Skip to main content

Ανάγκα και θεοί πείθονται

Ο αρχιτέκτονας συνθέτει τον τόπο με τον χρόνο - Ο ρόλος του είναι να σώζει και να μεταγγίζει τη συλλογική μνήμη

Της Καλλιόπης Κοντόζογλου*

Απ’όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες η μνήμη έχει τη μεγαλύτερη σχέση με την αρχιτεκτονική. Η Μνημοσύνη ήταν μητέρα των Μουσών και αληθινός προστάτης της αρχιτεκτονικής.

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Βίκτωρ Ουγκό στην «Παναγία των Παρισίων» βάζει τον Αρχιεπίσκοπο να λέει ατενίζοντας από το παράθυρό του την εκκλησία: «Το βιβλίο θα σκοτώσει το κτίσμα». Τότε μπορούσαν να «διαβάζουν» την εκκλησία της Παναγίας ως εικονογραφημένο κείμενο. Αλλά με την τυπογραφία τα ιερά βιβλία έγιναν προσιτά. Σήμερα, που «πεθαίνει το βιβλίο», θα ξαναγυρίσουμε άραγε στην «ομιλούσα» αρχιτεκτονική; Γιατί, όπως έλεγε ο αρχιτέκτονας Κάρλο Σκάρπα, που τα καλύτερα έργα του είναι σε υπάρχοντα κτίρια, «ο αρχιτέκτονας είναι σαν τον ντετέκτιβ». Αναζητά τα στοιχεία που τον οδηγούν στη λύση του αινίγματος.

Ο αρχιτέκτονας συνθέτει τον τόπο με τον χρόνο. Ο ρόλος του είναι να σώζει και να μεταγγίζει τη συλλογική μνήμη. Αυτή εξασφαλίζει την πολιτιστική συνέχεια της πόλης, που δεν είναι ποτέ μόνον μια συλλογή λειτουργιών. Είναι ένα καταθετήριο κατασταλαγμένων εμπειριών, που διαμορφώνουν τη συλλογική μας ταυτότητα στο πέρασμα του χρόνου. Οι πόλεις μας αποτελούνται από πολλές μικρές ιδιοκτησίες. Η αδυναμία κατεδάφισης παλιών πολυκατοικιών, επειδή ανήκουν σε πολλούς, μας αναγκάζει να αλλάζουμε μόνο το εσωτερικό τους. Επίσης, λόγω νομοθετικών αλλαγών, ακόμη και εάν ο ιδιοκτήτης είναι ένας, ένα κτίσμα διατηρείται για τί το νέο θα έχει μικρότερη οικονομική αξία, δηλαδή λιγότερα τετραγωνικά μέτρα προς πώληση.

Έτσι διατηρούμε το απόθεμα των κτιρίων, όταν πια έχουν φτάσει στο τέλος της χρήσιμης ζωής τους, όχι γιατί εκτιμούμε την αξία τους στην πόλη για την ιστορική ή μορφολογική σημασία τους, αλλά γιατί ο νόμος της αντιπαροχής μάς αναγκάζει. Αυτή η ανάγκη έχει «σώσει» αρκετά ανώνυμα κτίρια. Αυτά με το πλήθος τους αποτελούν τον κορμό της συλλογικής μας μνήμης. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, υπάρχουν 795.000 κενές κατοικίες. Από αυτές, οι απολύτως μη χρησιμοποιούμενες είναι 330.000, εκ των οποίων 100.000 στην Αττική.

Σπουδαία, φυσικά, είναι η συνεισφορά και των ξεχωριστών κτιρίων, που με τη φυσιογνωμία ή τη συμμετοχή τους σε ιστορικά γεγονότα αποτύπωσαν μια ολόκληρη εποχή. Υπάρχουν αρκετά εγκαταλειμμένα για δεκαετίες κτίρια. Ο συνήθης λόγος για την εγκατάλειψη ή μη κατεδάφιση είναι το νομικό καθεστώς τους. Αν δεν μπορεί να «λυθεί» ο γόρδιος δεσμός που τα παγιδεύει, ίσως μπορεί να κινητοποιηθεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση ώστε να αξιοποιηθούν από τον ιδιωτικό τομέα για ορισμένο χρόνο με προϋπόθεση τη μετατροπή τους σε κάτι κοινωνικά χρήσιμο και οικονομικά αποδοτικό. Η επαναχρησιμοποίησή τους συνήθως αναζωογονεί ολόκληρες γειτονιές.

