Με τίτλο «Déshabillé» και σε επιμέλεια του Yves Sabourin, ο οποίος εργάζεται στο υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας, η έκθεση της εικαστικού Μαρίας Λοϊζίδου παρουσιάζεται από το Μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με το Σπίτι της Κύπρου, στο Κέντρο Διατήρησης Παραδοσιακών Τεχνικών και Κλωστοϋφαντουργίας Μέντης (Πολυφήμου 6), έως τις 29 Ιουλίου.
Σαν έργο ζωής που ενώνει τους ανθρώπους
Η επιμελητική πρόταση «Déshabillé» επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην κατανόηση ενός χώρου μαζί με το φορτίο του, μιας βιοτεχνίας passementerie σε δράση, μέσω κοινών πρακτικών του ανθρώπου. Άλλωστε, ο τόπος αυτός, η βιοτεχνία Μέντη, επαναλειτούργησε από το Μουσείο Μπενάκη σε Κέντρο Διατήρησης Παραδοσιακών Τεχνικών Κλωστοϋφαντουργίας, μέσα από την ανάγκη ανάδυσης χώρων που παράγονται από συνθήκες κρίσης.
Οι χώροι αυτοί δεν επιδιώκουν την ανάπλαση μιας παλιάς ταυτότητας, αλλά τη διάνοιξη εκ νέου μιας κοινωνικής συζήτησης. Το νόημα του τόπου, μέσα από τον νέο του επαναπροσδιορισμό, συγκρατεί τις δομές, που θα επιτρέψουν ένα άλλο συμβάν. Η ασφυκτική συνθήκη, που η τρέσα εξυπηρετούσε σε πολλές περιπτώσεις, προσθέτοντας στο κύρος μιας εξουσιαστικής επιβολής, καθόλου δεν περιόρισε κάθε είδους ποιητική παραγωγή.
Την ποιητική αυτή φροντίδα, ίδια με του έργου τέχνης, η πρόταση «Deshabillé» προσπαθεί να εξασφαλίσει στον χώρο του Μέντη, ως μια συνθήκη ανοικτότητας. Ο επιμελητής, μαζί με την εικαστικό, εργάζονται ως φροντιστές του χώρου, προτείνοντας εργαλεία κατανόησης της δομής της χειρωνακτικής εργασίας. Με τη διευκόλυνση του θεατή να παρατηρήσει τα συσσωρευμένα στρώματα παραγωγής passementerie της βιοτεχνίας Μέντη, επιχειρείται να προβληθεί η υλικότητα του αντικειμένου σαν έργο ζωής που ενώνει τους ανθρώπους, μέσα από ένα σύστημα παραγωγής αφήγησης για όσα ξέχασαν, αλλά και για αυτά που έρχονται.
Συμπυκνωμένο υλικό ενός παρελθόντος χρόνου
Οι νέες εγκαταστάσεις της Μαρίας Λοϊζίδου, τοποθετημένες στον χώρο αβίαστα, σαν προέκταση του υφιστάμενου υλικού, επιχειρούν, κυρίως, να λειτουργήσουν ως εργαλεία στήριξης και προβολής μιας ενέργειας, που συσσωρεύτηκε στον χώρο για 144 χρόνια.
Σε εγκαταστάσεις, η εικαστικός συγκεντρώνει με τον δικό της τρόπο, υλικό ενός παρελθόντος χρόνου, συμπυκνωμένο σε χωρικά πλαίσια που περιορίζονται στο ελάχιστο. Ένα χειροποίητο βιβλίο που παίρνει τη φόρμα του cahier français, βιβλίο συγγραφής υποχρεώσεων μιας καθημερινότητας σε αμφισβήτηση. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα προσωπικό αλφάβητο, ένα άλλο abécédaire, όπως αυτά που στοιβάζονται στον χώρο του Μέντη.
