Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
«Διανύουμε ιστορική καμπή όσον αφορά την τεχνολογία, όπου οι υποδομές των τηλεπικοινωνιακών παρόχων αναδεικνύονται σε πρώτη προτεραιότητα προκειμένου να υλοποιηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης».
Τα παραπάνω επισημαίνει στη «Ν» ο Γιώργος Στεφανόπουλος, γενικός διευθυντής της Ενωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με τα εμπόδια που συνεχίζουν να ορθώνονται στην υλοποίηση των επενδύσεων των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας Cosmote, Vodafone και Wind, για το πέρασμα στα δίκτυα νέας γενιάς (πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες σύνδεσης στο Διαδίκτυο).
Ο ρυθμός αδειοδότησης
Οπως επισημαίνει ο κ. Στεφανόπουλος, «ο ρυθμός αδειοδότησης των κεραιών παραμένει χαμηλός. Ολες οι εταιρείες μαζί έχουν περί τις 11.000 κεραίες, οι οποίες όλες θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε δίκτυα νέας γενιάς, για να πάμε στην τέταρτη γενιά.
Οι νέες κατασκευές δεν θα ξεπερνούν τις 300 και χρειάζονται για να καλύψουν κενά, ώστε να βελτιωθεί η κάλυψη. Το γεγονός ότι είναι λίγες οι νέες κεραίες που χρειάζεται να αδειοδοτηθούν σημαίνει πως έχουμε τη δυνατότητα να περάσουμε στη νέα γενιά (4G) σχετικά γρήγορα με αναβάθμιση των υφισταμένων εγκαταστάσεων.
Υπάρχει, ωστόσο, η εκκρεμότητα με τις 3.000 παλιές κεραίες, μετά την παράταση που έχει δοθεί στη δημόσια διοίκηση, ώστε να διεκπεραιωθούν οι εκκρεμείς αιτήσεις των παρόχων σε πολεοδομίες, δασαρχεία, εφορίες αρχαιοτήτων, ΕΕΑΕ (Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας) και ΥΠΑ (Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας) μέχρι τον Οκτώβριο του 2015 και τελικά την ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) μέχρι τον Μάρτιο του 2016.
Το θεσμικό πλαίσιο παραμένει ανολοκλήρωτο. Δεν έχουν εκδοθεί δύο Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις που έχουν προβλεφθεί η μία στον νόμο του 2006 και αφορά τα πάρκα κεραιών που σχετίζονται με την αδειοδότηση περίπου 150 κεραιοσυστημάτων κορμού και η δεύτερη στον νόμο του 2011 και αφορά το ΣΗΛΥΑ (Σύστημα Ηλεκτρονικής Υποβολής Αιτήσεων) και τη σύνδεσή του με υπηρεσίες όπως είναι οι πολεοδομίες (έχει συνδεθεί μόνο του Δ. Αθηναίων) και οι εφορίες αρχαιοτήτων».
Επίσης, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της ΕΕΚΤ, «αναγκαία είναι η στενότερη συνεργασία των υπουργείων Υποδομών και Περιβάλλοντος για την εφαρμογή του ΣΗΛΥΑ και κυρίως για να ξεπεραστεί το βασικό πρόβλημα που είναι η συνεργασία στις άδειες κεραιών των κατά τόπους πολεοδομιών.
Χρειάζεται επίσης σημαντική αύξηση των εγκρίσεων και από την ίδια την ΕΕΤΤ, όπου, όμως, με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, είμαστε αισιόδοξοι ότι είναι εφικτό. Στο πλαίσιο αυτό δεν βοηθά ότι η Επιτροπή έχει μείνει χωρίς πρόεδρο, μετά την παραίτηση του Κ. Λουρόπουλου. Πρέπει να επιταχυνθεί η διαδικασία τοποθέτησης νέου προέδρου ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της Αρχής στην αδειοδοτική διαδικασία».
Σύμφωνα με τον κ. Στεφανόπουλο, «βασική προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι επενδύσεις είναι να υπερδιπλασιαστεί ο ρυθμός διεκπεραίωσης του αδειοδοτικού έργου. Να ακολουθήσει δηλαδή τον ρυθμό των επενδύσεων των παρόχων κατ’ έτος. Αυτό δεν έχει συμβεί, με αποτέλεσμα να υλοποιούνται λιγότερες επενδύσεις απ’ αυτές που προγραμματίζουν και έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν οι πάροχοι. Από τις 100 εγκρίσεις τον μήνα θα πρέπει να φτάσουμε τις 250 με 300 τον μήνα για το επόμενο δωδεκάμηνο».
