Τoυ Δημήτρη Αβραμόπουλου, πρώην Ευρωπαίου επιτρόπου, υπουργού Εξωτερικών και υπουργού Εθνικής Άμυνας
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ Μεσόγειος χρειάζεται νέες γέφυρες συνεννόησης και η Ελλάδα διαθέτει το ιστορικό βάθος, τη γεωπολιτική θέση και την αυτοπεποίθηση να τις οικοδομήσει.
Η περιοχή υπήρξε διαχρονικά πεδίο ανταγωνισμών, αλλά και συμβίωσης. Σήμερα, μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας και ανατροπών, το ανατολικό κομμάτι της Μεσογείου επιστρέφει στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων.
Από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και τις ενεργειακές διεκδικήσεις έως την αβεβαιότητα στα ελληνοτουρκικά και το διαρκώς εκκρεμές Κυπριακό, η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί ταυτόχρονα πρόκληση και ευκαιρία.
ΣΕ ΑΥΤΟ το πλαίσιο, η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η Ελλάδα προτίθεται να καλέσει όλα τα παράκτια κράτη της περιοχής σε ένα κοινό φόρουμ διαλόγου είναι βαρύνουσας σημασίας.
Εφόσον μετουσιωθεί σε πράξη, μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα για μια νέα εποχή συνεργασίας, σταθερότητας και σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
Η φράση «η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τον διάλογο» εκφράζει μια νέα, ώριμη και ευρωπαϊκή προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική.
Ο διάλογος δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, αλλά πράξη αυτοπεποίθησης. Στη σύγχρονη εποχή η πραγματική ισχύς μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από τη στρατιωτική της δύναμη, αλλά από την ικανότητά της να καλλιεργεί κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας.
Η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει τον διάλογο σε εργαλείο επιρροής, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο της ως πυλώνα σταθερότητας και συνεννόησης.
ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ, όμως, μια ουσιαστική περιφερειακή στρατηγική ασφάλειας στη Μεσόγειο είναι αναγκαίο και η Τουρκία να δει αυτή την προοπτική μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, εκείνο της συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Η απομάκρυνση από κάθε στοιχείο που δηλώνει επιθετική πρόθεση, με πρώτο το casus belli, αποτελεί προϋπόθεση για να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο σταθερότητας.
Το casus belli έχει πλέον ξεπεραστεί και ακυρωθεί στην πράξη, αφού δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό. Η υπέρβασή του θα στείλει ένα σαφές μήνυμα ότι η εποχή των απειλών ανήκει στο παρελθόν και ότι ο διάλογος μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα κοινό μέλλον ασφάλειας και συνεργασίας.
Η ΚΥΠΡΟΣ παραμένει το γεωστρατηγικό κλειδί για την ειρήνη και τη θαλάσσια οριοθέτηση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όσο το νησί παραμένει διαιρεμένο, η σταθερότητα της περιοχής θα είναι ελλιπής και το διεθνές δίκαιο μερικώς ανενεργό.
Η επανένωση και η ομαλή λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αφορούν μόνο τον κυπριακό λαό, αλλά ολόκληρη την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Μεσογείου.
Μια ενωμένη Κύπρος μπορεί να αποτελέσει φυσικό κόμβο ενεργειακής συνεργασίας, διασύνδεσης υποδομών και κοινής ανάπτυξης.
ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση, η ειρήνη στη Μέση Ανατολή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε σοβαρή περιφερειακή πρωτοβουλία.
Οι συγκρούσεις στη Γάζα, οι ανακατατάξεις στη Συρία και η ένταση Ιράν-Ισραήλ αποδεικνύουν ότι η αστάθεια έχει δομικά χαρακτηριστικά.
Με το κύρος και την εμπειρία της η Ελλάδα δεν μπορεί να περιορίζεται στον ρόλο του παρατηρητή. Οφείλει να είναι δύναμη λογικής, αποκλιμάκωσης και υπεράσπισης του ανθρωπιστικού δικαίου.
Με ενεργή συμμετοχή σε ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και με ενίσχυση της ενεργειακής διπλωματίας, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης σταθερότητας και συνεννόησης.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ συγκυρία είναι ταυτόχρονα κρίσιμη και πρόσφορη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθαρρύνουν την επίλυση εκκρεμοτήτων, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει τη στρατηγική της αυτονομία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ήπια δύναμη με παγκόσμια αξιοπιστία και περιφερειακή επιρροή όχι με συνθήματα, αλλά με ρεαλιστικές προτάσεις και σταθερό όραμα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ δείχνει ότι τα κράτη που φοβούνται να κινηθούν παραμένουν θεατές των εξελίξεων. Αντίθετα, εκείνα που τολμούν να γεφυρώνουν και να προτείνουν, διαμορφώνουν το μέλλον.
Η Ελλάδα έχει σήμερα τη δυνατότητα να αποδείξει ότι δεν είναι απλώς το γεωγραφικό άκρο της Ευρώπης, αλλά ο πολιτικός και πολιτισμικός της σύνδεσμος με την Ανατολή.
Η Ανατολική Μεσόγειος μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο ειρηνικής συνύπαρξης, ανάπτυξης και διαλόγου.
Χρειάζονται όμως στρατηγική συνέπεια, βούληση και διορατικότητα. Γιατί η ίδια θάλασσα που κάποτε χώριζε, μπορεί σήμερα να ενώσει.