Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Δυοίωνες διαγράφονται οι προοπτικές για την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με έρευνα της «Στόχασις» που διενεργήθηκε για λογαριασμό του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Οι τομείς που αναμένεται να επωφεληθούν είναι αυτοί που ήδη παρουσιάζουν σημαντική δυναμική, όπως ο τουρισμός και τα καταλύματα, τα παραδοσιακά προϊόντα και τα σούπερ μάρκετ, τα καλλυντικά και τα παραφάρμακα, οι εξειδικευμένες υπηρεσίες και γενικά οι κλάδοι με εξωστρεφή προσανατολισμό.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της «Στόχασις», κατά το τρέχον έτος αναμένεται να καταγραφεί αύξηση της τάξεως του 10%-15%, ενώ η διεύρυνση της αγοράς θα συνεχιστεί τουλάχιστον έως το 2019. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση θα είναι μικρότερης έντασης από αυτή που καταγράφηκε το 2016, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης έναντι του 2015 ανήλθε στο 17,3%, φτάνοντας τα 4,2 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την έρευνα, το μέγεθος που αναλογεί στο B2C E-commerce διαγράφει σταθερά θετική πορεία στο διάστημα 2011-2016, με τον Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) να διαμορφώνεται σε 22,9%. Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί έκπληξη αφού, διαρκούσης της ύφεσης και με την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών, τόσο το καταναλωτικό κοινό όσο και οι επιχειρήσεις αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη εξοικείωση με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις.
Πέρα των capital controls και της υιοθέτησης κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές που περιόρισαν τη χρήση των μετρητών, άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στη διεύρυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου είναι η μετατόπιση του καταναλωτικού κοινού από τα φυσικά καταστήματα στα ηλεκτρονικά, καλύτερη αποδοχή των ηλεκτρονικών συναλλαγών, βελτίωση των ιστοσελίδων, βελτίωση της ασφάλειας των συναλλαγών, βελτίωση των τεχνολογιών (π.χ. διάδοση των ευρυζωνικών συνδέσεων που προσφέρουν αυξημένη ταχύτητα περιήγησης).
Περαιτέρω, η βελτίωση των τηλεπικοινωνιακών υποδομών της χώρας με την επέκταση του δικτύου οπτικών ινών που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη αναμένεται να συμβάλει στο ζήτημα αυτό. Σύμφωνα με επιλεγμένα στοιχεία της στοχευμένης πρωτογενούς έρευνας που διεξήχθη σε φορείς στο πλαίσιο της δράσης, προκύπτουν οι ακόλουθες εκτιμήσεις των φορέων: Η πορεία του ηλεκτρονικού εμπορίου (σε ύψος συναλλαγών) την τριετία 2017-2019 εκτιμάται ότι θα παρουσιαστεί ανά κλάδο αυξημένη ως εξής: Ηλεκτρονικές / ηλεκτρικές συσκευές: 50%, Εισιτήρια / Ταξίδια / Καταλύματα: 70%, Βιβλία / Μουσική / Ταινίες: 40%, Τρόφιμα / Σούπερ Μάρκετ: 60%, Είδη ένδυσης / Υπόδησης: 60%, Καλλυντικά / Συμπληρώματα διατροφής: 70%. Κατ’ αντιστοιχία, ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα δραστηριοποιηθούν σε όλες τις ανωτέρω κατηγορίες εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει αύξηση την τριετία 2017-2019, ενώ αύξηση εκτιμάται ότι θα παρουσιαστεί και στο ποσοστό διείσδυσης στις επιχειρήσεις που ήδη αξιοποιούν το ηλεκτρονικό εμπόριο στις παραπάνω κατηγορίες.
Ανασταλτικοί παράγοντες
Δεν υπάρχουν μόνο ευκαιρίες, όμως, υπάρχουν και απειλές, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της αγοράς. Η ύφεση και η οικονομική αβεβαιότητα λειτουργούν ανασταλτικά για την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Η γενική διαπίστωση από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στους φορείς είναι το γεγονός ότι το κλίμα που επικρατεί σήμερα δεν ευνοεί τη δέσμευση των επιχειρήσεων για επενδύσεις στην οικονομία γενικότερα, κάτι που συμπαρασύρει και την όποια προσπάθεια είναι θεμιτή στον τομέα του ηλεκτρονικού επιχειρείν. Σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας είναι το έλλειμμα ρευστότητας και οι περιορισμοί του τραπεζικού συστήματος για το διασυνοριακό e-commerce. Σε ό,τι αφορά λοιπούς ανασταλτικούς παράγοντες, από την έρευνα προκύπτει ότι δεν υφίστανται θεσμικά εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Ωστόσο, η επιτυχής ανάπτυξη e-shop προϋποθέτει πληρότητα μηχανογραφικής και λειτουργικής υποδομής, συμμόρφωση προς το κοινοτικό και εθνικό θεσμικό πλαίσιο και τους κώδικες επιχειρηματικής δεοντολογίας, αποτελεσματική – ανταγωνιστική εμπορική πολιτική και επαρκή κρίσιμη μάζα συναλλαγών, τα οποία έχουν υψηλό κόστος.
