Skip to main content

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Τα προγράμματα voucher διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες

Τα αδύναμα σημεία του συστήματος των επιταγών τηλεκατάρτισης(vouchers) επισημαίνει σε μελέτη του το INE ΓΣΕΕ, επισημαίνοντας ότι οι «πελατειακού τύπου» πρακτικές επηρεάζουν αρνητικά τους εκπαιδευομένους, τους εκπαιδευτές και το σύνολο της κοινωνίας, ενώ διευρύνουν τις κοινωτικές ανισότητες.

Ειδικότερα, σε σημείο της μελέτης επισημαίνεται ότι, «η εισαγωγή των επιταγών κατάρτισης στο πεδίο κρίθηκε ιδανική επιλογή, καθώς ζητήματα όπως η «δυσθεώρητη ανεργία, η ετεροαπασχόληση, η μετανάστευση των νέων επιστημόνων, η υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η γενικευμένη απαξίωση των δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών», στο πλαίσιο των πολιτικών που προωθήθηκαν από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, διαμόρφωσαν ιδανικές συνθήκες για «έξυπνες και καινοτόμες πολιτικές χρηματοδότησης» της κατάρτισης. Η «απουσία ειλικρινούς και διεξοδικού διαλόγου», «μεθοδολογικού πλαισίου» και «τεχνογνωσίας» οδήγησε σε «εξατομίκευση της ευθύνης για κατάρτιση» σε μια «εκπαιδευτική αγορά» όπου οι εκπαιδευόμενοι ως «καταναλωτικά κοπάδια» κάνουν χρήση της επιταγής «με τους καλύτερους και πιο συμφέροντες γι’ αυτούς όρους».

Στην έκθεση αξιολόγηση της ΠΑΝ που διενεργήθηκε από το ΙΝΕ ΓΣΕΕ εντοπίζονται σημαντικά ευρήματα που καταδεικνύουν τα αδύναμα σημεία του συστήματος των vouchers και συνδέονται με την περιορισμένη «δυνατότητα των ωφελουμένων να επιλέγουν με αξιόπιστα και έγκυρα κριτήρια», λόγω της απουσίας «κατάλληλης, επαρκούς και αξιόπιστης ενημέρωσης».

 Αξίζει να τονιστεί ότι –μεταξύ άλλων– η «έλλειψη πληροφόρησης δημιούργησε το έδαφος για μία σειρά προβληματικών, συχνά καταχρηστικών, πρακτικών» που ήγειραν προβληματισμούς σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος των vouchers υπό όρους αγοράς, ελεύθερου ανταγωνισμού και εμπορευματοποίησης. Αυτές οι «πελατειακού τύπου» πρακτικές επηρεάζουν αρνητικά τους εκπαιδευομένους, τους εκπαιδευτές και το σύνολο της κοινωνίας ενώ «αναπαράγουν στρεβλά πρότυπα» και διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες.

Εκτός από τις παραπάνω πρακτικές, η έλλειψη πληροφόρησης και ενημέρωσης για τα προσφερόμενα προγράμματα αναδεικνύεται ως βασικό εμπόδιο για τη συμμετοχή των υποψήφιων εκπαιδευομένων σε αυτά. Τα vouchers αποτελούν μία ακόμα παράμετρο έκπτωσης της εκπαίδευσης και κατάρτισης σε εργαλείο επιδοματικής και προνοιακής πολιτικής. Ο κάτοχός τους ελάχιστα ενδιαφέρεται για την εκπαιδευτική τους διάσταση και τη χρήση τους για τη βελτίωση των δεξιοτήτων του, ενώ κυρίως συμμετέχει για την επιδοματική τους λειτουργία. Η δικαιολογημένη αντίληψη του «ωφελούμενου» εκπαιδευομένου που τις περισσότερες φορές προέρχεται από ευπαθείς κατηγορίες (άνεργος, υποαπασχολούμενος, ευέλικτα και επισφαλής εργαζόμενος) στην αγορά εργασίας, ενισχύεται περαιτέρω με διάφορες παρελκυστικές τακτικές, οι οποίες χρησιμοποιούνται από σημαντικό αριθμό παρόχων υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης. Παρά δε τις εξαγγελίες για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, η στόχευση των vouchers στους χρήστες-καταναλωτές των υπηρεσιών, που τις έχουν πραγματικά ανάγκη και συγκεκριμένα στους ανέργους, παραγνωρίζει ότι η συγκεκριμένη κατηγορία –σε αντίθεση ίσως με το παρελθόν– δεν είναι ομοιογενής, και κατά συνέπεια δεν διαθέτουν όλοι οι άνεργοι ανάλογο εκπαιδευτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο που θα υποστηρίζει τις ατομικές επιλογές τους.

Παρ’ όλα αυτά, στην ελληνική περίπτωση, η επαγγελματική κατάρτιση, ως κύρια ενεργητική πολιτική, παθητικοποιείται από τη στιγμή που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ως επιδοματική πολιτική. Οι επιπτώσεις των παραπάνω στην ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, καθώς οι ποιοτικές διαστάσεις παραμερίζονται και επιπλέον, προκειμένου να επιτευχθούν, χρειάζεται επένδυση από την πλευρά των φορέων εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Τα vouchers, από ενισχυτικό εργαλείο εκπαίδευσης και κατάρτισης, λειτουργούν αντισταθμιστικά και εκπίπτουν τελικά σε εργαλείο επιδοματικής και προνοιακής πολιτικής. Η κατάρτιση συνολικά υποβαθμίζεται από ανάγκη σύνδεσης με την απασχόληση και κοινωνικό αγαθό σε μια πρακτική κενή ποιοτικού περιεχομένου, από ενεργητική πολιτική απασχόλησης σε παθητική πολιτική αυτορρύθμισης των εκπαιδευομένων, πανάκεια για τις δυσχέρειες του παρόντος και του μέλλοντος. Χαρακτηριστική η περίπτωση των vouchers κατάρτισης για μια νέα κατηγορία ωφελουμένων, τους επιστήμονες-ελεύθερους επαγγελματίες που πλήττονται από τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας του COVID-19, γεγονός που αποτυπώνει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα αυτού του πολυεργαλείου διακυβέρνησης του πεδίου της κατάρτισης και όχι μόνο», επισημαίνεται στη μελέτη.