Τoυ Γιώργου Δημητριάδη, Προέδρου της Επιτροπής Εργασιακών Σχέσεων Εθνικού Συμβουλίου Νέων
Η δημόσια συζήτηση γύρω από το νέο εργασιακό νομοσχέδιο φουντώνει, με την πρόβλεψη για δυνατότητα απασχόλησης έως και 13 ώρες ημερησίως στον ίδιο εργοδότη να προκαλεί τις μεγαλύτερες αντιδράσεις.
Το υπουργείο Εργασίας διαβεβαιώνει ότι το οκτάωρο παραμένει θεμέλιο και ότι το «13ωρο» δεν αποτελεί υποχρέωση, αλλά επιλογή, πάντα με τη ρητή συναίνεση του εργαζομένου. Ωστόσο, το ερώτημα που ανακύπτει είναι απλό: Πόσο ελεύθερη είναι πραγματικά η συναίνεση ενός εργαζόμενου όταν εξαρτάται απόλυτα από τον μισθό και τη θέση του;
Το πλαίσιο, όπως παρουσιάζεται, φαίνεται τυπικά προστατευτικό. Οι 11 ώρες ανάπαυσης, το εβδομαδιαίο όριο των 40 ωρών και η προσαύξηση 40% στις υπερωρίες προβλέπονται ως αντίβαρα. Στην πράξη, όμως, το σύστημα δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο: Την κανονικοποίηση μιας κουλτούρας εξουθένωσης, όπου το σώμα και το μυαλό του εργαζομένου αντιμετωπίζονται ως μηχανές με διακόπτη on-off. Το επιχείρημα της «ευελιξίας» κρύβει πίσω του την πραγματικότητα μιας αγοράς εργασίας όπου η πίεση και η ανασφάλεια σπάνια αφήνουν περιθώρια γνήσιας διαπραγμάτευσης.
Η κυβέρνηση προβάλλει ως βασικό όφελος την αύξηση των αποδοχών. Όμως, ποιος εργαζόμενος θα επέλεγε συνειδητά την υπερεργασία για να ζήσει αξιοπρεπώς, αν ο βασικός μισθός επαρκούσε; Στην ουσία, το νέο πλαίσιο επιβραβεύει την υπερκόπωση και «θεσμοθετεί» το ότι για να ζήσει κάποιος με ασφάλεια πρέπει να δουλεύει περισσότερο από όσο αντέχει. Δεν είναι τυχαίο ότι συνδικάτα και αντιπολίτευση μιλούν για «διάλυση του οκταώρου» και «εργασιακή ζούγκλα». Ακόμα πιο κρίσιμο, όμως, είναι ότι η ενίσχυση της ατομικής διαπραγμάτευσης εις βάρος της συλλογικής, υπονομεύει τον ίδιο τον ρόλο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Κι όμως, αν κάτι χρειάζεται η ελληνική αγορά είναι ακριβώς η επαναφορά και θωράκιση αυτών των συμβάσεων ως βασικού εργαλείου ισορροπίας δύναμης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Από την άλλη πλευρά, η εισαγωγή τετραημέρου, η μείωση γραφειοκρατίας στις προσλήψεις μέσω ψηφιακών εφαρμογών και οι διευκολύνσεις στην κατανομή της άδειας δείχνουν μια πρόθεση εκσυγχρονισμού. Αυτά είναι βήματα που αξίζουν προσοχής και μπορούν να διευκολύνουν πραγματικά την καθημερινότητα εργαζομένων και επιχειρήσεων. Ωστόσο, κινδυνεύουν να χαθούν μέσα στο κύμα κριτικής για το «13ωρο», το οποίο επισκιάζει οποιοδήποτε θετικό μέτρο.
Το μεγαλύτερο ζήτημα, όμως, δεν είναι τεχνικό, αλλά αξιακό. Εκατό χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του οκταώρου, η κοινωνία μας καλείται να αποφασίσει: Θεωρούμε την ανθρώπινη εργασία απλώς «κόστος» προς διαχείριση ή αναγνωρίζουμε την ανάγκη ενός ισορροπημένου βίου; Στη σημερινή εποχή της τεχνολογικής προόδου και της αυξανόμενης παραγωγικότητας θα περίμενε κανείς να συζητάμε για μείωση ωρών εργασίας και καλύτερη ποιότητα ζωής, όχι για την επέκταση των ορίων κόπωσης. Ένα εργασιακό νομοσχέδιο δεν κρίνεται μόνο από τη νομική του ακρίβεια, αλλά και από το κοινωνικό μήνυμα που εκπέμπει. Αν το μήνυμα είναι ότι η αξιοπρεπής ζωή απαιτεί 13ωρη καθημερινή παρουσία στον χώρο εργασίας, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια επικίνδυνη ανατροπή που βαφτίζεται «επιλογή». Και αν κάτι οφείλει να προστατεύει η Πολιτεία, είναι ακριβώς εκείνη η ισορροπία που επιτρέπει στον εργαζόμενο να είναι και πολίτης και γονιός και άνθρωπος.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται εργαζόμενους υπεράνθρωπους, αλλά θεσμούς που σέβονται τον άνθρωπο. Και αυτοί οι θεσμοί περνούν μέσα από την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων, την προάσπιση του οκταώρου και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.