Skip to main content

Εισήγηση για ανάκληση λειτουργίας της ΑΕΠΙ

Από την έντυπη έκδοση

Να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΙ ζητεί από την υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, με αφορμή τόσο τα συμπεράσματα των ορκωτών λογιστών που έλεγξαν την εταιρεία όσο και την προχθεσινή ανακοίνωση του υπουργείου για την προώθηση στη Βουλή του νομοσχεδίου που ρυθμίζει τα πνευματικά δικαιώματα.

«Να σπάσει το απόστημα της ΑΕΠΙ» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Μίχαλος, επισημαίνοντας ότι το υπουργείο Πολιτισμού θα πρέπει να συμπεριλάβει στο ν/σ τις προτάσεις των Επιμελητηρίων και του επιχειρηματικού κόσμου γενικότερα και πρωτίστως να συμμετέχουν εκπρόσωποι της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων στα όργανα που θα ελέγχουν στο εξής τις εταιρείες διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων. Παράλληλα, στηλιτεύει τους σκανδαλώδεις, όπως αναφέρει, μισθούς των μελών του δ.σ. της ΑΕΠΙ, την ίδια περίοδο που τα κεφάλαιά της ήταν αρνητικά, τουλάχιστον από το 2011 έως και το 2014, που η αρνητική καθαρή θέση έφτανε σχεδόν τα 20 εκατ. ευρώ.

Ο πρόεδρος της ΚΕΕ ζητεί από την υπουργό Πολιτισμού να ανακαλέσει άμεσα την άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΙ Α.Ε. βάσει του ισχύοντος νόμου 2121/1993. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι οι μέθοδοι που ακολούθησε η ΑΕΠΙ το τελευταίο διάστημα ήταν, αν μη τι άλλο, έξω από τα χρηστά επιχειρηματικά ήθη.

Αρχικά οι μέτοχοί της -επί της ουσίας μία οικογένεια (Πέτρος Ξανθόπουλος, Δημήτριος Ξανθόπουλος και Νικολέτα Ξανθοπούλου)- μετέφεραν την εταιρεία στην Κύπρο για τους δικούς τους ιδιοτελείς λόγους και στη συνέχεια, προφανώς βλέποντας ότι η κίνησή τους αυτή δεν απέδωσε, επιχείρησαν με παράτυπο τρόπο να ξαναεγγράψουν την εταιρεία στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο του ΕΒΕΑ. Μάλιστα, όταν από το Επιμελητήριο τους ζητήθηκε να τηρήσουν το γράμμα του νόμου για την εγγραφή τους στο ΓΕΜΗ, η οικογένεια των ιδιοκτητών της ΑΕΠΙ απάντησε με αγωγές και μηνύσεις κατά των στελεχών του ΕΒΕΑ και ακόμη κατηγόρησαν τον πρόεδρό του ως ενδεχόμενο ηθικό αυτουργό, χρησιμοποιώντας έτσι νομικά τερτίπια με στόχο τη συνέχιση της παράτυπης -όπως αποδείχτηκε και από το πόρισμα των ορκωτών ελεγκτών- δραστηριότητας της εταιρείας.