Ως προς τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων στο εγχώριο (B2C) e-commerce, αυτός είναι έντονος όπου κυριαρχούν τα φυσικά καταστήματα με αναγνωρίσιμο brand που έχουν παρουσία και στο διαδίκτυο. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, που συνήθως έχουν και φυσική παρουσία, διαθέτουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, εφόσον μπορούν να αντιμετωπίσουν το κόστος των τεχνολογικών επενδύσεων που απαιτούνται για την επιτυχή λειτουργία του ηλεκτρονικού ιστοχώρου.
Τέλος, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές τιμών μεταξύ των φυσικών και των ηλεκτρονικών καταστημάτων, όταν συνυπολογισθεί το κόστος παράδοσης των εμπορευμάτων. Μάλιστα, το τελευταίο αποτελεί «κλειδί» για την ανάπτυξη του κλάδου και ήδη εξετάζεται από τους αντίστοιχους φορείς.
Η δομή της αγοράς
Οι επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου (κυρίως B2C) διακρίνονται σε φυσικά καταστήματα που έχουν αναπτύξει και ολοκληρωμένη εμπορική παρουσία στο διαδίκτυο, σε αμιγώς e-shops και σε ιστοχώρους έρευνας και αναζήτησης προϊόντων-υπηρεσιών που έχουν αναπτύξει τη δυνατότητα αγοράς του επιθυμητού προϊόντος απευθείας. Αυτές οι επιχειρήσεις είναι επίσης αμιγώς ηλεκτρονικές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλήθος των παραπάνω επιχειρήσεων είναι μεγάλο και δύσκολα προσδιορίσιμο. Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη έρευνα που πραγματοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ το 2016, σε σύνολο (δείγματος) 21.600 επιχειρήσεων (συνολικά, χωρίς διάκριση ανά τύπο) 2.488 (11,5%) έλαβαν παραγγελίες μέσω ιστοσελίδας και 340 (1,6%) έλαβαν παραγγελίες μέσω μηνυμάτων τύπου EDI. Το πλήθος των 2.488 της εν λόγω έρευνας είναι ενδεικτικό, αλλά σαφώς υπερβαίνει τα μέλη των δύο κυριότερων συνδέσμων ηλεκτρονικού επιχειρείν (GRECA, ΕΠΑΜ).
Προστασία δεδομένων
Σύμφωνα με έρευνα του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Επιχειρείν και Εμπορίου του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ELTRUN), το 82,7% των συναλλασσόμενων χρηστών για online αγορές παρείχε προσωπικά στοιχεία: ονοματεπώνυμο – ταυτότητα (61,4%), στοιχεία επικοινωνίας (79,9%), στοιχεία πληρωμών (π.χ. πιστωτική – χρεωστική κάρτα 29%) και άλλα προσωπικά στοιχεία (25,9%).
Παρ’ όλο που το 65% των συναλλασσόμενων ανησυχεί για την αποστολή διαφημίσεων, μόλις 33,7% αρνήθηκε να χρησιμοποιηθούν τα προσωπικά δεδομένα για τον σκοπό αυτό. Ως προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων, 32,1% διάβασε την πολιτική απορρήτου, 17,9% επιλέγει περιορισμένη πρόσβαση στη γεωγραφική τους θέση, 28% περιορίζει την πρόσβαση στο προφίλ του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, 28% απορρίπτει τη χρήση προσωπικών στοιχείων για διαφήμιση και 22,3% προέβη σε έλεγχο της ασφάλειας της ιστοσελίδας στην οποία έπρεπε να παράσχει προσωπικά δεδομένα.
Προτιμήσεις και τρόποι πληρωμής
Σύμφωνα με έρευνα του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Επιχειρείν και Εμπορίου του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ELTRUN), περισσότερο από το 80% των ηλεκτρονικών αγορών πραγματοποιείται από ελληνικές ιστοσελίδες. Ακόμη, σημαντικό ποσοστό των αγοραστών (>70%) επιδιώκει την αναζήτηση προσφορών και εκπτώσεων χωρίς όμως να επιστρέφει για την πραγματοποίηση αγοράς. Σύμφωνα με την έρευνα του ELTRUN, το 56% των πληρωμών γίνεται με πιστωτική κάρτα, το 51% με χρεωστική κάρτα και το 15% μέσω ηλεκτρονικού λογαριασμού (π.χ. PayPal). Τα ποσοστά αυτά δείχνουν αύξηση σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα το 2015, με αφορμή τη διάδοση των ηλεκτρονικών πληρωμών και της ηλεκτρονικής τραπεζικής. Οι διεθνώς ανερχόμενες μορφές πληρωμής όπως το ηλεκτρονικό πορτοφόλι και οι εφαρμογές κινητών μέσων (tablets, smartphones) είναι ήδη διαθέσιμες από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στη χώρα μας, αλλά η αποδοχή τους δεν έχει φανεί ακόμη.