Skip to main content

Ορυκτές πρώτες ύλες: Ποια ελληνικά κοιτάσματα κρύβουν εξορυκτικό πλούτο

SHUTTERSTOCK

Η τρέχουσα εικόνα των ελληνικών ορυκτών πρώτων υλών σε ευρωπαϊκή και διεθνή κλίμακα - Οι προοπτικές και οι προκλήσεις

Μεταλλικά ορυκτά, Βιομηχανικά Ορυκτά, Ζεολιθικοί Τόφφοι, Βορικά Άλατα είναι μερικές από τις ορυκτές πρώτες ύλες, δείγμα πλούτου στο ελληνικό υπέδαφος που μπορούν να τεθούν προς έρευνα και άμεση αξιοποίηση, σύμφωνα με τους ανθρώπους του χώρου. Στις τάσεις λοιπόν στον εξορυκτικό κλάδο, στις συνθήκες που επικρατούν στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον, στις προτεινόμενες έρευνες καθώς και στον επιβεβαιωμένο πλούτο του ελληνικού υπεδάφους εστιάζει και η πρόσφατη αναφορά του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων. 

Σύμφωνα με τον Κ. Γιαζιτζόγλου, πρόεδρο του ΣΜΕ, όσο η κατανάλωση αγαθών αυξάνεται τόσο αυξάνεται και η ζήτηση των ορυκτών πρώτων υλών. Το ερώτημα είναι η ανταγωνιστικότητά του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού εξορυκτικού  κλάδου, κυρίως λόγω της ακριβής ενέργειας αλλά και του στρυφνού ρυθμιστικού πλαισίου. Η Ευρώπη δυστυχώς την τελευταία 20ετία έδιωξε την παραγωγή 400 εκατομμυρίων τόνων ορυκτών πρώτων υλών. Παρήγαγε ένα εκατομμύριο τόνους το 2000 και τώρα παράγει 600 εκατομμύρια τόνους ορυκτές πρώτες ύλες. Αυτό σημαίνει μείωση παραγωγής από τις ευρωπαϊκές εξορυκτικές βιομηχανίες. Όπως τονίζει ο κ. Γιαζιτζόγλου, η Ελλάδα είναι κοιτασματολογικά προικισμένη και το υπέδαφός της διαθέτει ορυκτά, είναι απαραίτητη όμως η γενική έρευνα με πρωτοβουλία της πολιτείας που θα αφορά πρωτίστως τη χαρτογράφησή τους ανά την επικράτεια. Εστιάζοντας στη γεωπολιτική κατάσταση επισημαίνει πως «το θέμα των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας και των γεωπολιτικών συνεπειών που αυτή έχει, το θέμα των ανισοτήτων μεταξύ Ανατολής – Δύσης και Βορρά – Νότου, οι νέοι πολιτικοοικονομικοί συνασπισμοί,  αλλά και το τεράστιο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής,  επηρεάζουν καταλυτικά τις κάθε μορφής στρατηγικές αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε» και αυτό αφορά και τον εξορυκτικό κλάδο.

Η θέση της Ελλάδας

Σύμφωνα με την τρέχουσα εικόνα των ελληνικών ορυκτών πρώτων υλών σε ευρωπαϊκή και διεθνή κλίμακα, όπως παρουσιάζει σε σχετικό άρθρο του στο ΣΜΕ ο Μιχαήλ Σταματάκης, Ομ. Καθηγητής Βιομηχανικών Ορυκτών, ΕΚΠΑ, η Ελλάδα είναι 3η στην παγκόσμια παραγωγή περλίτη, 2η στην παγκόσμια παραγωγή ελαφρόπετρας, 5η στην παγκόσμια παραγωγή μπεντονίτη, 2η στην παραγωγή σιδηρονικελίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 10η στην παγκόσμια παραγωγή μαγνησίτη, 12η στην παγκόσμια και 1η στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην παραγωγή βωξίτη, Μοναδικός παραγωγός χουντίτη-υδρομαγνησίτη στην Ευρώπη.

