Εγκρίθηκε σήμερα από τη Διεύθυνση Μουσείων του υπουργείου Πολιτισμού, η πρόταση για την επανάχρηση του παλαιού Μουσείου της Ακρόπολης, που παραμένει κενό από το 2009.
Το σχέδιο προβλέπει να ανανεώσει το εσωτερικό του κτηρίου σε ένα μοντέρνο επισκέψιμο χώρο, όπου στις αποθήκες του θα φυλάσσονται οι επιγραφές που καταστρέφονται εκτεθειμένες στις καιρικές συνθήκες, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη των μνημείων, όπως επίσης θα υπάρχει εργαστήριο συντήρησης, ορατό στους επισκέπτες. Ακόμα, θα εκτίθεται υλικό από το ιστορικό των αναστηλώσεων.
Το κέλυφος του κτηρίου που βρίσκεται στον Ιερό Βράχο από το 1874, και με τη σημερινή του μορφή από το 1964 σε σχέδιο Πάτροκλου Καραντινού, θα παραμείνει ως έχει.
Ο νέος κύκλος ζωής του παλαιού Μουσείου, σύμφωνα με την προτεινόμενη χρήση, θα περιορίσει τις εργοταξιακές εγκαταστάσεις και τα κοντέινερ αποθήκευσης, που αντικρίζουμε στην Ακρόπολη σε ποσοστό πάνω από 40%.
Όσο για το γεγονός ότι το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων δεν είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της κήρυξης του Μουσείου ως διατηρητέο, η γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, η οποία έκανε τη βασική πρόταση για την αξιοποίηση των κενών εγκαταστάσεων του κτηρίου, παρατήρησε σήμερα ότι «για να προστατεύσεις ένα κτήριο δεν χρειάζεται να το κηρύξεις διατηρητέο, πόσο μάλλον όταν έχει την προστασία ενός αρχαιολογικού χώρου όπως η Ακρόπολη».
Το ιστορικό του παλαιού Μουσείου
Η συζήτηση για τη δημιουργία ενός Μουσείου της Ακρόπολης άρχισε το 1833, οπότε αποσύρθηκε από την περιοχή η τουρκική φρουρά, συζήτηση που διήρκεσε 30 χρόνια. Το παλαιό Μουσείο της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα νοτιοανατολικά του Παρθενώνα στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το οικοδομικό πρόγραμμα προέβλεπε το ύψος του κτηρίου να μην υπερβαίνει τον στυλοβάτη του Παρθενώνα.
Το κτήριο είναι πέτρινο, έχει έκταση 800 τ.μ. και περιλαμβάνει 11 αίθουσες. Τα πρώτα ευρήματα που στέγασε ήταν τα διάσπαρτα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Κατά τις εκσκαφές για τη θεμελίωση του Μουσείου αποκαλύφθηκαν τμήματα του μυκηναϊκού τείχους της Ακρόπολης, τα οποία διατηρήθηκαν στο υπόγειο του Μουσείου.
Σύντομα, το κτήριο αποδεικνύεται ανεπαρκές και αποφασίζεται η επέκτασή του. Το 1888 κατασκευάστηκε ένα μικρότερο κτήριο στα ανατολικά του υπάρχοντος, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες. Η επέκταση αυτή ελάχιστα μετρίασε το πρόβλημα έλλειψης του χώρου, οπότε το 1914 αποφασίζεται νέα επέκταση που υλοποιείται όμως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο Μουσείο της Ακρόπολης μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα 1946 και 1947.
Το 1953 κατεδαφίστηκε το μικρό συμπληρωματικό κτίσμα και άρχισαν οι εργασίες για τη νέα επέκταση του Μουσείου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η επέκταση έγινε πάνω σε τμήμα του Ιερού του Πανδίωνος, που χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ.. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964. Το 1956 τοποθετήθηκε ως πρόσκτισμα στην ανατολική όψη του Μουσείου και ένα πρόπλασμα δωρικού θριγκού σε φυσική κλίμακα.
Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις, το κτήριο δεν είχε τις δυνατότητες έκθεσης των ευρημάτων που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στο Βράχο, ώστε ήδη από το 1974 εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμησης ενός νέου κτηρίου. Η ανέγερση νέου Μουσείου κρίθηκε επιτακτική, καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
naftemporiki.gr