Skip to main content

Grant Thornton: Ποιες οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία την εποχή του Covid-19

H πανδημία του Covid-19 οδηγεί την οικονομία σε ύφεση που δεν συγκρίνεται με την ύφεση που έπληξε τη χώρα στις αρχές προηγούμενης δεκαετίας, ενώ ισχυρό προβλέπεται και το πλήγμα για τον τουρισμό. Μεταφορές και τουρισμός είναι οι πρώτοι τομείς που χτυπήθηκαν και θα είναι και οι τελευταίοι που θα επανακάμψουν, όπως διαπιστώθηκε στο πρώτο webcast της Grant Thornton με θέμα «η ελληνική οικονομία την εποχή του Covid-19». Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ, Γιάννη Ρέτσο, δεν αναμένεται επιστροφή του τουρισμού στην κανονικότητα ενωρίτερα από το 2023. Από την πλευρά του, ο Νικόλαος Καραμούζης, πρόεδρος της Grant Thornton, προειδοποιεί ότι η χώρα δεν αντέχει να εξέλθει από αυτή την κρίση φορτωμένη με δάνεια.

Το webcast, κομμάτι του γενικότερου κύκλου διαδικτυακών συζητήσεων, υπό τον τίτλο «Respond & Restore Together | Covid-19 Web Series» αποτελεί μία νέα πρωτοβουλία της Grant Thornton, με κύριο στόχο να παράσχει ολοκληρωμένη πληροφόρηση στους πελάτες της και το ελληνικό κοινό, αναφορικά με τις επιπτώσεις και τις διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία στην οικονομία και να προτείνει λύσεις στα θέματα και τις προκλήσεις που δημιουργούνται από τον Covid-19.

Την πρώτη συζήτηση τίμησαν με την συμμετοχή τους τα πολύπειρα στελέχη και γνώστες της αγοράς:  Ο κ. Θεόδωρος Φέσσας, Πρόεδρος ΔΣ ΣΕΒ και Πρόεδρος Quest Holdings, κ. Γιάννης Ρέτσος, Πρόεδρος ΔΣ ΣΕΤΕ και Διευθύνων Σύμβουλος Electra Hotels & Resorts, κ. Μιχάλης Τσαμάζ, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Ομίλου ΟΤΕ και ο δρ Νικόλαος Καραμούζης, πρόεδρος Grant Thornton. Το διάλογο συντόνισε η δημοσιογράφος Μαρία Σαράφογλου. Παράλληλα, το κοινό της συζήτησης είχε τη δυνατότητα να θέσει στους συμμετέχοντες σειρά ερωτήσεων επί μεγάλου εύρους οικονομικών και επιχειρηματικών θεμάτων εκφράζοντας κατά αυτό τον τρόπο το καίριο του θέματος.

Ο διεπιστημονικός και διακλαδικός χαρακτήρας της συζήτησης, καθώς και οι εισηγήσεις των ομιλητών οδήγησαν σε ουσιαστικά και ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αλλά και σε γόνιμους προβληματισμούς για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της τοποθέτησης του ο κ. Θεόδωρος Φέσσας ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το φαινόμενο της οικονομικής ύφεσης πλέον είναι παγκόσμιο και δεν συγκρίνεται με την οικονομική ύφεση, που έπληξε τη χώρα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Στην προκειμένη, και οι πελάτες της εξαγωγικής βιομηχανίας στο εξωτερικό υφίστανται μείωση της ζήτησης και της παραγωγής, η οποία δημιουργεί μία μη προβλέψιμη παγκόσμια ύφεση. Οι επιχειρήσεις που δεν επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την κρίση δεν πρέπει να διαφοροποιήσουν τον προγραμματισμό τους. Οι επιχειρήσεις που αντέχουν οφείλουν, μπορούν και πρέπει να σηκώσουν το βάρος». Μάλιστα, αναλύοντας τη δέσμη προτάσεων του ΣΕΒ ο κος Φέσσας στάθηκε και στο κομμάτι της φορολογίας τονίζοντας συγκεκριμένα: «Προτείνουμε ως ΣΕΒ να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να δοθεί ρευστότητα και κίνητρα στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις».