Η παραγωγή βιομηχανικών ορυκτών, λιγνίτη και μεταλλικών ορυκτών το 2022 παρουσίασε την εξής εικόνα, συγκρινόμενη με την τελευταία δεκαετία. Στα Μέταλλα ο βωξίτης παρουσίασε μείωση, όπως και το σιδηρονικέλιο. Τα πολυμεταλλικά θειούχα του συστήματος Κασσάνδρας [εμπλούτισμα ψευδαργύρου, αργυρούχου μολύβδου και σιδηροπυρίτη] παρουσίασε σημαντική αύξηση. Η εξόρυξη και χρήση λιγνίτη μειώθηκε σημαντικά, περίπου στο ¼ των όγκων του 2012.

Στα Βιομηχανικά Ορυκτά, τα λευκά ανθρακικά αύξησαν σημαντικά, περίπου 50%, τις ποσότητες που εξορύθχηκαν, όπως και η ελαφρόπετρα που αύξησε τις εξορυγμένες ποσότητες >50%. Ο μαγνησίτης παρουσίασε επίσης σημαντική αύξηση εξορυγμένων ποσοτήτων, όπως και ο ατταπουλγίτης, ο χαλαζίας και το μίγμα χουντίτη-υδρομαγνησίτη. Αντίθετα μείωση εμφάνισαν οι εξορυγμένες ποσότητες μπεντονίτη, περλίτη, ποζζολάνης, ολιβίνη και ογκομαρμάρων. Η γύψος παρέμεινε στα ίδια επίπεδα.

Σύγχρονες τάσεις/στόχοι στην έρευνα των ορυκτών πρώτων υλών

Σύμφωνα με τον καθηγητή Σταματάκη, σήμερα, όσον αφορά τα βιομηχανικά ορυκτά, η έρευνα εστιάζεται κυρίως στο μαγνησίτη, τη γύψο, τα λευκά ανθρακικά (ασβεστίτης-δολομίτης), τον μπεντονίτη όλων των τύπων και στην ιδιαίτερη απόθεση χουντίτη-υδρομαγνησίτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η έρευνα υδρογονανθράκων σε διάφορες περιοχές της χώρας. Η έρευνα μεταλλικών ορυκτών αφορά κυρίως  πολυμεταλλικά σουλφίδια και οξείδια για τον εντοπισμό χαλκού, χρυσού, αργύρου, μολυβδαινίου, αντιμονίου, ψευδαργύρου, μολύβδου και σιδήρου. Οι έρευνες πραγματοποιούνται από την ΕΑΓΜΕ, άλλους δημόσιους φορείς, καθώς και ιδιωτικούς φορείς. Εκτός από γνωστά κοιτάσματα χρωμίτη του όρους Βούρινος που πρόκειται να εκμεταλλευθούν σχετικά σύντομα, η έρευνα θα συνεχισθεί για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων χρωμίτη στην περιοχή. Τέλος, συζητείται η ανάκτηση γαλλίου από τα ελληνικά βωξιτικά κοιτάσματα με συμφέροντες οικονομικούς όρους.

Προτεινόμενοι στόχοι για το άμεσο μέλλον

Ο Καθηγητής τονίζει πως με βάση τη μελέτη παλαιών δημοσιεύσεων του ΙΓΜΕ (νυν ΕΑΓΜΕ), διαφόρων επιστημονικών εργασιών, και λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή ανάγκη της Ε.Ε. για την εύρεση μετάλλων που χρησιμοποιούνται στις μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων, αλλά και τη μεταλλουργία γενικότερα, προτείνονται οι εξής στόχοι:

