Skip to main content

Επιπλέον ερωτήματα για την εξαγορά της Cyta

Από την έντυπη έκδοση 

Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]

Να εξαντλήσει το περιθώριο του νόμου και να εξετάσει διεξοδικότερα αν η εξαγορά της Cyta Ελλάδος από τη Vodafone επηρεάζει τον ανταγωνισμό στις τηλεπικοινωνίες αποφάσισε η ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων). 

Αυτό σημαίνει ότι ξεκινά ακόμα ένα τρίμηνο εντός του οποίου η ΕΕΤΤ θα απευθύνει επιπλέον ερωτήματα στη Vodafone, προκειμένου να αποφασίσει τελικά αν θα δώσει την έγκρισή της για να προχωρήσει η συγχώνευση των δύο εταιρειών.

Η Επιτροπή ανακοίνωσε την απόφασή της στους ενδιαφερόμενους, ενώ αναμενόταν ότι τις μέρες αυτές, με τη λήξη του πρώτου τριμήνου που είχε στη διάθεσή της, θα έδινε το «πράσινο φως», καθώς η εκτίμηση που κυριαρχεί στην τηλεπικοινωνιακή αγορά είναι ότι από την εξαγορά αυτή δεν επηρεάζεται ουσιωδώς ο ανταγωνισμός.

Η παραπάνω εξέλιξη όμως ενέχει και άλλη διάσταση στην παρούσα συγκυρία. Αν τώρα η ΕΕΤΤ δυσκολεύεται να δώσει την έγκρισή της για να περιοριστούν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι από πέντε σε τέσσερις, τι θα πράξει αν οι τράπεζες που διενεργούν διαδικασία για την πώληση της Forthnet, καταλήξουν ότι η πλέον συμφέρουσα προσφορά είναι αυτή των Vodafone – Wind, κάτι που θα οδηγήσει στον περιορισμό των παρόχων από τέσσερις σε τρεις (εφόσον θα έχει προηγηθεί το «πράσινο φως» για την εξαγορά της Cyta).

Γεγονός είναι ότι ανάμεσα στους προβληματισμούς που συνδέονται με τη δυστοκία των τραπεζών να λάβουν αποφάσεις για την υπόθεση Forthnet είναι και μια πιθανή άρνηση της ΕΕΤΤ να εγκρίνει περαιτέρω περιορισμό των παρόχων, έτσι έπειτα από την απόφαση της Επιτροπής για τη Cyta όσοι το επεσήμαιναν δικαιώνονται.

Βεβαίως τα μεγέθη των δύο εταιρειών είναι διαφορετικά. Η Forthnet εξυπηρετεί περίπου 542.000 συνδρομητές και η Cyta 269.000. Η Vodafone στη σταθερή τηλεφωνία έχει περίπου 695.000 συνδέσεις και είναι δεύτερη μετά τον ΟΤΕ και η Wind 596.000.

Η καθυστέρηση που προκαλείται στη συγχώνευση Vodafone – Cyta (η πρώτη θα καταβάλει 118 εκατ. ευρώ για την εξαγορά της δεύτερης) έχει προκαλέσει δυσφορία στα στελέχη των δύο εταιρειών.