Κρίσιμη συνιστώσα στο κλείσιμο του κενού παραγωγικότητας της Ελλάδας έναντι της ΕΕ (της τάξης του 40%) αποτελεί η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) από τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ).
Η βασική πρόκληση είναι η ενημέρωση για τις πρακτικές δυνατότητες της ΤΝ και η παροχή κατάλληλης εκπαίδευσης.
Διεθνείς μελέτες καταλήγουν στην εκτίμηση ότι η ΤΝ μπορεί να προσφέρει αύξηση της παραγωγικότητας κατά 17,5% σε ορίζοντα 2 δεκαετιών. Δηλαδή, μεγαλύτερη από εκείνη του διαδικτύου (12,6%) και περίπου τη μισή από την επίδραση που είχαν τεχνολογίες όπως ο ηλεκτρισμός ή η ατμομηχανή (άνω του 30%).
Ωστόσο, καθώς η ΤΝ είναι ενισχυτική τεχνολογία, που ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία και δεν την αντικαθιστά, το πρώτο ζητούμενο για την αύξηση της παραγωγικότητας στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι η αύξηση κεφαλαιακών επενδύσεων (και η κάλυψη του επενδυτικού κενού Ελλάδας – ΕΕ, το οποίο είναι της τάξης του 32%).
Τα παραπάνω υπογραμμίζει η τελευταία έρευνα της Εθνικής Τράπεζας για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις – Επενδυτική Διάθεση και Στρατηγικές Α΄ Εξάμηνο 2025 – χαρακτηρίζοντας θετικό το γεγονός πως το 6% των ελληνικών ΜμΕ έχει ήδη ενσωματώσει τη χρήση ΤΝ στην παραγωγική του διαδικασία (με το 1⁄2 να αφορά παραγωγική ΤΝ).
Η επίδοση αυτή, σύμφωνα πάντα με την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, κρύβει στοιχεία δυναμικής και είναι αρκετά κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 8% (απόκλιση 2%, έναντι 14% για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις).
Επιταχυντής
Ειδικότερα, η ΤΝ που διεθνώς αναγνωρίζεται και ως ο επόμενος μεγάλος επιταχυντής παραγωγικότητας, αρχίζει να κερδίζει έδαφος στον ελληνικό επιχειρηματικό χάρτη.
Μία στις 3 επιχειρήσεις φαίνεται να έχει προχωρήσει σε κάποιας μορφής χρήση ΤΝ το τελευταίο έτος. Εντονότερο ενδιαφέρον εντοπίζεται α) σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους (40% των μεσαίων έναντι 23% των πολύ μικρών) και β) στους κλάδους υπηρεσιών (40% του τομέα, έναντι περίπου 30% σε κλάδους βιομηχανίας και εμπορίου).
Βάσει της έρευνας, διακρίνονται 4 κατηγορίες επιχειρήσεων:
Το 1⁄4 του τομέα είναι δυναμικές επιχειρήσεις που είναι επενδυτικά ενεργές και παράλληλα έχουν αξιοποιήσει εργαλεία ΤΝ – συνιστώντας την εμπροσθοφυλακή του μετασχηματισμού.
Ένα μικρό ποσοστό (της τάξης 6%), ενώ δεν επενδύει συστηματικά (σε μεγάλο βαθμό λόγω πίεσης συγκυρίας), έχει χρησιμοποιήσει ΤΝ, συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί ελπιδοφόρο, δηλαδή με διάθεση να συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις της επόμενης μέρας.
Το 1⁄2 του τομέα είναι «παραδοσιακοί» επενδυτές οι οποίοι, ενώ προχωρούν σε επεκτάσεις (π.χ. αγορά εξοπλισμού), δεν έχουν πειραματιστεί με τη χρήση ΤΝ – ωστόσο, η στόχευσή τους στην αύξηση παραγωγικότητας σημαίνει ότι η σωστή ενημέρωση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την υιοθέτηση ΤΝ.
Τέλος, υπάρχει ένα 20% του τομέα το οποίο ούτε επενδύει ούτε αξιοποιεί την ΤΝ, το οποίο εν πολλοίς δεν αναγνωρίζει τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα των επενδύσεων εν γένει.
Η έρευνα αποκαλύπτει και τους βασικούς λόγους που πολλές επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν επιχειρήσει να χρησιμοποιήσουν ΤΝ, ούτε καν σε πιλοτικό στάδιο. Οι δύο κυρίαρχες αιτίες είναι: 1) η πεποίθηση του 1⁄2 του τομέα (δηλαδή, του 60% των μη χρηστών) ότι η ΤΝ δεν είναι χρήσιμη για τη δική τους επιχείρηση, και 2) η παραδοχή έλλειψης γνώσεων από περίπου 1 στις 4 επιχειρήσεις. Αν και κάποια επιμέρους ζητήματα, όπως το κόστος, η ασφάλεια και το κανονιστικό πλαίσιο, δηλώνονται ως πιθανές αιτίες, αφορούν πολύ μικρότερο ποσοστό.