Στα Μεταλλικά Ορυκτά, θειούχα ορυκτά νικελίου-χαλκού-κοβαλτίου, όπως αυτά που έχουν εντοπιστεί και μερικώς εκμεταλλευτεί και με υπόγεια έργα σε περιοχές της κεντρικής και βόρειας Ελλάδος. Μολυβδαινίτης στην περιοχή των παλαιών εκμεταλλεύσεων κεντρικής Μακεδονίας. Βολφραμίτης-αντιμονίτης στην περιοχή των παλαιών μεταλλείων περιοχών κεντρικής Μακεδονίας. Ορυκτά του μαγγανίου από τις περιοχές παλαιών εκμεταλλεύσεων και αποθέσεων σωρών στείρων υλικών της Μακεδονίας. Η πρόταση αυτή στηρίζεται σε πρόσφατη απόφαση (2022) έναρξης εργασιών επανεπεξεργασίας μεταλλευτικών/μεταλλουργικών απορριμμάτων μαγγανιομεταλλευμάτων από παλαιές εκμεταλλεύσεις στην Τσεχία. Ορυκτά που περιέχουν γάλλιο και γερμάνιο, στη χώρα αναπτύσσονται συγκεκριμένες μεταλλοφορίες, οι οποίες σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, είναι πολύ πιθανόν να είναι εμπλουτισμένες στα δύο αυτά μέταλλα. Ειδικά για το γάλλιο, το ενδιαφέρον της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Στα Βιομηχανικά Ορυκτά, Λίθιο, το οποίο θα πρέπει να ερευνηθεί σε πηγματίτες και γνευσίους για τον εντοπισμό σποδόχρου (spodumene), σε αργιλώδεις αποθέσεις αλμυρών-αλκαλικών λιμνών του Ανωτέρου Μειοκαίνου ή σύγχρονες, καθώς και σε ύδατα πετρελαιοφόρων πεδίων, Κυανίτης σε περιοχές του Αιγαίου και τη Θράκη, Σελεστίνης στην Τριαδική και Άνω Μειοκαινική σειρά εβαποριτών, μιας που έχει εντοπισθεί το ορυκτό αυτό στους γύψους Θεσπρωτίας και κεντρικής Κρήτης, Αργιλούχος και ασβεστούχος διατομίτης. Σημαντικές αποθέσεις έχουν εντοπισθεί και επιτυχώς εξεταστεί εργαστηριακά, σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές στην Ελασσόνα, και στα νησιά Σάμο και Ζάκυνθο αντίστοιχα. Υπάρχει ορυχείο αργιλώδους διατομίτη στο Λυκούδι Ελασσόνας.  Οι εργαστηριακές δοκιμές των ελληνικών διατομιτών πραγματοποιήθηκαν, όσον αφορά τους αργιλώδεις διατομίτες, για την παραγωγή ελαφροβαρών αδρανών, ελαφρομπετόν, προσροφητικών, και μονωτικών τούβλων. Η ύπαρξη ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος είναι φυσικά καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία βιομηχανικών μονάδων παραγωγής των ως άνω τελικών προϊόντων διατομίτη στην περιοχή Ελασσόνας. Σημειώνεται ότι κοιτάσματα αργιλώδους διατομίτη εκμεταλλεύονται από το 1940 στη Δανία, την Ιβηρική και αλλού.

Οι Ζεολιθικοί τόφφοι διαθέτουν σημαντικές αποθέσεις και έχουν ήδη εντοπισθεί στους νομούς Έβρου και Ροδόπης, καθώς και στην Κίμωλο. Οι τόφφοι αυτοί έχουν εργαστηριακά δοκιμαστεί επιτυχώς ως εδαφοβελτιωτικά, ως μέσο αργής αποδέσμευσης λιπασμάτων σε εδάφη, ως υπόστρωμα σε υδροπονικές καλλιέργειες, ως ποζζολανικά πρόσθετα τσιμέντου, ως foliar σε ελαιόδεντρα για την καταπολέμηση του δάκου, ως μέσο δέσμευσης αποβλήτων ελαιοτριβείων. Αυτό που πρέπει να επιτευχθεί για την ταχεία ανάπτυξη αυτού του φιλικού στο περιβάλλον υλικού, είναι η ευρεία χρήση του σε γεωργικές εφαρμογές, κάτι που έχει επιτευχθεί σε άλλες ευρωπαϊκές παραγωγούς χώρες όπως η Ουγγαρία.

