Skip to main content

Η αγορά των ΗΠΑ δίνει ώθηση στον όμιλο Τιτάν

Από την έντυπη έκδοση

Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]

Θετικές είναι οι εκτιμήσεις για την πορεία των οικονομικών μεγεθών του ομίλου Τιτάν το 2017 και αυτό αποκλειστικά εξαιτίας της προοπτικής που έχει η αγορά τσιμέντου στις ΗΠΑ.

Για την Ελλάδα η εκτίμηση είναι πως στην καλύτερη περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι τα ίδια με τα φετινά, με πιθανότερο ενδεχόμενο να υποστούν νέα μείωση, απρόβλεπτη είναι η αγορά της Αιγύπτου λόγω κυρίως των χαμηλών τιμών πώλησης του τσιμέντου, ενώ για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη προβλέπεται σταθερότητα. Το χειρότερο σενάριο για το 2017 είναι να μείνει η εταιρεία στα νούμερα του 2016.

Οι παραπάνω εκτιμήσεις έγιναν από τον Τάκη Κανελλόπουλο, εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ομίλου Τιτάν, χθες, κατά την παρουσίαση της τσιμεντοβιομηχανίας στο πλαίσιο εκδήλωσης της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών.

Ο κ. Κανελλόπουλος παρομοίασε τον όμιλο Τιτάν με ένα αεροπλάνο που διαθέτει 4 κινητήρες. Σε πλήρη λειτουργία βρίσκεται μόνον ο ένας, με τους υπόλοιπους να υπολειτουργούν. Το αεροπλάνο, ωστόσο, πετάει, καθώς φέτος τα αποτελέσματα της τσιμεντοβιομηχανίας αναμένονται σημαντικά βελτιωμένα και πάλι λόγω της αγοράς στην Αμερική. Όπως ελέχθη θα διατηρηθεί και για το σύνολο του έτους η τάση 9μήνου (αύξηση τζίρου 9,2% στο 1,124 δισ. ευρώ και EBITDA – κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων συν 24,1% στα 205 εκατ. ευρώ). Η θυγατρική στις ΗΠΑ συνεισέφερε το 48% του EBITDA 9μήνου και το 52% των εσόδων και η προοπτική είναι η συμβολή να αυξηθεί περαιτέρω κατά το επόμενο οικονομικό έτος. Η τιμή του τσιμέντου το 2016 στις ΗΠΑ αυξήθηκε 7% με 8% και το ίδιο εκτιμάται ότι θα συμβεί και το 2017.

Στην Ελλάδα, όπου η κατανάλωση τσιμέντου έχει γυρίσει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960, τα εργοστάσια δουλεύουν στο 80% της δυναμικότητάς τους και το 75% της παραγωγής τους εξάγεται κυρίως στις ΗΠΑ.

Ακόμη, ο κ. Κανελλόπουλος απαντώντας σε ερωτήματα αναλυτών σημείωσε:

* Για την τάση περαιτέρω συγκέντρωσης του κλάδου παγκοσμίως πως λογικά θα συνεχιστεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει, όπως είπε, ότι θα πάψουν να υπάρχουν ευκαιρίες εξαγορών για τον όμιλο, όπως η επένδυση στη Βραζιλία. Πρόσθεσε πως για την Τιτάν δεν αποτελεί απειλή η συγκέντρωση, καθώς εξαιτίας του μεταφορικού κόστους του προϊόντος ο ανταγωνισμός είναι περισσότερο σε τοπικό επίπεδο. «Αν στη Βραζιλία υπάρχει ένας μεγάλος παίχτης, δεν μας επηρεάζει» είπε, ενώ συμπλήρωσε ότι η τοποθέτηση σε 4 διαφορετικές αγορές διασπείρει το ρίσκο και ως εκ τούτου καθιστά την εταιρεία περισσότερο ασφαλή και κατέληξε λέγοντας: «Δεν είμαστε υποστηρικτές μιας συγχώνευσης καθότι δεν υπάρχουν οικονομίες κλίμακας -χωρίς βεβαίως ποτέ να λέμε ποτέ- γι’ αυτό και επικεντρωνόμαστε σε εξαγορές».

* Για τη νέα επένδυση του ομίλου ύψους 100 εκατ. ευρώ στη Βραζιλία επεσήμανε ότι πραγματοποιήθηκε σε μια συγκυρία όπου όλες οι ενδείξεις λένε ότι η κατανάλωση τσιμέντου θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια από τα χαμηλά επίπεδα σήμερα καθώς η χώρα έχει μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων και κατά συνέπεια στεγαστικές ανάγκες. Η ανάκαμψη της συγκεκριμένης αγοράς δεν αναμένεται πριν από το 2018, ωστόσο πρόκειται για μια επένδυση με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τα εργοστάσια που αγοράστηκαν είναι σύγχρονα, έχει κτιστεί πολύ καλή συνεργασία με τους συνεταίρους στη Βραζιλία, επιχειρηματίες που είναι δυνατοί στον τομέα των τροφίμων και ως εκ τούτου η Τιτάν προσφέρει στην κοινή τους επένδυση την αναγκαία τεχνογνωσία. Για το ύψος της επένδυσης, απαντώντας σε παρατήρηση ότι δείχνει υψηλό, τόνισε πως υπάρχουν δύο σημεία που την καθιστούν ακόμα πιο συμφέρουσα. Τα δάνεια της εξαγορασθείσας εταιρείας είναι επιδοτούμενα (αρνητικό πραγματικό επιτόκιο), ενώ απολαμβάνει σημαντικές φοροαπαλλαγές τα επόμενα χρόνια.

Όπως επίσης τονίστηκε, ο δανεισμός σε σχέση με την κερδοφορία είναι χαμηλά (730 εκατ. ευρώ ο καθαρός) και δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα η μείωσή του. Σημαντική είναι και η διαθεσιμότητα για περαιτέρω χρηματοδότηση (γραμμές χρηματοδότησης) της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ και πιθανότατα να επιδιωχθεί η μείωσή της. Δεν υπάρχει ανάγκη για δανεισμό τα επόμενα 5 χρόνια. Εκτιμάται ότι ο συνολικός καθαρός δανεισμός του ομίλου θα κλείσει φέτος περίπου στα 650 εκατ. ευρώ.