Πτωτικές τάσεις εμφανίζει η διαφθορά των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα παγκόσμιας έρευνας της Εrnst & Young (EΥ), για την εταιρική απάτη.
Συγκριμένο, το 62% εταιρικών στελεχών εκτιμά ότι η δωροδοκία και οι πρακτικές διαφθοράς είναι ευρέως διαδεδομένες στη χώρα – ποσοστό αισθητά μειωμένο σε σχέση με το 71% του 2014 και το 69% της ενδιάμεσης έρευνας του 2015. Σε διεθνές επίπεδο το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 39% – αμετάβλητο έναντι της έρευνας του 2014.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Δρακούλη, επικεφαλής του τμήματος Ερευνών Οικονομικής Απάτης και Εταιρικών Αντιδικιών της ΕΥ Ελλάδας, οι επικεφαλής των επιχειρήσεων θα πρέπει να εστιάζουν σε μία πιο ενδελεχή αξιολόγηση των πελατών, συνεργατών και προμηθευτών τους, ενώ η ενίσχυση της διαφάνειας βρίσκεται χωρίς αμφιβολία στο επίκεντρο του ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος.
Οι ρυθμιστικές αρχές, αναφέρει η ΕΥ, αναγνωρίζουν την απειλή που συνιστούν η δωροδοκία και η διαφθορά για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται ήδη υπό πίεση και εντείνουν τη διασυνοριακή συνεργασία για να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι για παράνομες πράξεις. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων στηρίζουν τις προσπάθειες αυτές, με το 83% να συμφωνεί ότι η δίωξη των ατόμων που ευθύνονται, θα συμβάλει στην αποτροπή φαινομένων απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς στο μέλλον. Η Ελλάδα υστερεί σ’ αυτό το ερώτημα, καθώς μόνο το 74% των ερωτηθέντων ενστερνίζεται αυτή τη θέση.
Τα στελέχη υπεύθυνα για την ηθική των εταιρειών και τη συμμόρφωση αυτών, φαίνεται να αντιμετωπίζουν μία σημαντική πρόκληση, αν θέλουν να προφυλάξουν τις επιχειρήσεις τους από τον έλεγχο των διωκτικών αρχών. Μεταξύ άλλων, αυτό απορρέει και από το γεγονός ότι το 42% των ερωτηθέντων διεθνώς παραδέχεται ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει αντιδεοντολογικές συμπεριφορές, προκειμένου να επιτύχει τους χρηματοοικονομικούς στόχους και το 16% των υπαλλήλων Οικονομικών Διευθύνσεων δηλώνει έτοιμο να δικαιολογήσει την πληρωμή με μετρητά, προκειμένου να κερδίσει ή να διατηρήσει μία εταιρική συμφωνία.
Για την Ελλάδα, το 36% αναφέρει ότι θα δικαιολογούσε μία δωροδοκία υπό τη μορφή πληρωμής μετρητών, αν αυτή θα βοηθούσε την επιχείρηση να επιβιώσει στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Η έρευνα επίσης αναδεικνύει ότι στις αναδυόμενες αγορές επικρατεί η αντίληψη ότι τα άτομα που ευθύνονται για τη διαφθορά δεν λογοδοτούν, με το 70% των ερωτηθέντων στη Βραζιλία και το 56% στην Αφρική και στην Ανατολική Ευρώπη να πιστεύει ότι, ενώ οι κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να ασκήσουν διώξεις, δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν καταδικαστικές αποφάσεις. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι 56%, αισθητά υψηλότερο από το 45% που καταγράφεται στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και το 51% στις αναδυόμενες αγορές.
Παράλληλα, η έρευνα καταγράφει την αυξανόμενη ανησυχία των στελεχών και ιδιαίτερα των Οικονομικών Διευθυντών, για τους κινδύνους που εγκυμονεί το κυβερνοέγκλημα. Ποσοστό 47% των ερωτηθέντων διεθνώς, θεωρεί ότι το κυβερνοέγκλημα αποτελεί υψηλό κίνδυνο για την επιχείρηση. Μ’ αυτήν την άποψη συμφωνούν και τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων (46%), καθώς το ποσοστό συμβαδίζει με τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Η επέκταση σε νέες αγορές αποτελεί προτεραιότητα για τις περισσότερες επιχειρήσεις, ωστόσο, η επέκταση αυτή συνοδεύεται με νέους, λιγότερο γνωστούς και αναγνωρισμένους κινδύνους. Η έρευνα δείχνει ότι οι επιχειρήσεις συχνά αποτυγχάνουν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ανταποκριθούν και να μειώσουν την έκθεσή τους στους νέους κινδύνους:
- Ένας στους πέντε δεν αναγνωρίζει τα τρίτα συνεργαζόμενα μέρη σαν μέρος των ελέγχων δέουσας επιμέλειας κατά της διαφθοράς. Ενώ στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό, με πάνω από τους μισούς να αγνοούν τα τρίτα μέρη στους ελέγχους τους.
- Ένας στους τρεις παγκοσμίως και δύο στους τρείς στην Ελλάδα, δεν αξιολογεί τους κινδύνους διαφθοράς σε σχέση με το συγκεκριμένο κλάδο ή τη χώρα πριν προχωρήσει σε επενδύσεις.
- Μόνο οι μισοί χρησιμοποιούν τεχνολογίες, όπως εγκληματολογική ανάλυση δεδομένων, ώστε να εντοπίσουν και να μετριάσουν τους κινδύνους απάτης και διαφθοράς.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα, αναφέρουν μια σειρά από εμπόδια στη χρήση σημαντικών πηγών πληροφόρησης τυχόν ανάρμοστων συμπεριφορών, όπως τα κανάλια ανώνυμων καταγγελιών (hotlines): 18% αναφέρει ότι η αλληλεγγύη στους συναδέλφους θα τους απέτρεπε από το να αναφέρουν ένα περιστατικό απάτης, δωροδοκίας ή διαφθοράς, ενώ 19% παραθέτει την αφοσίωση στην εταιρεία σαν αποτρεπτικό παράγοντα. Στην Ελλάδα, και τα δύο αντίστοιχα ποσοστά, διαμορφώνονται στο 16%, χαμηλότερα από το διεθνές δείγμα, αλλά υψηλότερα από τα ποσοστά που καταγράφονται στη Δυτική Ευρώπη (10% και 12% αντίστοιχα).
«Τα επίπεδα ανοχής απέναντι σε φαινόμενα απάτης και διαφθοράς στην Ελλάδα, παραμένουν υψηλότερα από αυτά που καταγράφονται στη Δυτική Ευρώπη και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει» ανέφερε ο Πάνος Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδας, Ωστόσο – πρόσθεσε – «είναι ενθαρρυντική η συνεχιζόμενη μείωση του ποσοστού των στελεχών που εκτιμά ότι η απάτη και η διαφθορά είναι διαδεδομένα φαινόμενα στη χώρα μας και είναι σημαντικό ότι η μείωση αυτή καταγράφεται σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, κατά την οποία επιχειρήσεις και στελέχη δίνουν μάχη επιβίωσης. Το νέο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο θα στηρίξει την έξοδο της χώρας από την κρίση, δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με υψηλά ηθικά πρότυπα».