Η ηχητική εγκατάσταση συνοδεύεται από τον ήχο των μηχανών της βιοτεχνίας σε λειτουργία. Μαζί με τις αφηγήσεις ανθρώπων, που η εικαστικός συγκεντρώνει τα τελευταία χρόνια και που αναφέρονται σε ήπιες μορφές βίας, μία λευκή τρέσα που αναφύεται από τα μηχανήματα, παραπέμπει σε καλωδιωμένη κεραία, που μας συνδέει με γνώριμα ακούσματα και παράγει τα ενδεχόμενα νέων προοπτικών.
«Μπορεί να μας κάνει να αναθεωρήσουμε»
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ό,τι έχει σχέση με το ύφασμα, την υφαντική, το κέντημα, τη ραπτική, την tapisserie, σε σχέση πάντα με τη σύγχρονη τέχνη, ο Yves Sabourin σημειώνει για την έκθεση: «“Déshabillé”, λεπτομέρεια, μπλούζα, βεστιάριο, πουκάμισο, κομμάτια ύφασμα, φόρεμα, πανόραμα, αξεσουάρ, πρόβα, μπούστο, γιλέκο, φούστα, καλσόν, κόσμημα, ταγιέρ και πουλόβερ. Ακούγεται σαν καλλιγράφημα, σαν ποίημα χωρίς κανόνα ή ρυθμό. Κι όμως, όλη αυτή η σειρά των απλών λέξεων είναι γεμάτη λεπτά νοήματα, είναι η απογραφή μιας γκαρνταρόμπας, που δεν νοείται ξέχωρα από μια προσωπικότητα. Αλλά είναι και ένα πορτραίτο, το πορτραίτο της Μαρίας Λοϊζίδου, που αναλογίζεται τα ενδύματα του χθες και του σήμερα και επιλέγει να προβληματιστεί γύρω από τα είδη ένδυσης πέρα από το φαινόμενο της “μόδας”, του να κατέχεις το καλύτερο και το πιο μοντέρνο, άσχετα που, στο τέλος, το πολυπόθητο αντικείμενο καταλήγει να το φορούν χιλιάδες άνθρωποι…
Η μόδα, μια λέξη δανεική, με ρίζες στον Μεσαίωνα, που, στις μέρες μας, έχει γίνει τόσο δημοφιλής, επιμένει να μας υπενθυμίζει μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, τότε που δεν υπήρχαν καταστήματα μόδας, και όποιος ήθελε να ντυθεί είτε πήγαινε σε μοδίστρα, είτε στο σπίτι, στη μητέρα, που πάντα αναλάμβανε αυτό το επιπλέον καθήκον να φτιάχνει ρούχα για όλη την οικογένεια, καθώς όφειλε να έχει και γνώσεις ραπτικής. Συνήθως, μάθαινε από τη δική της μητέρα να ράβει, και εκείνη πάλι είχε μάθει από τη δική της μητέρα, και πάει λέγοντας.
Αν η δουλειά αυτή δεν γινόταν με πάθος, τα ρούχα έβγαιναν υποτυπώδη, στοιχειώδη, συμβατικά, πολλές φορές άσχημα. Όταν, όμως, η μητέρα, το “μικρό χεράκι”, απολάμβανε να φτιάχνει ρούχα, τότε γεννιόταν και δοξαζόταν μια μόδα, που θέλω να τη θεωρώ προσωπική. Αυτή η “ατομική μόδα”, ένα προϊόν λαϊκής τέχνης, συνθέτει μέσα στον χρόνο το περίβλημα μιας προσωπικότητας.
Από τη στιγμή που οι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να ντυθούν, το ενστικτώδες αίσθημα ατομικότητας τούς οδήγησε να θέλουν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους συνανθρώπους τους, να θέλουν να γίνονται αντιληπτοί στην κοινωνία, τουλάχιστον για να αναγνωριστούν. Υπάρχουν και εκείνοι, που, αν και δεν δημιουργούν μόδα, ωστόσο φτιάχνουν ένα υπερ – προσωπικό στυλ, χωρίς, όμως, απλώς να αναπαράγουν την επιθυμία τους να βρίσκονται σε αρμονία με το πνεύμα και το σώμα τους, όποιες κι αν είναι οι ιδιότητές τους.
