Τoυ Ευκλείδη Τσακαλώτου, πρώην υπουργού Οικονομικών, βουλευτή Νέας Αριστεράς
«ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ τις προτάσεις της αντιπολίτευσης», είναι η αγαπημένη φράση της Ν.Δ. Αν άκουγε κανείς μόνο αυτό, θα νόμιζε ότι η κυβέρνηση παρακαλάει την αντιπολίτευση να συμμετέχει στη διαμόρφωση πολιτικών και η αντιπολίτευση απλώς δεν θέλει να συνεισφέρει.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι εντελώς διαφορετική. Κατά πρώτον, γιατί η αντιπολίτευση συνεχώς κάνει προτάσεις τις οποίες στο σύνολό τους τις αγνοεί η κυβέρνηση.
Κατά δεύτερον, και ίσως σημαντικότερο, γιατί οι προτάσεις που ζητάει η κυβέρνηση, για να είναι «σωστές» και να βοηθούν έναν «παραγωγικό διάλογο», πρέπει να είναι εντός του κυβερνητικού αφηγήματος και να συμφωνούν με την ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση της Δεξιάς.
Αν δεν συμμορφώνονται, τότε πρόκειται για λαϊκισμό και παροχολογία που θα εκτροχιάσει τη χώρα, σε αντίθεση βέβαια με τα κυβερνητικά μέτρα που είναι συνετά και διασφαλίζουν τη σταθερότητα.
Υπάρχουν δύο πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της αντίληψης, ένα στην οικονομική πολιτική και ένα στα εργασιακά.
ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ πολιτική, ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ εξήγγειλε ένα πακέτο μέτρων 1,7 δισ. ευρώ για την ενίσχυση των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, λέγοντας ότι αυτός είναι όλος ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος και ο καλύτερος τρόπος να χρησιμοποιηθεί.
Όταν η αντιπολίτευση άσκησε κριτική υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα αυτά δεν λύνουν τα προβλήματα, η κυβέρνηση ζήτησε συγκεκριμένες προτάσεις, θέτοντας όμως ως δεδομένο το ύψος του δημοσιονομικού χώρου.
Η συζήτηση με τέτοιους όρους όμως είναι το λιγότερο παραπλανητική.
Πρώτον, γιατί το ύψος του δημοσιονομικού χώρου δεν είναι δεδομένο, καθώς από τη μία είναι αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων πολιτικών της κυβέρνησης και από την άλλη διότι βασίζεται στην παραδοχή ότι δεν είναι κομμάτι της συζήτησης ούτε η μείωση, για παράδειγμα, των στρατιωτικών δαπανών, ούτε μία αύξηση των φόρων.
Έτσι, στην πραγματικότητα, η συζήτηση για μια εναλλακτική πρόταση πρέπει να θέτει το ερώτημα αν όντως είναι θετικά τα μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί, όπως η μείωση στον φόρο των κερδών, των μερισμάτων, των γονικών παροχών.
Αν δεν προωθούν την αναδιανομή, τότε η επαναφορά ή αύξηση αυτών των φόρων διευρύνει το δημοσιονομικό χώρο, άρα αλλάζει εντελώς το πλαίσιο.
Δεύτερον, γιατί η παραδοχή ότι μόνο η μείωση των φόρων είναι θετική για την οικονομία, που αποτελεί ένα επιχείρημα βγαλμένο από τον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού -υποθέτοντας ότι ο πολλαπλασιαστής μείωσης των φόρων είναι μεγαλύτερος από αυτόν της αύξησης των δαπανών-, στερεί πόρους που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στο κοινωνικό κράτος ή σε αναπτυξιακές πολιτικές και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρείται μονόδρομος.
ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ είναι η στάση της Ν.Δ. και στα εργασιακά. Η χώρα έχει υποχρέωση να φτάσει το επίπεδο των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις στο 80% και το μόνο που έχει κάνει είναι η σύσταση μιας επιτροπής που θα διερευνήσει το ζήτημα. Και, βεβαίως, να ζητάει προτάσεις από την αντιπολίτευση.
Όμως, όταν ανέλαβε η κυβέρνηση την εξουσία το 2019 υπήρχε συγκεκριμένο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων, όπου είχαν αποκατασταθεί οι μνημονιακές οπισθοδρομήσεις: υπήρχε η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, της επεκτασιμότητας, της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Και η κυβέρνηση κατευθείαν το διέλυσε αυτό το πλαίσιο.
Συνεπώς, όταν η κυβέρνηση ζητάει προτάσεις, ζητάει προτάσεις που να συμμορφώνονται με όσα έχει εφαρμόσει: κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, απλήρωτες υπερωρίες, εργασιακή ανασφάλεια, ανεξέλεγκτες απολύσεις, 13ωρο εργασίας.
Είναι μια κατεύθυνση που βασίζεται στο αφήγημα ότι για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας πρέπει η εργασία να γίνεται φτηνή με ελαστικοποιημένα ωράρια και χωρίς προστασία.
Και άρα η προοδευτική αντιπολίτευση δεν πρέπει ούτε καν να νομιμοποιήσει τη συζήτηση συμμετέχοντας σε αυτή. Γιατί οι προτάσεις της βρίσκονται στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση.
Η ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΙΣΤΑΜΕΝΗ και των δύο παραδειγμάτων είναι ότι η στάση της Ν.Δ. κινείται πάνω σε δύο άξονες.
Ο πρώτος είναι ότι δίνει μια ιδεολογική μάχη στην οποία νιώθουν ότι έχουν προτέρημα. Όταν μιλούν για μείωση των φόρων, θεωρούν ότι είναι δύσκολο η αντιπολίτευση να κερδίσει τις εκλογές υποστηρίζοντας την αύξηση των φόρων, και επομένως προσπαθούν να τη σύρουν σε μια συζήτηση αποκλειστικά σε αυτό το πεδίο.
Ο δεύτερος είναι ότι θεωρούν ότι οι προτάσεις τους αντιπροσωπεύουν την κοινή λογική: όντως πιστεύουν ότι η μείωση της φορολογίας στους πλούσιους θα αυξήσει της επενδύσεις, ότι η ελαστικοποίηση της εργασίας θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και ότι όλη αυτή η απορρύθμιση θα αυξήσει την ανάπτυξη.
Ίσως πιστεύουν ότι κάπου στο μέλλον αυτό θα βελτιώσει τα εισοδήματα των εργαζομένων, αλλά σίγουρα δεν είναι προτεραιότητά τους.
ΌΤΑΝ, ΛΟΙΠΟΝ, η κυβέρνηση κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι «δεν κάνει προτάσεις» θα πρέπει πλέον να ξέρει ότι αν πραγματικά θέλει να γίνεται συζήτηση αυτή θα αφορά και όλα αυτά που η κυβέρνηση θεωρεί ως δεδομένα.
Δεν μπορούμε να κάνουμε συζήτηση με δεδομένο πως όλα όσα έχει θεσπίσει η κυβέρνηση είναι στο απυρόβλητο.
Θα κάνουμε συζήτηση για τα πάντα, ποιους φόρους πρέπει να μειώσει μια κυβέρνηση, ποιες είναι οι πολιτικές και οι δαπάνες που πρέπει να γίνουν ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανισότητες και η κλιματική αλλαγή.
Κάθε άλλη συζήτηση είναι ανούσια και παραπλανητική.












