Τoυ Γιάννη Χατζή, προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων
Η ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ μίσθωση ξεκίνησε ως ένας τρόπος οι πολίτες, διαθέτοντας για λίγες ημέρες το σπίτι τους, να έχουν ένα πρόσθετο εισόδημα, που θα τους βοηθήσει να καλύψουν μέρος των οικονομικών τους υποχρεώσεων.
Για μερικά χρόνια η συγκεκριμένη δραστηριότητα λειτούργησε στο πλαίσιο για το οποίο αυτή σχεδιάστηκε: τα ακίνητα εκμισθώνονταν για λίγες εβδομάδες τον χρόνο, η κλίμακα δραστηριοποίησης παρέμενε ανθρώπινη και το επίπεδο όχλησης ήταν χαμηλό. Οι πελάτες γνώριζαν τις γειτονιές και έβρισκαν εναλλακτικούς τρόπους διαμονής.
ΣΗΜΕΡΑ όμως βλέπουμε μια διαφορετική πραγματικότητα: επαγγελματικά χαρτοφυλάκια πολλαπλών ακινήτων, οργανωμένα σαν «άτυπα ξενοδοχεία», απορροφούν τη ζήτηση, ρίχνουν τις τιμές και ροκανίζουν το εισόδημα ακριβώς εκείνων για τους οποίους δημιουργήθηκε η βραχυχρόνια μίσθωση.
Σήμερα, η εξαίρεση έχει μετατραπεί σε κανόνα, με αποτέλεσμα ο μικρός ιδιοκτήτης να χάνει το συγκριτικό του πλεονέκτημα, ενώ το συνολικό κοινωνικό ισοζύγιο γέρνει πλέον αρνητικά.
Πληθωρισμός ενοικίων, έλλειμμα εργατικής στέγης και υποχώρηση της κοινωνικής αποδοχής του τουρισμού στις γειτονιές είναι μερικές μόνο από τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης του φαινομένου.
Η ΕΥΡΩΠΗ έχει ήδη λάβει μέτρα για να επαναφέρει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα στον αρχικό της σκοπό.
Το Άμστερνταμ περιορίζει τη διάρκεια εκμίσθωσης στις 30 νύχτες, ώστε αυτή να παραμένει συμπληρωματική και όχι υποκατάστατο της φιλοξενίας.
Το Βερολίνο απαιτεί άδεια αλλαγής χρήσης, ενώ η Βαρκελώνη, ύστερα από έντονη πίεση, οδεύει προς την πλήρη κατάργηση αδειών έως το 2028.
Η Πορτογαλία απαιτεί την εγγραφή στο μητρώο Alojamento Local, ενώ παράλληλα οι δήμοι είναι επιφορτισμένοι με τις επιθεωρήσεις για τη συμμόρφωση των καταλυμάτων στη νομοθεσία.
Στο Παρίσι μειώθηκε το όριο διανυκτερεύσεων σε κύρια κατοικία στις 90 ημέρες και επιβάλλεται η υποχρεωτική αναγραφή του αριθμού εγγραφής σε κάθε καταχώριση, με αυστηρά πρόστιμα για ψευδείς δηλώσεις.
Στην Ιταλία απαιτείται η εγγραφή των ακινήτων στη βάση δεδομένων (BDSR) για την απόκτηση εθνικού κωδικού ταυτοποίησης, ενώ επιβάλλονται επιπλέον έλεγχοι και ανώτατα όρια σε περιοχές με υψηλό αριθμό τουριστών.
Η Δανία συνδυάζει όρια ημερών (30-70, έως 100 για καταλύματα που χρησιμοποιούν συνεργαζόμενες πλατφόρμες) με πλήρη φορολογική διαφάνεια.