Βασική πρόκληση
Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν ότι η βασική πρόκληση είναι η ενημέρωση για τις πρακτικές δυνατότητες της ΤΝ και η παροχή κατάλληλης εκπαίδευσης. Είναι πιθανό ότι η λανθασμένη εντύπωση περί «μη χρησιμότητας» οφείλεται κυρίως στην άγνοια σχετικά με το πόσες διαδικασίες θα μπορούσαν να εκτελούνται γρηγορότερα και μάλιστα χωρίς υποβάθμιση ποιότητας με τη χρήση ΤΝ.
Εκτιμάται, ενδεικτικά, ότι περίπου 30% των δραστηριοτήτων στον επιχειρηματικό τομέα θα μπορούσε να εκτελείται 50% ταχύτερα με εργαλεία παραγωγικής ΤΝ.
Την τελευταία τριετία η ΤΝ έχει συστηθεί ως ένα στρατηγικό εργαλείο που υπόσχεται σημαντικά οφέλη παραγωγικότητας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε στην έκθεση Draghi ως σημαντικό εργαλείο ανταγωνιστικότητας, με την ΕΕ να στοχεύει σε αξιοποίησή της από τα 3⁄4 των επιχειρήσεων το 2030 (από 13% σήμερα).
Συνεπώς, καταλήγει η έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, η περαιτέρω κινητοποίηση για την ενσωμάτωση της ΤΝ αποτελεί μία νέα κρίσιμη συνιστώσα στο κλείσιμο του κενού παραγωγικότητας της Ελλάδας έναντι της ΕΕ. Εφόσον τα αναμενόμενα οφέλη της ΤΝ στην παραγωγικότητα επιβεβαιωθούν στο μέλλον, το χάσμα επιδόσεων ανάμεσα στους πρωτοπόρους της ΤΝ και τις υπόλοιπες ΜμΕ θα διευρυνθεί σημαντικά.
Αναφορικά με την επενδυτική διάθεση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων σύμφωνα με την έρευνα παρέμεινε σχετικά σταθερή, με τις μεσαίες να σημειώνουν μικρή κάμψη, διορθώνοντας από την υψηλή επενδυτική δραστηριότητα της προηγούμενης τριετίας. Όσον αφορά τα κίνητρα επενδύσεων, σχεδόν ισοδύναμα οι επιχειρήσεις υποκινούνται από ανανέωση εξοπλισμού, απάντηση σε κινήσεις ανταγωνισμού καθώς και εξυπηρέτηση αυξημένης ζήτησης (ειδικά για μεγαλύτερες επιχειρήσεις).
Αναλυτικότερα:
Πολύ μικρές επιχειρήσεις: Το 48% σχεδιάζει επενδύσεις για την ερχόμενη τριετία, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση έναντι του 44% που επένδυσε την τριετία που πέρασε. Ως βασικό κίνητρο για τις επερχόμενες επενδύσεις ξεχωρίζει ελαφρώς η επένδυση νέο εξοπλισμό (38% έναντι 21% για την εξυπηρέτηση της ζήτησης και 32% λόγω ανταγωνισμού).
Μικρές επιχειρήσεις: Στο 58% διαμορφώνεται το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων που σχεδιάζει να επενδύσει την ερχόμενη τριετία (έναντι 55% το προηγούμενο εξάμηνο). Ως κίνητρο των επενδύσεων αυτών ξεχωρίζει ελαφρώς η ανάγκη εξυπηρέτησης της αυξανόμενης ζήτησης (35% έναντι 31% και 28% για λόγους ανταγωνιστικότητας και για νέο εξοπλισμό αντίστοιχα).
Μεσαίες επιχειρήσεις: Το 65% προγραμματίζει επενδύσεις την ερχόμενη τριετία (έναντι 74% την προηγούμενη τριετία). Το 1/3 αυτών στοχεύει σε απόκτηση νέου εξοπλισμού με άλλο ένα τρίτο να στοχεύει στην εξυπηρέτηση της αυξανόμενης ζήτησης, έναντι 26% που στοχεύει στο να παραμείνει ανταγωνιστικό.
Μικρές μεταβολές καταγράφονται στην επενδυτική διάθεση ανά κλάδο με την βιομηχανία να παραμένει ο πιο κινητικός επενδυτικά κλάδος, ενώ μικρή κόπωση έναντι της προηγούμενης τριετίας εντοπίζεται στις κατασκευές. Παράλληλα διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στα βασικά κίνητρα των επενδυτικών σχεδίων ανά κλάδο:
Βιομηχανία: Στο 61% ανέρχεται το ποσοστό των βιομηχανικών ΜμΕ με διάθεση επένδυσης τα επόμενα τρία χρόνια (έναντι 69% τα προηγούμενα τρία χρόνια). Ως βασικό κίνητρο επενδύσεων του κλάδου αναδεικνύεται η απόκτηση νέου εξοπλισμού, στην οποία στοχεύει το 43% των βιομηχανικών ΜμΕ με επενδυτικά σχέδια.
