Skip to main content

Παράθυρο με θέα την πλούσια αραβική λογοτεχνία

«Οι κόρες της σελήνης», το μυθιστόρημα της Τζόχα Αλχάρθι που κατέκτησε το Διεθνές Booker 2019, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Ελένης Καπετανάκη που υπογράφει και το εισαγωγικό σημείωμα.

Η Μάγια, η Ασμά, η Χάουλα -τρεις αδελφές που ζουν στο Ομάν, τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες, τρεις διαφορετικές επιλογές ζωής.

Η Μάγια ζει έναν κρυφό έρωτα, αλλά παντρεύεται τον άντρα που επιλέγει ο πατέρας της. «Η Μάγια, διαρκώς απορροφημένη στη μαύρη ραπτομηχανή της μάρκας Σίνγκερ, ήταν βυθισμένη στον καημό της. Ο καημός της ήταν κρυφός, ωστόσο έκανε την ισχνή φιγούρα της τις νύχτες να τρέμει, στέλνοντας κύματα αναφιλητών και στεναγμών. Υπήρχαν φορές που ένιωθε πως θα πέθαινε από τη λαχτάρα της να τον δει. Ξαπλωμένη μπρούμυτα στο πάτωμα για την προσευχή της αυγής, ορκίστηκε: “Ορκίζομαι στον Μεγαλοδύναμο Αλλάχ: Τίποτε άλλο δεν επιθυμώ, Κύριε, από το να τον δω… μόνο να τον δω… και ορκίζομαι στον Μεγαλοδύναμο Αλλάχ, σ’ Εσένα Κύριε, ορκίζομαι πως δεν θέλω να με συναντήσει… μονάχα να τον δω».

Η Ασμά δέχεται αδιαμαρτύρητα ένα προξενιό για ν’ αποκτήσει παιδιά. «Η Σάλιμα είπε στις κόρες της, την Ασμά και τη Χάουλα, ότι οι δύο γιοι του Ίσα αλ Μοχάτζιρ, ο Χάλιντ και ο Άλι, είχαν ζητήσει το χέρι τους. […] Η Ασμά ψύχραιμα απάντησε ότι θα σκεφτόταν το ζήτημα και δεν θα ήθελε οι γονείς της να πουν κάτι προτού ανακοινώσει την απόφασή της. […] Πέρασαν λίγες μέρες, και τότε δήθεν τυχαία, κι ενώ κοπανούσε κάρδαμο για τον καφέ, είπε στη μητέρα της:
-Μάνα είμαι σύμφωνη για τον Χάλιντ».

Η Χάουλα αρνείται όλες τις προτάσεις γάμου, περιμένοντας να επιστρέψει από τον Καναδά ο παιδικός της έρωτας. «Η Χάουλα μιλούσε χωρίς σταματημό. Είπε στον πατέρα της ότι δεν επρόκειτο να πάψει να μιλάει, όπως έκανε η Μάγια όταν την πάντρεψαν χωρίς κανείς να ρωτήσει τη γνώμη της.  Η Μάγια δεν είχε σπουδάσει μα η Χάουλα είχε, και θα σκοτωνόταν αν ο πατέρας της επέμενε γι’ αυτόν το γάμο. Εξήγησε ότι είχε δώσει όρκο στον ξάδερφό της –τον γιο του θείου της- και ότι κι εκείνος της είχε ορκιστεί. Κανένα ανθρώπινο πλάσμα, είπε, δεν είχε το δικαίωμα να παραβλέπει αυτό το γεγονός. Ο Ααζάν άκουσε την κόρη του προσεκτικά και την άφησε να τελειώσει. Ένιωσε άσχημα, πόνεσε και σφίχτηκε η καρδιά του. Δεν είχε στ’ αλήθεια γνωρίσει τούτη την κόρη που ζύγωνε τα δεκαέξι κι επιθυμούσε ν’ αυτοκτονήσει χάρη σ’ έναν ξάδερφο  απ’ τον οποίον δεν είχαν μάθει νέα εδώ και χρόνια.           
-Μη φοβάσαι, Χάουλα. Όλα θα γίνουν καταπώς πρέπει.         
Αυτά της  είπε. Ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο και γύρισε στη σάλα».

Μέσα από την ιστορία τριών γενεών από το 1880 μέχρι σήμερα, η συγγραφέας παρακολουθεί τις αλλαγές που επέφερε στις αντιλήψεις των κατοίκων ο εκσυγχρονισμός του Ομάν και η μετατροπή του από κέντρο δουλεμπορίου σε πετρελαιοπαραγωγό χώρα.

Στο εισαγωγικό σημείωμα, η μεταφράστρια, μεταξύ άλλων, γράφει: «Μέσα από μια ιστορία που ακούγεται συνηθισμένη, διαφαίνονται η ιστορία, ο πολιτισμός και οι κοινωνικές αξίες του Ομάν, καθώς και η πρόοδος που έρχεται με τα χρόνια, το παλιό και το νέο, η Δύση και η Ανατολή, η συμμόρφωση και η υποταγή, αλλά και η επανάσταση και η αντιπαράθεση. Διαβάζουμε για καθημερινούς ανθρώπους που έχουν παραδοσιακές αξίες, συνυφασμένες όμως με μια σύγχρονη καθημερινότητα, για τα ήθη και τα έθιμα του τόπου από τα οποία οι νέοι άνθρωποι, ίσως όχι όλοι, προσπαθούν να ξεφύγουν. Οι νεαρές γυναίκες του Ομάν που παρακολουθούμε στο βιβλίο έχουν δίπλωμα και οδηγούν, σπουδάζουν σε μικτά πανεπιστήμια και ανεξαρτητοποιούνται επαγγελματικά και οικονομικά· όσες το επιθυμούν φυσικά, γιατί οι υπόλοιπες απλώς ονειρεύονται μα δεν τολμούν. Παράλληλα, κεντρικός άξονας της αφήγησης είναι η δουλεία. Το Ομάν ήταν μια χώρα που συντηρούνταν από το εμπόριο όπλων και σκλάβων μέχρι τον 19ο αιώνα. Η δουλεία καταργήθηκε με νόμο το 1970. Θα ήταν ωστόσο ανακρίβεια να πούμε ότι εξαλείφθηκε πλήρως, αφού φαίνεται ότι μερικοί δούλοι ζουν ακόμη με τις οικογένειες που τους αγόρασαν.

[…]

Η Τζόχα Αλχάρθι γνωρίζει πολύ καλά την κοινωνία και την παράδοση της χώρας της και προσκαλεί τον αναγνώστη να περπατήσει στα χωριά και τις πόλεις, τους αμμόλοφους και τις οάσεις της ερήμου, μέσα στα σουκ και τις σκεπαστές αγορές, να μυρίσει μπαχάρια, λιβάνια και αρώματα, ευωδιαστά φυτά και βότανα, να μπει σε σπίτια-οχυρά των πλουσίων και καλύβια των φτωχών, να ακούσει παμπάλαιες αφηγήσεις για σκλάβους και δουλέμπορους, να αφουγκραστεί τη διαφορετική, άγνωστη σχετικά, κουλτούρα του Ομάν. Κι επιθυμεί ακόμα να απλωθεί η χώρα της μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου μιας και μας ξεναγεί τόσο όμορφα και παραστατικά, τόσο λυρικά και ποιητικά, σε έναν τόπο τον οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε. “Επιθυμεί να ανοίξει  ένα παράθυρο στην πλούσια αραβική λογοτεχνία γενικά και στη λογοτεχνία του Ομάν ειδικότερα”,  όπως λέει η ίδια».

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]