Τα Βορικά άλατα, Κολεμανίτης και ουλεξίτης έχουν ήδη εντοπισθεί στην Άνω Μειοκαινική λεκάνη Καρλοβασίου Σάμου. Η τεκτονική κατάσταση όμως των συγκεκριμένων θέσεων είναι τέτοια που μεγάλο μέρος της αρχικής απόθεσης έχει διαβρωθεί και στη θέση της έχει δημιουργηθεί απόθεση σπογγώδους ασβεστίτη. Αντίθετα, καλυμμένος στόχος πιθανά αναπτύσσεται στο βορειοανατολικό τμήμα της λεκάνης, στο οποίο διατηρείται το πυριτικό κάλυμμα των βορικών αλάτων, σε αντιστοιχία με τα κοιτάσματα της Μικράς Ασίας. Η περίπτωση πρέπει να ερευνηθεί συστηματικά. Χουντίτης-Υδρομαγνησίτης, το φυσικό μίγμα είναι ήδη μια πολύ σημαντική πρώτη ύλη που εφαρμόζεται ως φιλικό στο περιβάλλον υλικό επιβράδυνσης της φωτιάς σε περίπτωση πυρκαγιάς (flame retardant). Κύρια χρήση του στο μίγμα επικάλυψης καλωδίων ως flame retardant filler. Εκτός της επέκτασης της έρευνας στη Νεογενή λεκάνη της Κοζάνης με τις ευάριθμες εμφανίσεις του, θα πρέπει να διερευνηθεί η χρήση σε βιομηχανική κλίμακα των παραπροϊόντων επεξεργασίας τα οποία είναι πλούσια σε λεπτόκοκκα ορυκτά μαγνησίου και ασβεστίου, σε γεωργικές κυρίως εφαρμογές. Φωσφορικές αποθέσεις χαμηλής περιεκτικότητας, δηλαδή Φωσφορούχοι ασβεστόλιθοι έχουν εντοπισθεί και χαρακτηριστεί χημικά και ορυκτολογικά, σε διάφορες περιοχές της δυτικής Ελλάδας από το ΙΓΜΕ (νυν ΕΑΓΜΕ) και διάφορους επιστήμονες. Σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα, οι αποθέσεις αυτές δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή φωσφορικών λιπασμάτων. Θα πρέπει να διερευνηθεί η χρήση αυτών των φωσφορικών ασβεστόλιθων μετά από λειοτρίβηση και κοκκοποίηση ως φυσικό λίπασμα, εντασσόμενο στα λεγόμενα green fertilizers, ειδικά εφαρμοζόμενο σε όξινα εδάφη (προσφορά ασβεστίου και φωσφόρου). Η ύπαρξη επενδυτικού ενδιαφέροντος και κατάλληλης τεχνογνωσίας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις ανάπτυξης αυτής της πρώτης ύλης.

Αναφορικά με την εξέλιξη του κλάδου, η πρόταση αφορά την καθετοποίηση και την παραγωγή τελικών προϊόντων κατά ένα τουλάχιστον ποσοστό εντός της χώρας. Όπως τονίζεται, αυτός είναι και ο κρίσιμος παράγοντας που μπορεί να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της Περιφέρειας και της ελληνικής οικονομίας, προσδίδοντας υψηλή προστιθέμενη αξία στις ελληνικές πρώτες ύλες. Μια τέτοια πορεία μπορεί να έχει επιπρόσθετο συγκριτικό πλεονέκτημα, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας, την ύπαρξη λιμένων εγγύς του χώρου ανάπτυξης κοιτασμάτων, τα δίκτυα της εφοδιαστικής αλυσίδας, της τεχνογνωσίας και της πολυετούς εμπειρίας των ανθρώπων του κλάδου. Συνιστά τη μόνη βιώσιμη διέξοδο για τον εξορυκτικό κλάδο, αλλά και παράμετρο περιορισμού του brain-drain που ταλανίζει την χώρα, συνδυασμένη με δημιουργία θέσεων εργασίας ψηλής εξειδίκευσης και ικανοποιητικών αμοιβών.