Γιατί, όμως, είναι τόσο αναγκαίες οι επενδύσεις στα δίκτυα νέας γενιάς; Ο εκπρόσωπος των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας υπογραμμίζει:
«Βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική συγκυρία όπου έχουν ωριμάσει οι τεχνολογικές προϋποθέσεις, τα δίκτυα μετασχηματίζονται σε ενιαίες τεχνολογικές υποδομές που υποστηρίζουν υπηρεσίες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, καθώς και πρόσβασης στο Διαδίκτυο και στην πληθώρα των εφαρμογών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμες στις επιχειρήσεις και τους πολίτες μέσω των έξυπνων συσκευών κινητής τηλεφωνίας.
Οι επενδύσεις στα δίκτυα νέας γενιάς είναι πρώτης προτεραιότητας και σημασίας γιατί συνδέονται άμεσα με τις μεταρρυθμίσεις και την τεχνολογική αναβάθμιση του συνόλου της ελληνικής οικονομίας, ενώ είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη βελτίωση της παραγωγικότητας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των τουριστικών επιχειρήσεων που εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από το Διαδίκτυο.
Πληθώρα επιχειρήσεων εξασφαλίζουν τις κρατήσεις τους μέσα από το Διαδίκτυο, ενώ εκεί γίνεται και η αξιολόγησή τους από τους πελάτες τους. Αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία του καταναλωτή διαμορφώνεται σήμερα όλο και περισσότερο από τα ηλεκτρονικά μέσα, από το Διαδίκτυο και κυρίως μέσω του έξυπνου κινητού τηλεφώνου, που μετατρέπεται σε ένα πολυεργαλείο».
Φορολογικά οφέλη
Ωστόσο, δεν είναι μόνον ο ιδιωτικός τομέας προσθέτει ο γενικός διευθυντής της ΕΕΚΤ: «Ακόμα και οι μεταρρυθμίσεις που συζητιούνται στην κεντρική πολιτική σκηνή βασίζονται σε συγκεκριμένες τεχνολογίες και εφαρμογές που χρειάζονται τα δίκτυα νέας γενιάς. Για παράδειγμα, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα πολύ απλά καταργώντας τις διακριτές ταμειακές μηχανές που είναι σε κάθε εμπορική επιχείρηση και αντικαθιστώντας αυτές από λογισμικό που παρέχεται ως υπηρεσία και φορτώνεται στο τάμπλετ του εμπόρου.
Η παροχή της υπηρεσίας αυτής μπορεί να εφαρμοστεί καθολικά σε όλη την αγορά και βασίζεται σε ένα καινούργιο μοντέλο συνεργασίας των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, των εταιρειών λογισμικού, των εμπόρων και φυσικά των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών με προφανή τα οφέλη για τη φορολογική πολιτική και την είσπραξη του ΦΠΑ. Και αν θέλουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα, μπορούμε να συνδυάσουμε τα παραπάνω με τις ηλεκτρονικές πληρωμές (προβλέπεται μεγάλη αύξηση πληρωμών μέσω κινητού).
Υπάρχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης, μιας και σήμερα μόνον το 6% των συνολικών πληρωμών, κάτω από 1.000 ευρώ, γίνεται μέσω Διαδικτύου όταν στην Πολωνία το ποσοστό αυτό βρίσκεται πάνω από το 60% και στη Φινλανδία προσεγγίζει το 90%».
Καταλήγοντας, ο γενικός διευθυντής της ΕΕΚΤ σημειώνει: «Τα δίκτυα και η βελτίωσή τους, λοιπόν, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υλοποιηθεί ο μετασχηματισμός κρίσιμων λειτουργιών στην οικονομία. Τα δίκτυα επικοινωνιών πλέον μεταμορφώνονται από εθνικά σε περιφερειακά ή δίκτυα υποδομών με ευρωπαϊκή διάσταση, άρα συναρτώνται άμεσα με ευρωπαϊκές στρατηγικές για την ανάπτυξη στην Ευρώπη και αναμένεται στην επόμενη πενταετία να είναι οι βασικές υποδομές για παροχή υπηρεσιών τηλεφωνίας, τηλεόρασης, κάθε μορφής πρόσβαση στο Διαδίκτυο αλλά και υποστήριξης των εταιρικών εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνίας».