«Ένα λαμπρό άλλοτε μνημείο, ένα σημαντικό τεκμήριο της ιστορίας της αρχαίας Θεσσαλονίκης, στέκεται σήμερα αγνοημένο στην οδό Αγ. Δημητρίου, έξω από τον κεντρικό υποσταθμό της ΔΕΗ.
Εμφανώς παραμερισμένο και κακοποιημένο, περνά σχεδόν απαρατήρητο από τους περαστικούς, αλλά και οι ειδικοί αρχαιολόγοι έχουν αποστρέψει την προσοχή τους από αυτό εδώ και σαράντα χρόνια» επισημαίνει η Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Θεοδοσία Στεφανίδου – Τιβερίου σε ανακοίνωσή της, η οποία θα παρουσιαστεί στο ετήσιο Αρχαιολογικό Συνέδριο για τις ανασκαφές του 2014 στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Πρόκειται για το ύψους 3,50 μ. μαρμάρινο βάθρο που υψωνόταν άλλοτε σε θέση περίοπτη πάνω στην πορεία της Αγ. Δημητρίου. Πριν από την πυρκαγιά του 1917 ήταν ενταγμένο σε μια πλατεία γνωστή ως πλατεία Όφεων, εξαιτίας του αρχαίου αυτού μνημείου, το οποίο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έφερε την ονομασία «Μάρμαρο του Φιδιού» (Yılan Mermer). Σύμφωνα με κάποια λαϊκή δοξασία, ένας δαίμων, με τη μορφή φιδιού, θα κατοικούσε στο μνημείο. Μια σειρά από φωτογραφικές λήψεις, κυρίως των αρχών του 20ού αιώνα, το δείχνουν να υψώνεται μεγαλοπρεπές πάνω σε υψηλό βαθμιδωτό κρηπίδωμα.
Το 1975, με αφορμή τη διαπλάτυνση της οδού Αγ. Δημητρίου διενεργήθηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία ανασκαφική έρευνα που αποκάλυψε ολόκληρο το βαθμιδωτό κρηπίδωμα, μαζί με το οποίο το βάθρο έφτανε σχεδόν τα 6 μ.. Μετά τη λεπτομερή σχεδιαστική του αποτύπωση, το βάθρο μετακινήθηκε κατά 5 μ. προς βορράν, προκειμένου να απελευθερωθεί το οδόστρωμα της οδού. Έκτοτε, στέκει επάνω στο νέο πεζοδρόμιο, μπροστά στον τοίχο του υποσταθμού της ΔΕΗ και έχοντας στερηθεί τη βαθμιδωτή κρηπίδα και την περίοπτη θέση του.
Επάνω στο ψηλόλιγνο κυματιοφόρο βάθρο εδράζεται η βάση ενός κίονα, ο οποίος θα στήριζε ανδριάντα. Το σύνολο της κατασκευής μαζί με το άγαλμα θα έφτανε τα 15 – 16 μ., περίπου. Επρόκειτο δηλαδή για μνημείο μιας κατηγορίας, πολυάριθμα παραδείγματα της οποίας μας είναι γνωστά από την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για ανδριάντες αυτοκρατόρων που ήταν ιδρυμένοι επάνω σε κίονες ύψους 20 έως και 50 μ.. Δέσποζαν σε πλατείες ή οδικούς άξονες και σημάδευαν οπτικά τις συνοικίες της πόλης, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσαν σύμβολα της εξουσίας του κάθε νέου ηγεμόνα.
Πρώτος ο Μεγάλος Κωνσταντίνος ύψωσε έναν τέτοιο κίονα στο Forum του ίδιου, υιοθετώντας τον τύπο από την παλιά μητρόπολη της αυτοκρατορίας, τη Ρώμη, και σηματοδοτώντας την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας (330 π.Χ.). Τον μιμήθηκαν οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες, έως τον Φωκά (αρχές 7ου αι.). Ο τύπος θα έχει απήχηση και σε άλλες μεγάλες πόλεις της ανατολικής αυτοκρατορίας σε όλη τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας (4ος – 6ος αι.), όπως λ.χ. στην Έφεσο, την Απάμεια κ.ά. και, όπως μαρτυρεί το μνημείο της Αγ. Δημητρίου, και στη Θεσσαλονίκη.
Κατά την εποχή της ύστερης αρχαιότητας, η αρχαία παράδοση της ανάθεσης τιμητικών ανδριάντων των αυτοκρατόρων αλλά και άλλων σημαντικών προσώπων στους δημόσιους χώρους των πόλεων, παρέμεινε ζωντανή σε όλη την ανατολική αυτοκρατορία, πράγμα που συνέβη και στη Θεσσαλονίκη.
Παρότι η Θεσσαλονίκη μετά την εποχή του Γαλερίου δεν είναι πλέον αυτοκρατορική πρωτεύουσα, είναι βέβαιο ότι η πόλη διατήρησε μια εξέχουσα θέση και διοικητικό ρόλο στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας.
Την Παρασκευή 6 Μαρτίου η ανακοίνωση
Η ανακοίνωση θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 6 Μαρτίου και ώρα 12.00, στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτηρίου Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Συνεδρίου για τις ανασκαφές του 2014 στη Μακεδονία και τη Θράκη. Αρωγοί του Αρχαιολογικού Έργου είναι το υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και η Επιτροπή Ερευνών του Α.Π.Θ..
naftemporiki.gr