Skip to main content

Παγίδα υπερεργασίας και παραγωγικά αδιέξοδα

Η διάρκεια της μισθωτής ημερήσιας εργασίας αποτέλεσε αντικείμενο ιστορικών συγκρούσεων

Του Χρήστου Γούλα PhD
γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ

Τα στοιχεία της Eurostat είναι αδιάψευστα: οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συνάδελφό τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ωστόσο, αυτό δεν μεταφράζεται σε υψηλότερη παραγωγικότητα ούτε σε καλύτερους μισθούς. Αντίθετα, σημαντικοί παραγωγικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας παραμένουν εγκλωβισμένοι σε ξεπερασμένες επιχειρηματικές πρακτικές και στρατηγικές εταιρικής διακυβέρνησης: προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, περιορισμένη έρευνα και καινοτομία, επένδυση στην ένταση εργασίας έναντι της έντασης γνώσης, υποβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.

Διαιωνίζεται έτσι μια από τις περισσότερο βαθιά ριζωμένες νεοελληνικές εμμονές, η οποία εμμένει να θεωρεί ως αυτονόητη τη σχέση μεταξύ υπερεργασίας των εργαζομένων και αύξησης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων.

Αν όμως είναι κάτι πράγματι αυτονόητο, είναι το ότι ο εργαζόμενος που δουλεύει 12 ή 13 ώρες την ημέρα δεν μπορεί, αντικειμενικά, να είναι πιο παραγωγικός: είναι πιο κουρασμένος, πιο αγχωμένος, πιο ανασφαλής. Κι αυτό έχει συνέπειες όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την επιχείρηση που τον απασχολεί.

Η διάρκεια της μισθωτής ημερήσιας εργασίας αποτέλεσε αντικείμενο ιστορικών συγκρούσεων, αλλά και ιστορικών συμβιβασμών που καθιερώθηκαν μέσα από διεθνείς συνθήκες, αλλά και μέσα από διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Άλλωστε, στη βάση του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου βρίσκεται πάντα η αναγνώριση της ανισοβαρούς σχέσης μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θεμελιακά ζητήματα εργασιακών σχέσεων, όπως ο χρόνος εργασίας, δεν αφήνονταν ποτέ ούτε στην καλή προαίρεση των εργοδοτών ούτε στην υποτιθέμενη «ελεύθερη επιλογή των εργαζομένων».

Ο εργοδότης έχει τη θεσμική και οικονομική ισχύ, έναντι ενός εργαζόμενου που το πιθανότερο είναι να μην καλύπτεται από καμιά μορφή συλλογικής σύμβασης εργασίας, όπως ακριβώς συμβαίνει με τουλάχιστον το 70% των εργαζομένων στη χώρα μας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε με περισσότερη προσοχή τόσο τις επικλήσεις για περισσότερη «εργασιακή ευελιξία» όσο και τις αναφορές στην υποτιθέμενη «ελεύθερη επιλογή των εργαζομένων». Θεσμικές ρυθμίσεις που παραπέμπουν διαρκώς σε απευθείας ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ του εργοδότη και του κάθε εργαζόμενου χωριστά, χωρίς πλαίσιο προστασίας που μπορεί να παρέχει μια κλαδική συλλογική σύμβαση, στην πραγματικότητα είναι ρυθμίσεις που απλά νομιμοποιούν την αποκλειστική βούληση των επιχειρήσεων.

Επιπλέον, τέτοιες εξατομικευμένες ρυθμίσεις είναι λογικό να εντείνουν τις ανισότητες ανάμεσα σε εργαζόμενους διαφορετικών κλάδων: σε αυτούς που, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, προστατεύονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και σε αυτούς που παγιώνεται η επισφάλεια και που αποτελούν την πλειονότητα των εργαζομένων. Με αυτό τον τρόπο η αγορά εργασίας κατακερματίζεται ακόμη περισσότερο, σε διαφορετικές ζώνες άνισης προστασίας.

Την ίδια περίοδο που η ελληνική οικονομία αναζητά ακόμα ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο, η επίμονη διαιώνιση του φαινομένου της υπερεργασίας έρχεται να υπονομεύσει σοβαρά αυτές τις προσπάθειες παραγωγικής ανασυγκρότησης. Έτσι η υπερεργασία ουσιαστικά μετατρέπεται σε αντικίνητρο για την αναδιοργάνωση των παραγωγικών μεθόδων και διαδικασιών των επιχειρήσεων, καθώς και των αναγκαίων επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, έτσι ώστε να δημιουργηθούν περισσότερες ποιοτικές θέσεις εργασίας και να επιτευχθεί βελτίωση της παραγωγικότητας.

