτήρας της ματαιότητας που φέρει η έννοια της φωτογραφίας. Δεν πήγα, λοιπόν, στο Άγιον Όρος ως “επισκέπτης φωτογράφος” που τραβάει και φεύγει, αλλά έζησα μαζί τους, μοιράστηκα την καθημερινότητά τους, συμμετείχα στις ακολουθίες, στις εργασίες, στις πορείες στα μονοπάτια. Σιγά σιγά, μέσα από αυτή τη συνύπαρξη, οικοδομήθηκε μια σχέση εμπιστοσύνης. Μην ξεχνάτε ότι το έργο είναι παραχωρημένο δωρεά προς την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Παράλληλα, οι μοναχοί σταδιακά διαπίστωσαν ότι ο φακός μου δεν είχε σκοπό να “εκθέσει” ή να εντυπωσιάσει, αλλά να καταγράψει με ταπείνωση και αγάπη αυτό που πραγματικά ζουν. Θα τολμήσω να πω, ως μια σύγχρονη αγιογραφία. Και τότε ήταν που μου άνοιξαν τις πόρτες, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτό το δώρο της εμπιστοσύνης είναι και το πολυτιμότερο στοιχείο που φέρει το έργο».
Πόσο σας άλλαξε σαν άνθρωπο αυτό το οδοιπορικό;
«Αυτό το οδοιπορικό με δίδαξε κάτι πολύ ουσιαστικό: να αλλάξω στάση απέναντι στον χρόνο. Στο Άγιον Όρος ο χρόνος δεν κυνηγιέται, δεν μετριέται με άγχος· βιώνεται ως δώρο του Θεού. Οι μοναχοί μού έδειξαν ότι δεν χρειάζεται να τρέχουμε πίσω από τον χρόνο, αλλά να τον ζούμε με πληρότητα και ευγνωμοσύνη. Αυτή η συνειδητοποίηση άλλαξε βαθιά τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την ίδια τη ζωή. Επίσης έμαθα στην πράξη τι σημαίνει ανιδιοτελής αγάπη, μια αγάπη χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς όρους, που εκφράζεται με απλότητα στην καθημερινότητά τους.»
Η έκθεση παρουσιάστηκε την άνοιξη στο Ζάππειο. Μιλήστε μας για την εμπειρία αλλά και για τα σχόλια των επισκεπτών.
«Στην έκθεση του Ζαππείου συνειδητοποίησα τη μοναδικότητα του θέματος. Κυρίως ο γυναικείος πληθυσμός έδειξε τεράστια συγκίνηση, καθώς για τις γυναίκες είναι η μόνη ευκαιρία να προσεγγίσουν τη ζωή στο Περιβόλι της Παναγίας. Όμως, η ανταπόκριση δεν περιορίστηκε εκεί· η έκθεση μίλησε σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, σε φτωχούς και πλούσιους, σε μορφωμένους και απλούς ανθρώπους, σε παιδιά αλλά και σε ηλικιωμένους. Είδα δεκάδες ανθρώπους να βγαίνουν κλαμένοι από την αίθουσα. Αυτό το καθολικό βίωμα ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου».
Είναι μια μεγάλη έκθεση που χάρη στην υποστήριξη του Ιδρύματος Αιγέας, μετά το Ζάππειο παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη και στο Στρασβούργο. Όταν πήρατε την απόφαση για αυτό σας το εγχείρημα νιώθατε την επερχόμενη επιτυχία της έκθεσης; Και πώς τη βιώνετε;
«Όχι, σε καμία περίπτωση δεν σκεφτόμουν την “επιτυχία”. Ήμουν πλήρως αφοσιωμένος στο έργο, με βαθιά συναίσθηση της ευθύνης μου απέναντι στους μοναχούς που με εμπιστεύτηκαν αλλά και απέναντι στην Παναγία, που μου επέτρεψε να φωτογραφίσω το Περιβόλι Της. Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, η έννοια της επιτυχίας δεν υπάρχει στο μυαλό μου, υπάρχει μόνο η ταπεινή υποχρέωση να αποτυπώσω με ειλικρίνεια και σεβασμό μια πνευματική πραγματικότητα».
Η έκθεση είναι, μεταξύ άλλων, ένα παράθυρο και προς το γυναικείο κοινό, που δεν έχει άλλο τρόπο να βιώσει τη μοναστική ζωή του Αγίου Όρους· είναι αυτό κάτι, που λάβατε υπόψη στη δημιουργία της έκθεσης;
«Σε όλη τη διάρκεια του δίχρονου οδοιπορικού μου, οι γυναίκες έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είχαν πολύ ανθρώπινα ερωτήματα, όπως “τι τρώνε οι μοναχοί”, “ποιες είναι οι συνθήκες που ζουν” και πολλά άλλα. Αυτές οι απορίες με βοήθησαν σε κάθε ταξίδι μου στο Άγιον Όρος και λειτούργησαν για μένα οδηγός, ώστε να δώσω και απαντήσεις μέσα από το έργο μου. Έτσι, η έκθεση λειτουργεί και ως ένα παράθυρο για το γυναικείο κοινό, δίνοντάς του μια αίσθηση της εκεί πραγματικότητας».
Το οδοιπορικό σας αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα και τη δημιουργία ενός λευκώματος με τίτλο «Πέρα από το Ορατό»· λίγα λόγια σας και για το λεύκωμα;
«Το λεύκωμα “Πέρα από το Ορατό” είναι η φυσική συνέχεια αυτού του οδοιπορικού. Καλύπτει τέσσερις βασικούς άξονες, πολιτιστικό, ιστορικό, θρησκευτικό και όλα αυτά κάτω από ένα καλλιτεχνικό πρίσμα. Πρόκειται για μια πλούσια έκδοση περίπου 300 σελίδων, που κυκλοφορεί από το εκδοτικό τμήμα της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου. Περιλαμβάνει όχι μόνο τις φωτογραφίες, αλλά και τα αριστουργηματικά κείμενα των μοναχών της Μονής, τα οποία συνοδεύουν και φωτίζουν τις εικόνες. Είναι ένα έργο που συνδυάζει καλλιτεχνία και πνευματικότητα και πωλείται σε όλα τα βιβλιοπωλεία».
Φεύγοντας κάποιος από την έκθεση «Άγιον Όρος- Πέρα από το Ορατό» τι θα θέλατε, τι πιστεύετε ότι κρατά στην ψυχή του; Και τι είναι αυτό, που η έκθεση «προσδοκά»;
«Θα ήθελα, ο επισκέπτης φεύγοντας να κρατά μέσα του λίγη από τη γαλήνη και την πνευματικότητα του Άθωνα. Να νιώθει ότι ήρθε έστω και μέσω της φωτογραφίας σε επαφή με έναν κόσμο που ζει με απλότητα, σιωπή και πίστη, πέρα από την ταχύτητα και τον θόρυβο της καθημερινότητάς μας.
Η έκθεση οφείλει να αγγίξει την ψυχή, να δημιουργήσει ερωτήματα και συγκίνηση. Να λειτουργήσει σαν μια μικρή γέφυρα ανάμεσα στο “ορατό” και το “αόρατο”· ανάμεσα στην εικόνα και το βίωμα. Αν, τελικά, ο επισκέπτης βγει από την αίθουσα λίγο πιο γαλήνιος, λίγο πιο στοχαστικός, τότε το έργο έχει βρει τον προορισμό του».