Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Σε ένα ρευστό περιβάλλον με σημαντικά περιορισμένους προϋπολογισμούς για την υγεία και τα μέτρα rebate και clawback να παραμένουν σταθερά για μια ακόμη τετραετία, ερωτηματικά τίθενται για το πόσο αποδοτικές είναι οι επενδύσεις στην ιδιωτική υγεία, αλλά και το τι μέλλει γενέσθαι μετά τη συγκέντρωση του κλάδου. Η CVC Capital Partners αποτελεί πλέον τον «εθνικό επενδυτή» στην υγεία, καθώς μετά και την εξαγορά του Yγεία θα έχει επενδύσει σε λιγότερο από δύο χρόνια 330 εκατ. ευρώ, αποκτώντας επίσης τα Metropolitan και Ιασώ General μέσω της Hellenic Helthcare.
Τα μερίδια αγοράς
Πλέον, το επενδυτικό fund CVC Partners κατέχει σχεδόν το 35% του μεριδίου της αγοράς στις γενικές κλινικές και σχεδόν το 30% του μεριδίου της αγοράς στις μαιευτικές – γυναικολογικές κλινικές, καθώς στον όμιλο Υγεία περιλαμβάνονται το Λητώ και το Μητέρα. Η στρατηγική αυτή αλλάζει τις ισορροπίες στον τομέα των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας σε ευρύτερο πλαίσιο. Το ερωτηματικό είναι αν η όρεξη για επενδύσεις από το CVC έχει πλέον κορεστεί, αν και τα περιθώρια δεν είναι πλέον μεγάλα, καθώς εγείρονται μετά θέματα ανταγωνισμού και υπερσυγκέντρωσης του κλάδου.
Βέβαια, δεν είναι και λίγοι εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι στην εγχώρια αγορά μπορεί να υπάρχει και ένα ακόμη «χτύπημα» για το Ερρίκος Ντυνάν, αφού η εξαγορασθείσα εταιρεία Υγεία εξετάζει την εξαγορά του νοσηλευτηρίου από την Τράπεζα Πειραιώς. Το ενδιαφέρον, λοιπόν, στρέφεται στις κινήσεις και τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν στο άμεσο μέλλον οι επενδυτικοί όμιλοι του εσωτερικού και του εξωτερικού με σκοπό την ενδυνάμωσή τους στην αγορά. Και φυσικά όλοι αναμένουν το επόμενο βήμα του ομίλου Αποστολόπουλου. Η συγκέντρωση του κλάδου αλλάζει, βέβαια, και τα θέματα του ανταγωνισμού. Ένας επιχειρηματικός όμιλος, όπως θα μπορούσε να εννοηθεί το σχήμα που δημιουργεί το CVC, φυσικά και έχει ενισχυμένη διαπραγματευτική ικανότητα λόγω της θέσης ισχύος, η οποία μπορεί και να ενισχυθεί περαιτέρω εάν το CVC -που επενδύει πανευρωπαϊκά- «δέσει» τις ελληνικές εταιρείες σε ένα άλλο ξένο άρμα. Η διαπραγματευτική ικανότητα τόσο απέναντι στις ιδιωτικές ασφαλιστικές όσο και έναντι του ΕΟΠΥΥ είναι ισχυρή και θα πρέπει και ο ανταγωνισμός να κινηθεί εξίσου επιθετικά αν θέλει να επιβιώσει. Το Ιατρικό Κέντρο, η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στην εγχώρια αγορά, έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για το Ερρίκος Ντυνάν και ίσως να κινηθεί έντονα επιθετικά να το αποκτήσει, εφόσον βέβαια οι βλέψεις του ελληνικού Δημοσίου για να το εξαγοράσει δεν ευοδώνονται. Οι δε μικρότερες κλινικές στην περιοχή των Αθηνών αναμένεται να υποστούν έντονες πιέσεις. Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει, επίσης, τι μέλλει γενέσθαι με τις κλινικές του ομίλου Euromedica.
Σχετικά με τον πρόσφατο νόμο για τις ιδιωτικές κλινικές, όπως σημειώνει ο Γρηγόρης Σαραφιανός, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών (ΠΕΙΚ), ευτυχώς για τις κλινικές που λειτουργούν σήμερα έχει ληφθεί η πρόνοια να ισχύσουν 24 μόνο άρθρα, διότι η εφαρμογή των υπολοίπων είναι ανέφικτη όταν η συντριπτική πλειονότητα λειτουργούν μέσα στον αστικό ιστό των πόλεων, συνεπώς οποιαδήποτε κτηριακή παρέμβαση είναι αδύνατη και κοστοβόρα και μάλιστα μη ανταποδοτική σε χρονικές περιόδους κλειστών προϋπολογισμών.
Ερωτήματα
Ο κ. Σαραφιανός σημειώνει επίσης: «Γιατί τέτοιο ενδιαφέρον από ξένα funds να επενδύσουν στην Ελλάδα και μάλιστα στον χώρο της υγείας; Βλέπουν έναν κλάδο ο οποίος θα επιστρέψει άμεσα στην κερδοφορία; Θα εγγράψουν υπεραξίες από τα ακίνητα των θεραπευτηρίων; Θα υπάρξει υπερσυγκέντρωση του κλάδου και συνεπώς αναδιανομή της πίτας σε λίγους; Με ποιον τρόπο, όμως, όταν ο ΕΟΠΥΥ λειτουργεί στα πλαίσια κλειστών, εξωπραγματικών με τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού, προϋπολογισμών, με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες που καλύπτουν με προγράμματα υγείας ένα μικρό ποσοστό του περίπου 12% και με πληθυσμό που δηλώνει πραγματική αδυναμία για ιδιωτική πληρωμή κάλυψης εξόδων νοσηλείας;». Ερωτήματα που στην εξέλιξη των ετών θα μπορέσουν να απαντηθούν.