Στη Βιέννη, η εκμίσθωση επιτρέπεται έως 90 ημέρες, με πρόβλεψη άμεσου αποκλεισμού των παράνομων καταχωρίσεων.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΜΗΝΥΜΑ είναι σαφές: όχι απαγόρευση, αλλά ουσιαστικός εξορθολογισμός – προστασία του πολίτη-ιδιώτη και καθορισμός ίσων κανόνων για τους επαγγελματίες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΔΟΧΟΥΣ, η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον αθέμιτου ανταγωνισμού.
Τα ξενοδοχεία λειτουργούν μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο: τηρούν πολεοδομικούς και περιβαλλοντικούς όρους, εφαρμόζουν κανόνες ασφάλειας, προσβασιμότητας και υγιεινής, αμείβουν το προσωπικό τους βάσει ΣΣΕ.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος στηρίζει την απασχόληση, τα δημόσια έσοδα και τις τοπικές κοινωνίες.
Αντιθέτως, ένα μεγάλο μέρος της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων δρα με ελάχιστο κόστος συμμόρφωσης και σχεδόν μηδενική εποπτεία, προσφέροντας το ίδιο προϊόν -διαμονή- χωρίς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις.
Έτσι, το «άτυπο» κατάλυμα μπορεί να διαμορφώνει τιμές κάτω του κόστους ενός νόμιμου ξενοδοχείου, αποσπώντας μερίδιο αγοράς όχι μέσω ποιότητας ή επένδυσης, αλλά με ασυμμετρία κανόνων.
Επιπλέον, επειδή η δραστηριότητα αυτή διαχέει μαζικά επισκέπτες σε πολυάριθμα σημεία των πόλεων και των νησιών, χωρίς καμία υποδομή φιλοξενίας ή διαχείρισης ροών, επιβαρύνει δυσανάλογα τα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης, καθαριότητας και κυκλοφορίας.
Σε αντίθεση με τα ξενοδοχεία που έχουν διαδικασίες και υποδομές για να απορροφούν τις πιέσεις αυτές, οι ανεξέλεγκτες βραχυχρόνιες μισθώσεις διαχέουν το φορτίο στους δήμους και στους κατοίκους, δημιουργώντας ένα αόρατο αλλά σημαντικό κοινωνικό κόστος που πληρώνουν τελικά η τοπική κοινωνία και ο ξενοδοχειακός κλάδος.
ΟΙ ΒΕΛΤΙΣΤΕΣ ευρωπαϊκές πρακτικές δείχνουν τον δρόμο για έναν δίκαιο και βιώσιμο εξορθολογισμό της αγοράς.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων δεν ζήτησε την κατάργηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, αλλά σαφή, και όχι επιφανειακό, διαχωρισμό του ιδιώτη από τον επαγγελματία.
Για τους μικροϊδιοκτήτες, απαιτούνται χρονικοί περιορισμοί ανάλογοι με αυτούς που ισχύουν στην Ευρώπη.
Για τους επαγγελματίες, ίδιες υποχρεώσεις κόστους, προδιαγραφών και φορολογικής συμμόρφωσης με τα αδειοδοτημένα τουριστικά καταλύματα.
Αυτή η αρχιτεκτονική δεν είναι τιμωρητική για τις πλατφόρμες, ούτε εχθρική προς την καινοτομία.
Είναι φιλοπολιτική και φιλοκοινωνική: επιστρέφει στον μικροϊδιοκτήτη το πλεονέκτημα που στερήθηκε από την ανεξέλεγκτη και χωρίς κανόνες εξάπλωση της δραστηριότητας, διατηρεί μια υγιή συμπληρωματική προσφορά καταλυμάτων, και μειώνει τις εντάσεις με τους μόνιμους κατοίκους.
Ενθαρρύνει, επίσης, τον επαγγελματία να δρα επαγγελματικά, με κανόνες αντίστοιχους αυτών που διέπουν τα αδειοδοτημένα τουριστικά καταλύματα – αν επιθυμεί να παραμείνει στην αγορά σε μεγάλη κλίμακα.
Με άλλα λόγια: ίδιο προϊόν, ίδιοι κανόνες.