Εμπόριο: Το 59% των εμπορικών ΜμΕ σχεδιάζει επένδυση την επόμενη 3ετία (έναντι 56% για την προηγούμενη). Ως κύριος στόχος των επενδύσεων του κλάδου ξεχωρίζει η ανάγκη εξυπηρέτησης της αυξανόμενης ζήτησης, στην οποία στοχεύει το 37% των εμπορικών ΜμΕ με διάθεση επένδυσης.
Υπηρεσίες: Στο 57% διαμορφώνεται το ποσοστό των ΜμΕ στις Υπηρεσίες που θα επιδιώξει επενδύσεις την ερχόμενη τριετία (οριακά αυξημένο έναντι του 55% της προηγούμενης τριετίας. Ως βασικό κίνητρο επένδυσης για τις ΜμΕ του κλάδου ξεχωρίζει η απόκτηση εξοπλισμού, την οποία επιδιώκει το 37% των ΜμΕ που θα επενδύσουν.
Κατασκευές: Το 44% των ΜμΕ στις κατασκευές αναμένεται να είναι επενδυτικά ενεργό της ερχόμενη τριετία (έναντι 49% την προηγούμενη). Τα κίνητρα επενδύσεων στον κλάδο είναι συγκριτικά πιο ισοκατανεμημένα με το 37% να το κάνει για λόγους ανταγωνισμού (έναντι 31% για απόκτηση εξοπλισμού και 26% λόγω αυξημένης ζήτησης),
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων παραμένει επενδυτικά ενεργή σχεδιάζοντας επενδύσεις για την επόμενη τριετία, σε όλες τις περιοχές. Διαφοροποιήσεις εντοπίζονται ωστόσο στα κίνητρα των επενδύσεων αυτών. Πιο συγκεκριμένα:
Αθήνα: Στο 59% διαμορφώνεται το ποσοστό των ΜμΕ που σχεδιάζει να επενδύσει την επόμενη τριετία, σχετικά σταθερό σε σχέση με την προηγούμενη τριετία. Ως βασικό κίνητρο επενδύσεων ξεχωρίζει η ανάγκη εξυπηρέτησης της αυξανόμενης ζήτησης (35% των ΜμΕ της Αθήνας, έναντι 28-29% για νέο εξοπλισμό και διατήρηση ανταγωνιστικότητας αντίστοιχα).
Θεσσαλονίκη: Στο 57% ανέρχεται το ποσοστό των ΜμΕ στη Θεσσαλονίκη που στοχεύουν σε επένδυση τα επόμενα 3 χρόνια (σχετικά σταθερό σε σχέση με την προηγούμενη τριετία). Ως κίνητρο για τις επενδύσεις αυτές ξεχωρίζει έντονα η στόχευση σε απόκτηση νέου εξοπλισμού (51% των ΜμΕ που επενδύουν) έναντι περίπου 25% τόσο για την εξυπηρέτηση της ζήτησης όσο και για την διατήρηση της ανταγωνιστικότητας τους).
Περιφέρεια: Το 57% των ΜμΕ στη περιφέρεια σχεδιάζει επενδύσεις την ερχόμενη τριετία (σχετικά χαμηλότερο από το ιδιαίτερα υψηλό 67% της προηγούμενης τριετίας). Ως βασικό κίνητρο επένδυσης ξεχωρίζει η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας έναντι των άλλων επιχειρήσεων (40% των ΜμΕ της περιφέρειας έναντι 25% τόσο για την απόκτηση εξοπλισμού, όσο και για την εξυπηρέτηση της αυξανόμενης ζήτησης).
Συνοπτικός χάρτης των ΜμΕ
Οι σχεδόν 890.000 ΜμΕ στην Ελλάδα συνεισφέρουν ετησίως κύκλο εργασιών της τάξης των 145 δισ. ευρώ.
- Τα 4/5 των ΜμΕ αντιστοιχούν σε ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες καλύπτουν αντίστοιχο μερίδιο στο σύνολο του εγχώριου εταιρικού τομέα (έναντι μόλις 1⁄2 του εταιρικού τομέα στην Ευρώπη).
- Αν και σε αριθμό υπερτερούν οι ατομικές επιχειρήσεις, το μεγαλύτερο μερίδιο του κύκλου εργασιών (της τάξης του 60%) παράγεται από εταιρείες διάφορων νομικών μορφών (ΑΕ, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ κτλ.).