Η ίδια ακριβώς διαδικασία εκτυλίσσεται και στα εικαστικά. Παρόλο που δουλεύουν πάνω στις ίδιες θεματικές και με τα ίδια ακριβώς μέσα, π.χ. πηλό ή ύφασμα, οι καλλιτέχνες καταφέρνουν να εκφραστούν στη γλυπτική ή στα βίντεο με διαφορετικούς ή και διαμετρικά αντίθετους τρόπους. Υπάρχει, άραγε, κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στην τέχνη του ενδύματος και τις εικαστικές τέχνες; Σαφώς, αφού τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον άνθρωπο.
Η έκθεση “Déshabillé” αναφέρεται στην αδιαμφισβήτητη υποχρέωση, όχι απλώς τη δυνατότητα, που έχει κανείς για ατομική έκφραση, ώστε να υπάρξει. Η στάση αυτή επιτρέπει στη Μαρία Λοϊζίδου να διατηρεί μια ανοιχτή ματιά απέναντι σε αυτήν τη μη αναμενόμενη, ωστόσο ρεαλιστική και ακόμα σύγχρονη γκαρνταρόμπα, τη γεμάτη από φούστες, μπλούζες, πουκάμισα, φορέματα, πλεκτά και αξεσουάρ, αλλά και πιέτες, θηλιές, μοτίβα γεωμετρικά και φλοράλ, μαντίλια βαμβακερά, δαντέλες, κεντήματα, κοσμήματα, και όλους τους τόνους χρωμάτων, χωρίς, ευτυχώς, να παραμερίζονται οι τόνοι του λευκού και του μαύρου. Το φαντασιακό αυτό ντεφιλέ αντλεί τον ρυθμό του από τα κηδεμονικά αυθεντικά ταγιέρ της Όλγας, της μητέρας της, που διατήρησε τόσο καλά την παράδοση.
Η Μαρία Λοϊζίδου παρουσιάζει ένα καλειδοσκόπιο της δουλειάς της πάνω στα οικεία και φορεμένα ενδύματα στο Μουσείο Μπενάκη, στη βιοτεχνία Μέντη. Μέσα από τα υλικά, τα χρώματα, τις εκπληκτικές στρώσεις και τους τολμηρούς συνδυασμούς, ο πλούτος της ομορφιάς αυτής μπορεί να μας κάνει να αναθεωρήσουμε ό,τι γνωρίζαμε για το ρούχο – μια ευεργετική σύγχυση, καθώς μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι το ένδυμα φέρει έναν συμβολισμό, τόσο αισθητικής, όσο και ταυτότητας.
Με την αναφορά στην παλιά ξακουστή passementerie, που αποκτά νέα ζωή ως κέντρο διατήρησης παραδοσιακών τεχνικών κλωστοϋφαντουργίας, η έκθεση “Déshabillé” καθίσταται ο ιδεώδης σύνδεσμος, για να διαπιστώσουμε τη σημασία που αποκτούν οι άνθρωποι μέσα από τη ζωή τους, την εμφάνισή τους και τη μοίρα τους, όπου τα ρούχα διαδραματίζουν έναν ουσιαστικό ρόλο. Το ένδυμα είναι το περίβλημα του σώματος που μας συνοδεύει από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Και είναι αυτό, που διπλώνουμε προσεκτικά και αποθηκεύουμε σε μια βαλίτσα, για να φύγουμε».
Πληροφορίες
Κέντρο Διατήρησης Παραδοσιακών Τεχνικών και Κλωστοϋφαντουργίας Μέντης: Πολυφήμου 6, Πετράλωνα – Αθήνα, τηλ.: 210 3478792. Ώρες λειτουργίας έκθεσης: Τρίτη – Σάββατο: 10:00 – 15:00.
naftemporiki.gr