Στην πραγματικότητα, η υπερεργασία αποτελεί ένα επικίνδυνα εύχρηστο εργαλείο, που εκτός των εργαζομένων, κινδυνεύουν και οι ίδιες οι επιχειρήσεις: Αντί καινοτομίας και ποιοτικής αναβάθμισης, επιδιώκεται η νομιμοποίηση της εντατικοποιημένης εργασίας χαμηλής ποιότητας, οδηγώντας τις ίδιες τις επιχειρήσεις σε στρατηγικό αδιέξοδο. Καμία χώρα δεν αναβάθμισε το παραγωγικό της μοντέλο βασιζόμενη στη νόμιμη απόσπαση φθηνής υπερεργασίας και καμιά επιχείρηση δεν διασφάλισε βιώσιμη κερδοφορία εντατικοποιώντας απλά την εργασία των μισθωτών που απασχολεί.

Οι περίφημες 11 ώρες ημερήσιας ανάπαυσης συνεχίζουν να αποτελούν το διεθνώς κατοχυρωμένο κατώτατο όριο σε ό,τι αφορά την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και της ψυχική ισορροπίας των εργαζομένων. Την ίδια στιγμή όμως, το ίδιο αυτό όριο συνεχίζει να διαβρώνεται μέσα από τις προτεινόμενες θεσμικές ρυθμίσεις, όπως ο μη συνυπολογισμός του χρόνου προετοιμασίας, αποχώρησης και διαλείμματος των εργαζομένων στο ημερήσιο χρόνο εργασίας τους. Με νόμιμη διάρκεια ημερήσιας εργασίας τις 13 ώρες στον ίδιο εργοδότη, το διάλειμμα και η προετοιμασία του εργαζόμενου μετατίθεται ουσιαστικά στον χρόνο ανάπαυσής του (εκτός του χρόνου μετακίνησης από και προς την εργασία).

Το ουσιαστικό κόστος αυτών των ρυθμίσεων θα το πληρώσουμε όλοι και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα και διαστάσεις: από τα εργατικά ατυχήματα και τα αυξημένα κόστη των συστημάτων υγείας, μέχρι τη μείωση της παραγωγικότητας και την αποδυνάμωση του κοινωνικού ιστού.

Η υπερεργασία, επίσης, υπονομεύει την ισορροπία επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Το μοντέλο των δεκάωρων ημερών εργασίας, που υποτίθεται ότι διευκολύνει τους γονείς, στην πράξη κάνει ακριβώς το αντίθετο. Όταν οι γονείς καλούνται να λείπουν από το σπίτι για τόσες πολλές ώρες, το όποιο «ρεπό» δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως φτωχό αντιστάθμισμα. Η οικογενειακή ζωή συρρικνώνεται και η ήδη οξυμένη υπογεννητικότητα επιδεινώνεται. Πώς μπορεί να ενθαρρυνθεί η δημιουργία οικογένειας όταν οι νέοι εργαζόμενοι ζουν σε καθεστώς επαγγελματικής εξουθένωσης;

Κατά ανάλογο τρόπο μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της χώρας στη διεθνοποιημένη αγορά εργασίας, παρέχοντας ακόμη περισσότερα κίνητρα μετανάστευσης των πλέον προσοντούχων νέων στο εξωτερικό, ακυρώνοντας κάθε άλλο φιλότιμο σχεδιασμό έναντι του περίφημου «brain drain».

Αλήθεια, ποιος πιστεύει ότι η υπερεργασία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη μείωση των τεράστιων, για ορισμένους κλάδους, κενών στην αγορά εργασίας, όπως ο τουρισμός και τα δημόσια έργα; Ποιος πιστεύει, επίσης, ότι θα μπορούσε να συμβάλει και στην αύξηση του διαχρονικά χαμηλού δείκτη απασχόλησης;

Η υπερεργασία δεν αποτελεί λύση ούτε για την αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων. Δεν μπορεί ο χαμηλός μισθός να συμπληρώνεται με εξαντλητικά ωράρια. Η βιώσιμη απάντηση είναι οι καλύτεροι μισθοί, οι περισσότερες συλλογικές συμβάσεις, καθώς και οι πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγικότητα μέσα από την καινοτομία, την κατάρτιση και την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό.

Αν θέλουμε πραγματικά να μιλήσουμε για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της θεσμικής ρύθμισης των όρων απασχόλησης, οφείλουμε να επενδύσουμε στην εργασία ως πηγή γνώσης, δημιουργικότητας, συνεργασίας. Χρειαζόμαστε περισσότερες θέσεις εργασίας, με αξιοπρεπείς μισθούς και με σεβασμό στα ψυχικά και σωματικά όρια των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Χρειαζόμαστε θεσμούς που ενθαρρύνουν τον κοινωνικό διάλογο, που ενισχύουν την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση και που καλλιεργούν μια κουλτούρα παραγωγικότητας μέσα από τη συνεχή αναβάθμιση και όχι μέσα από τη διαρκή εξάντληση.