Δύο παραδείγματα είναι η Πορσελάνα στη Νέα Μάκρη και ο μπετονένιος σκελετός στο Μικρολίμανο του Πειραιά. Οι περιοχές σφύζουν από ζωή, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Πολλές χρήσεις προσφέρονται και για τα δύο κτίρια. Η Πορσελάνα ήταν εργοστάσιο παραγωγής μονωτήρων από πορσελάνη για τη ΔΕΗ. Βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της Νέας Μάκρης, δίπλα από έναν δημοτικό ελεύθερο χώρο. Είναι πολύ κοντά σε θάλασσα και βουνό. Πολλές δεκαετίες τώρα παραμένει σε ερειπιακή κατάσταση. Ως πρώην βιομηχανικός χώρος διαθέτει μεγάλους στεγασμένους χώρους με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Προσφέρεται για πολλές διαφορετικές χρήσεις. Για παράδειγμα, θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε κινηματογραφικό στούντιο, μιας και τελευταία όλο και περισσότερες διεθνείς παραγωγές προτιμούν την Ελλάδα για τα γυρίσματα. Το οικόπεδο είναι αρκετά μεγάλο για επεκτάσεις.

Ο μπετονένιος σκελετός, σε ιδιαίτερα προνομιακή θέση ανάμεσα στο Μικρολίμανο και το Δελφινάριο, χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για κατάλοιπο αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Ο Δήμος Πειραιά τον συμπεριέλαβε σε άλλον διαγωνισμό τη δεκαετία 2010-20 χωρίς αποτέλεσμα. Εκτός από προφανείς χρήσεις με δημόσια χρήματα (πολιτιστικό, πνευματικό, εκθεσιακό κέντρο κ.λπ.), εύκολα μπορεί να αξιοποιηθεί από ιδιωτικά κεφάλαια, εάν π.χ. κάποιο γειτονικό ξενοδοχείο το ενοικιάσει ως συμπλήρωμα των χρήσεών του (σπα, χώρος συνεδρίων, εστιατόριο κ.ά.).

Είναι εφικτό να ξεχωρίσουν τα σημαντικά κτίρια με βάση ορισμένα κριτήρια. Το μέγεθος, η θέση τους στον αστικό ιστό, η κατάστασή τους, η προηγούμενη χρήση τους, αλλά και οι δυνατότητες μελλοντικής ανάπτυξής τους είναι μερικά από αυτά. Με στόχο να αναβιώσουν με νέο χρηστικό περιεχόμενο. Απαιτείται, επίσης, να λυθούν τα θέματα ιδιοκτησίας και νομικών περιορισμών. Ο ιδιωτικός τομέας ήδη ανακατασκευάζει υπάρχοντα κτίρια γραφείων σε ξενοδοχεία και πολυκατοικίες σε ξενώνες για βραχυχρόνια μίσθωση. Αυτή η τάση με το σωστό «λίπασμα» θα αποκτούσε μεγαλύτερη δυναμική. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα μπορούσε να παίξει έναν τέτοιο ρόλο απελευθερώνοντας κτίρια από ιδιοκτησιακά και χρήσης γης δεσμά, διευκολύνοντας έτσι την άρση εμποδίων ώστε να προσελκυσθούν ιδιωτικά κεφάλαια.

Τα υπάρχοντα κτίρια, εκτός από τη συνεισφορά τους στη συλλογική μνήμη, αποπνέουν ως εσωτερικοί χώροι μιαν αύρα από τις προηγούμενες ζωές τους που δύσκολα αναπαράγεται εάν χαθεί. Δεν πρόκειται για σκηνογραφία, αλλά για αίσθηση συνέχειας της ζωής, που μόνον μέσα από ιστορίες μπορούμε να την ψηλαφήσουμε. Είναι πολύτιμη και δυσεύρετη και είμαστε τυχεροί αν την έχουμε.

*Η Καλλιόπη Κοντόζογλου είναι Αρχιτέκτων και Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής, School of Design, UWA, Aντεπιστέλλον Mέλος ΑΜΚΕ ΚΟΜΒΟΣ – Δίκτυα του Παγκόσμιου Ελληνισμού