Ο κ. Γιάννης Ρέτσος στάθηκε με τη σειρά του στον πολυσυζητημένο τομέα του τουρισμού αναλύοντας δεδομένα και ζητούμενα και αναφέροντας: «Οι μεταφορές και ο τουρισμός είναι οι πρώτοι τομείς που επλήγησαν και είναι και οι τελευταίοι που θα ανακάμψουν. Αυτή τη στιγμή προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν, αν δεν καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα πετάξουν ξανά τα αεροπλάνα. Αν και εφόσον υπάρξει τουριστική κίνηση, η Ελλάδα θα είναι ένας από τους πρώτους προορισμούς λόγω της επιτυχημένης διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης», ενώ συνεχίζοντας επισήμανε: «το πιο σημαντικό είναι η στήριξη της απασχόλησης. Το 2019 στον τουρισμό απασχολούνταν 700.000 εργαζόμενοι. Δυνητικά, εφόσον, αυτή τη στιγμή είμαστε στο μηδέν θα μπορούσαν να χαθούν και όλες οι θέσεις εργασίες. Αυτό είναι πλέον το μεγάλο στοίχημα. Για να είμαστε ρεαλιστές το 2021 υπό προϋποθέσεις θα είναι μία χρονιά ανάκαμψης. Ωστόσο, πριν το 2023 δεν θα μπορέσουμε να αγγίξουμε τα έσοδα του 2019».

Συνεχίζοντας, ο κ. Μιχάλης Τσαμάζ  επικεντρώθηκε στην πολυεπίπεδη ανάγκη ψηφιακού μετασχηματισμού τονίζοντας: «Η συμβολή των τηλεπικοινωνίων ήταν σημαντική για να καταφέρουμε να συνεχίσουμε τις ζωές μας. Η κρίση αυτή θα μας βοηθήσει να βγούμε σοφότεροι. Η χώρα μας έχει διαδικτυακές υποδομές  υψηλού επιπέδου, που ανταπεξήλθαν άριστα στην τεράστια αύξηση της ζήτησης. Πλέον έγινε ξεκάθαρη σε όλους μας η ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό. Η κρίση λειτούργησε ως επιταχυντής. Η τηλεργασία, η άυλη συνταγογράφηση, η τηλεκπαίδευση και όλες οι νέες υπηρεσίες ήρθαν για να μείνουν στις ζωές μας». Παράλληλα,  ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Ομίλου ΟΤΕ ανέφερε: «Όπλο για να μετριάσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι η τεχνολογία. Μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο αλλαγής της λειτουργίας τους και εισαγωγής στο online περιβάλλον. Οι καταναλωτές είναι έτοιμοι γι’ αυτό. Η τεχνολογία θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να είναι πιο εξωστρεφείς και βιώσιμες».

Με τη σειρά του ο κ. Νικόλαος Καραμούζης αναφέρθηκε στον τομέα των επενδύσεων και της ανάπτυξης, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Το Ταμείο Ανασυγκρότησης δεν μπορεί να είναι ταμείο δανείων. Χρειάζεται να είναι ταμείο μεταβιβάσεων κεφαλαίων και στήριξης των επενδύσεων και των εισοδημάτων των εργαζομένων. Δεν αντέχει η χώρα να εξέλθει αυτής της κρίσης φορτωμένη με νέα δάνεια. Παράλληλα, χρειάζεται να επαναδιαπραγματευθούμε το ισχύον δημοσιονομικό πλαίσιο και να περιοριστεί το μέγεθος της ύφεσης. Δεν έχουμε πλέον τις δυνατότητες να ικανοποιήσουμε τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που είχαμε αναλάβει για τη δημιουργία μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα τρία χρόνια. Προσωπικά, εκτιμώ πως για τουλάχιστον 2 με 3 χρόνια θα χρειαστεί να δοθεί χώρος στην χώρα μας να ασκήσει δημοσιονομική πολιτική. Πρέπει να διαμορφώσουμε αποτελεσματικό πλαίσιο προσέλκυσης επενδύσεων και όχι να μοιράζουμε παροχές», ενώ στη συνέχεια της τοποθέτησης του πρόσθεσε: «Αν ο τραπεζικός τομέας δεν σταθεί όρθιος, το αύριο μπορεί να είναι ακόμη πιο δύσκολο. Δεν δύναται να καταργηθούν παντελώς τα κριτήρια χρηματοδοτήσεων, δεν μπορούν να χαρίζουν δάνεια γιατί νοθεύεται ο ανταγωνισμός. Αν οι τράπεζες καταλήξουν με μεγάλες ζημιές τον λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι καταθέτες και οι φορολογούμενοι. Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει ιδιαίτερο βάρος στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Χρειάζεται να στηριχτούν οι  παραγωγικές επιχειρήσεις κυρίως  στην επαρχία, που απασχολούν προσωπικό σε δύσκολες περιοχές και συνθήκες και αποτελούν επί της ουσίας την ραχοκοκαλιά ελληνικής οικονομίας».