Skip to main content

Τάμεσης, 19ος αιώνας, πολλή μπύρα και πολύ μυστήριο

«Μια Φορά… κι Ένα Ποτάμι» είναι ο τίτλος του γοτθικού, τυλιγμένου σε υποβλητική ατμόσφαιρα μυθιστορήματος της Νταϊάν Σέτερφιλντ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell, σε μετάφραση Βεατρίκης Κάντζολα Σαμπατάκου.

Μια σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα, σ’ ένα παμπάλαιο πανδοχείο πλάι στον Τάμεση, συμβαίνει κάτι απίστευτο. «Υπήρχε κάποτε ένα πανδοχείο κουρνιασμένο ήσυχα στην όχθη του Τάμεση στο Ράντκοτ, σε απόσταση μίας ημέρας με τα πόδια απ’ την πηγή. Υπήρχαν πολλά πανδοχεία ψηλά, κατά μήκος του Τάμεση, την εποχή που εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία, και σ’ όλα μπορούσες να μεθύσεις, αλλά πέρα απ’ τη συνηθισμένη μπίρα και το μηλόκρασο το καθένα τους είχε να προσφέρει και κάποια πρόσθετη ξεχωριστή απόλαυση. Στο Κόκκινο Λιοντάρι, στο Κέλμσκοτ, ήταν η μουσική: οι μαουνιέρηδες έπαιζαν το βράδυ τα βιολιά τους και οι τυράδες τραγουδούσαν παραπονιάρικα για χαμένες αγάπες. Το Ίνγκλσαμ είχε τον Πράσινο Δράκο, ένα λιμάνι περισυλλογής μέσα σε σύννεφα καπνού. Αν ήσουν χαρτοπαίκτης, το Ελάφι στο Ίτον Χέιστινγκς ήταν ό,τι έπρεπε, ενώ αν την έβρισκες με τους καβγάδες δεν υπήρχε καλύτερο μέρος από το Αλέτρι, λίγο πιο έξω απ’ το Μπάσκοτ. Ο Κύκνος στο Ράντκοτ είχε τη δικιά του παράδοση· εκεί πήγαινες για ν’ ακούσεις ιστορίες.

Ο Κύκνος ήταν ένα πανάρχαιο πανδοχείο, ίσως το πιο παλιό απ’ όλα. […] Οι πελάτες που ήταν μαζεμένοι στον Κύκνο εκείνο το βράδυ ήταν οι τακτικοί θαμώνες. Λατόμοι χαλικιού, καλλιεργητές κάρδαμου και μαουνιέρηδες οι περισσότεροι, μα εκεί ήταν και ο Μπέσαντ, ο καραβομαραγκός που επισκεύαζε βάρκες, όπως και ο Όουεν Όλμπραϊτ, που πριν από μισό αιώνα, ακολουθώντας το ποτάμι, είχε καταλήξει στη θάλασσα και είχε επιστρέψει δύο δεκαετίες αργότερα πλούσιος. Ο Όλμπραϊτ υπέφερε από αρθριτικά τώρα και μόνο η δυνατή μπίρα και οι ιστορίες μπορούσαν να μειώσουν τους πόνους στα κόκκαλά του. Ήταν όλοι εκεί από την ώρα που το φως της μέρας είχε ξεθωριάσει από τον ουρανό, αδειάζοντας και ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια τους, χτυπώντας τις πίπες τους και ξαναγεμίζοντάς τες με καπνό με έντονη μυρωδιά και λέγοντας ιστορίες. […]
Η πόρτα άνοιξε.
Σπάνια έρχονταν νέοι πελάτες τέτοια ώρα. Αυτός που την άνοιξε δε βιάστηκε να μπει μέσα. Φύσηξε ένα ρεύμα κρύου αέρα που έκανε τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίξουν κι έφερε την αψιά χειμωνιάτικη μυρωδιά του ποταμού μες στο θολό απ’ την κάπνα δωμάτιο. Οι θαμώνες σήκωσαν τα μάτια.
Όλα τα μάτια είδαν, αλλά για μια ατέλειωτη στιγμή κανένας δεν αντέδρασε. Προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό που έβλεπαν».

Ένας σοβαρά πληγωμένος, άγνωστος άντρας μπαίνει στο πανδοχείο. Στα χέρια του κρατά το άψυχο σώμα ενός μικρού παιδιού –το βρήκε να επιπλέει στο ποτάμι. Λίγες ώρες αργότερα, ωστόσο, το κοριτσάκι σαλεύει, παίρνει ανάσα και επιστρέφει στη ζωή. Είναι θαύμα; Αποτέλεσμα μαγείας; Ή μήπως υπάρχει επιστημονική εξήγηση; Τα ερωτήματα αυτά έχουν πολλές απαντήσεις –κάποιες απ’ αυτές, πολύ σκοτεινές.

Οι ντόπιοι επιστρατεύουν όλη τους την επινοητικότητα για να λύσουν τον γρίφο του κοριτσιού που πέθανε και ξαναζωντάνεψε, μα όσο περνούν οι μέρες, το μυστήριο αντί να διαλευκανθεί βαθαίνει ακόμα περισσότερο. Το παιδί δεν μιλά και δεν μπορεί ν’ απαντήσει σε καμία ερώτηση. Ποια είναι; Από πού ήρθε; Και σε ποιον ανήκει;

Μια εύπορη νεαρή μητέρα είναι σίγουρη ότι πρόκειται για την κόρη της, που έπεσε θύμα απαγωγής και εξαφανίστηκε πριν από δύο χρόνια. Η οικογένεια ενός κτηματία, σοκαρισμένη ακόμη από την ανακάλυψη της κρυφής σχέσης του γιου τους, είναι έτοιμη να καλωσορίσει το παιδί ως εγγόνι τους. Και η ταπεινή και μοναχική οικονόμος του πάστορα βλέπει στο κοριτσάκι την εικόνα της μικρής της αδερφής. Κάθε οικογένεια κρύβει τα δικά της μυστικά και είναι πολλά αυτά που πρέπει να αποκαλυφθούν για να γίνει γνωστή η ταυτότητα του παιδιού.          

Μέσα σε όλα αυτά, το κορίτσι, δείχνοντας σε μεγάλο βαθμό αδιαφορία για όσα συμβαίνουν γύρω της, αναπτύσσει μια συνεχή σχέση έλξης και γοητείας με το ποτάμι.

Τάμεσης, 19ος αιώνας, πολλή μπύρα, πολύ μυστήριο, λαϊκές παραδόσεις, θρύλοι, δεισιδαιμονίες αλλά και επιστημονικές ανακαλύψεις δένουν σε ένα έντονα ατμοσφαιρικό, λυρικό μυθιστόρημα με φόντο νερό που κυλούσε πάντα και συνεχίζει να κυλά, να χάνεται στο παρελθόν και στο μέλλον.

Το «Μια Φορά… κι Ένα Ποτάμι» έχει βραβευτεί με Golden Crown της Ένωσης Συγγραφέων Ιστορικών Μυθιστορημάτων, ως το καλύτερο μυθιστόρημα του 2019.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]