Η περιορισμένη ανάπτυξη στην ελληνική αγορά αλλά και η μείωση της εξαγωγικής δραστηριότητας λόγω της αναδιάρθρωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της στην Ασία επηρέασαν τα οικονομικά αποτελέσματα της APIVITA το 2024.
Η εταιρεία σημείωσε αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 2% φτάνοντας στα 59,1 εκατ. ευρώ και μείωση των προ φόρων κερδών κατά 77% τα οποία ανήλθαν σε 566.982 ευρώ έναντι 2,42 εκατ. ευρώ το 2023. Επίσης το κόστος διανομής της εταιρείας αυξήθηκε κατά 4%, ενώ τα διοικητικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 29%.
Η αύξηση αυτή στο κόστος διανομής οφείλεται κυρίως στη στρατηγική απόφαση της εταιρείας να αλλάξει τον τρόπο διανομής των προϊόντων της στην εγχώρια αγορά, με στόχο τα μακροπρόθεσμα οφέλη μέσω της πιο αποδοτικής διαχείρισης αποθεμάτων και της βελτίωσης της ποιότητας και ταχύτητας των υπηρεσιών.
Όπως τονίζει η «PUIG S.L.» η οποία εδρεύει στην Ισπανία και ελέγχει κατά 100% την Apivita, η επένδυση στην APIVITA έχει στρατηγικό χαρακτήρα, με την έδρα και τη γραμμή παραγωγής της εταιρείας να παραμένουν στην Ελλάδα, αξιοποιώντας πλήρως τις δυνατότητες του ερευνητικού εργαστηρίου και των εγκαταστάσεων στο Μαρκόπουλο Αττικής.
Σήμερα, η APIVITA παράγει στις βιοκλιματικές εγκαταστάσεις της που βρίσκονται στο Βιομηχανικό Πάρκο Μαρκόπουλου Μεσογαίας, πάνω από 300 φυσικά προϊόντα για την περιποίηση προσώπου, σώματος και μαλλιών, καθώς και αντηλιακής προστασίας. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στην αγορά των φαρμακείων, του λιανεμπορίου, του ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce), των ξενοδοχείων και των SPA.
Παραμένουν υψηλοί οι στόχοι
Αναφορικά με τους στόχους του 2025 η εταιρεία επισημαίνει πως oι προοπτικές στον τομέα των φυσικών καλλυντικών είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρες και οι στόχοι της εταιρείας παραμένουν υψηλοί. Η εταιρεία εστιάζει στη διεθνή της παρουσία σε αγορές όπως η Τσεχία, η Σερβία, η Βραζιλία, η Ουγγαρία, η Γαλλία, η Χιλή. Στους στόχους περιλαμβάνεται η ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων.
Η APIVITA αναμένει να αυξήσει τα μερίδιά της στη διεθνή αγορά και να ενισχύσει την κερδοφορία της μέσω των εξαγωγών, κυρίως στην Ευρώπη και εκτιμά ότι ο στόχος για το 2025 θα επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης της θέσης της στην ελληνική αγορά και της ταχείας ανάπτυξης των εξαγωγών, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή αγορά.