Skip to main content

Βρέθηκε το γονίδιο που κρύβεται πίσω από τα γκρίζα μαλλιά

Οι πλειονότητα των ανθρώπων κατακλύζονται από αρνητικά συναισθήματα, όταν εντοπίζουν την πρώτη άσπρη τρίχα στα μαλλιά τους, αντιλαμβανόμενοι ότι… τα χρόνια περνούν.

Τι είναι όμως αυτό που προκαλεί το γκριζάρισμα στα μαλλιά; Μια διεθνής επιστημονική ομάδα ασχολήθηκε με… τρίχες, εντοπίζοντας το πρώτο γονίδιο που σχετίζεται με τα γκρίζα μαλλιά και επιβεβαιώνοντας έτσι ότι το γκριζάρισμα έχει και μια γενετική παράμετρο.

Η ανακάλυψη δίνει ελπίδες σε όσους γκριζάρουν πρόωρα, ότι κάποτε μπορεί να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημά τους -αν βεβαίως το θεωρούν πρόβλημα.

Παράλληλα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν και άλλα γονίδια τα οποία, σε συνδυασμό με μία σειρά γενετικών και ψυχολογικών παραγόντων, αυξάνουν την προδιάθεση για τα κατσαρά μαλλιά, το πυκνό μούσι, καθώς για τα πυκνά και τα ενωμένα φρύδια. 

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ. Καουστμπούχ Αντικάρι του Τμήματος Κυτταρικής και Αναπτυξιακής Βιολογίας του University College του Λονδίνου (UCL), ανέλυσαν γενετικά περίπου 6.400 ανθρώπους (55% γυναίκες – 45% άνδρες).

Οι επιστήμονες στο παρελθόν είχαν ανακαλύψει γονίδια που σχετίζονταν με τη φαλάκρα και το χρώμα των μαλλιών, αλλά η νέα έρευνα προσθέτει έναν πλούτο γενετικών πληροφοριών, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν από την ιατρική έως τις εταιρείες καλλυντικών και τα εγκληματολογικά εργαστήρια.

Όσο για το γονίδιο που κρύβεται πίσω από το γκριζάρισμα, είναι το IRF4, το οποίο εμπλέκεται στην παραγωγή και αποθήκευσης μελανίνης, της χρωστικής ουσίας που καθορίζει το χρώμα του δέρματος, των τριχών και των ματιών.

Το γκριζάρισμα είναι πολύ πιο συχνό στους Ευρωπαίους σε σχέση με άλλους πληθυσμούς και αυτό πιθανώς εξηγείται επειδή το «ένοχο» γονίδιο IRF4 συναντάται σχεδόν μόνο σε ανθρώπους ευρωπαϊκής καταγωγής.

Το γονίδιο PRSS53 επηρεάζει πόσο κατσαρά θα γίνουν τα μαλλιά, το EDAR πόσο πυκνό θα είναι το μούσι, το FOXL2 πόσο πυκνά θα είναι τα φρύδια και το PAX3 αν τα φρύδια θα είναι ενωμένα πάνω από την μύτη.

Η σχετική επιστημονική δημοσίευση έγινε στο περιοδικό «Nature Communications».