Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια υπαρξιακή καμπή. Δεν πρόκειται για μια ακόμη δύσκολη περίοδο, αλλά για μια καθοριστική στιγμή, όπου το μέλλον της δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητο. Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ίδια η ιδέα της Ευρώπης -ως πολιτικό και ιστορικό σχέδιο- τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Το πρόσφατο σκηνικό μπροστά στο γραφείο του προέδρου Τραμπ, με τους Ευρωπαίους ηγέτες να παρευρίσκονται ως περιθωριακοί συνομιλητές ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο και τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι, αποτύπωσε με τον πιο γλαφυρό τρόπο την υποβάθμιση της ευρωπαϊκής παρουσίας. Η ήπειρος που κάποτε καθόριζε το διεθνές παιχνίδι εμφανίζεται σήμερα περισσότερο ως θεατής παρά ως πρωταγωνιστής.
Παρά την οικονομική της ισχύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εγκλωβιστεί σε ρόλο παρατηρητή. Ο ρόλος της στις ειρηνευτικές προσπάθειες για την Ουκρανία είναι περιθωριακός, στη Γάζα παρακολουθεί ανήμπορη, ενώ η Κίνα δεν τη θεωρεί ισότιμο εταίρο. Τα γεγονότα αυτά κατέρριψαν την ψευδαίσθηση ότι η οικονομία από μόνη της μπορεί να εξασφαλίσει γεωπολιτική δύναμη.

Το ευρωπαϊκό όνειρο φθίνει, απομακρυσμένο από το όραμα των ιδρυτών του. Η Ένωση μοιάζει με έναν μηχανισμό χωρίς πνοή, χωρίς φαντασία, χωρίς ηγεσία· με ένα πλούσιο νησί, χαμένο ανάμεσα σε ωκεανούς ανταγωνιστών. Οι ηγεσίες της στρέφονται προς τα μέσα, φοβούνται το πολιτικό κόστος και εγκαταλείπουν τη γεωπολιτική τους ευθύνη. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στους εξωτερικούς ανταγωνιστές, αλλά εντός: είναι η εθελούσια αποστράτευση των εθνικών κυβερνήσεων από το ευρωπαϊκό όραμα.
Παρά τις αμυντικές δαπάνες που ξεπερνούν τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ, η απουσία κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής ακυρώνει τη στρατηγική ισχύ. Όταν κάθε κράτος ακολουθεί τη δική του πορεία, το αποτέλεσμα δεν είναι ενότητα, αλλά κατακερματισμός. Και αυτό δεν παράγει ασφάλεια, αλλά διχασμό, τροφοδοτώντας τον λαϊκισμό που παραμονεύει.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο Μάριο Ντράγκι σημειώνει τρεις λέξεις-κλειδιά για την υπέρβαση της αδράνειας: «σκεπτικισμός, θάρρος και καλό χρέος». Ο σκεπτικισμός, όπως εξηγεί, «δεν αφορά τις αξίες της Ευρώπης -δημοκρατία, ειρήνη, ελευθερία, κοινωνική προστασία-, αλλά την ικανότητά της να τις υπερασπίζεται». Το θάρρος είναι απαραίτητο για να ξεπεραστεί η παθητικότητα των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Και το «καλό χρέος» είναι το εργαλείο που μπορεί να στηρίξει μια νέα γενιά επενδύσεων, όπως απέδειξαν τα ευρωομόλογα στη διάρκεια της πανδημίας.
Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να εγκαταλειφθούν οι συνταγές του παρωχημένου νεοφιλελευθερισμού: η τυφλή πίστη στο ελεύθερο εμπόριο, οι πολιτικές λιτότητας, οι αυταπάτες μιας παγκοσμιοποίησης που έχει πλέον παρέλθει. Ο κόσμος που τις γέννησε έχει τελειώσει. Η Ευρώπη χρειάζεται να χαράξει μια νέα πορεία, με κοινωνικό μοντέλο που θα συνδυάζει ανάπτυξη, συνοχή και στρατηγική ισχύ.
Η Ιστορία προειδοποιεί. Μετά το κραχ του 1929, η εσωστρέφεια και η αδράνεια άνοιξαν τον δρόμο στον εθνικισμό και στον αυταρχισμό. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν κατέρρευσε από εξωτερική εισβολή, αλλά από την απογοήτευση των πολιτών της. Σήμερα το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται: ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός φουσκώνουν επικίνδυνα, απειλώντας ξανά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Το δίλημμα είναι σαφές: είτε η Ευρώπη θα βρει το θάρρος να κινηθεί προς την πολιτική ενοποίηση, να ανακτήσει στρατηγική τόλμη και να επιστρέψει στις αξίες της, είτε θα βυθιστεί αργά στην αποσύνθεση. Ηγεσία δεν σημαίνει να περιμένεις την κρίση για να δράσεις· σημαίνει να βλέπεις την κρίση να έρχεται και να κινητοποιείς το μέλλον πριν σε καταπιεί το παρελθόν.
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: ποιος θα εμπνεύσει τις σημερινές ηγεσίες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση; Μήπως ένα νέο ευρωπαϊκό κίνημα; Ή θα χρειαστεί η ίδια η Ιστορία, μέσα από μια βαθύτερη κρίση ή μια τραγωδία, να αφυπνίσει την ευθύνη; Προβλέψεις δύσκολα γίνονται· η διαίσθηση όμως και η μελέτη της Ιστορίας δείχνουν καθαρά τον κίνδυνο.
* Βουλευτής Ηλείας της Ν.Δ., πρώην επίτροπος της Κομισιόν και πρώην υπουργός