Τoυ Παναγιώτη Ψαριανού, Managing Director – CEO της Γραφείο Ψαριανού ΑΕ Ελεγκτές-Σύμβουλοι Επχιειρήσεων
ΒΑΣΙΚΗ ΑΡΧΗ του Φορολογικού Δικαίου των Φυσικών και Νομικών Προσώπων είναι η φορολόγηση του καθαρού εισοδήματος, που προκύπτει αν από τα έσοδα αφαιρεθούν οι πραγματικές δαπάνες, οι οποίες καθορίζονται με συγκεκριμένες φορολογικές διατάξεις.
Αυτός ο θεμελιώδης κανόνας βασίζεται στις αρχές της λογικής και της κοινωνικής δικαιοσύνης και επιβάλλεται να τηρείται, προκειμένου να ενισχύεται το περί δικαίου αίσθημα και η φορολογική συνείδηση των πολιτών.
Διαφορετικά, οι πολίτες θα βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αποφυγής καταβολής φόρων, είτε αμυνόμενοι -θεωρώντας τους άδικους- είτε εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες του φορολογικού συστήματος, με αποτέλεσμα τη συστηματοποίηση της ανομίας.
Η ΤΗΡΗΣΗ των νόμων εμπίπτει στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας και είναι ευθύνη του κράτους. Οι φορολογικοί νόμοι, αν είναι δίκαιοι, διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση των πολιτών στη συνεισφορά των φόρων, για την κάλυψη των κρατικών δαπανών, που, σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας, πρέπει να είναι ανάλογη με τη δυνατότητές τους.
Πέρα, όμως, από αυτή την κοινωνική αρχή λειτουργίας του κράτους, η απαρέγκλιτη εφαρμογή των φορολογικών νόμων, συμβάλλει στον υγιή ανταγωνισμό και γίνεται μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας.
Όμως, τα προνόμια της δικαιοσύνης και της δίκαιης κοινωνικής μεταχείρισης, τα απολαμβάνουν οι πολίτες των προηγμένων κρατών, και όχι εκείνων που καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και όλων των διεθνών Οργανισμών αξιολόγησής τους, όπως εμείς.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ Δημόσιο, αδυνατώντας να συλλάβει τη φοροδιαφυγή, κατέφυγε -πριν από μισό αιώνα- σε έναν ιδιότυπο τρόπο δημιουργίας και φορολόγησης ενός πλασματικού εισοδήματος των φυσικών προσώπων, βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης, ο οποίος, όχι μόνο αντίκειται σε κάθε αρχή δικαίου και λογικής, αλλά αποτελεί και παγκόσμια πρωτοτυπία.
Και εξακολουθεί να τον διατηρεί και να τον επεκτείνει, αφού εξυπηρετεί στην είσπραξη φόρων, όπως συνέβη με τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις, που δήλωναν και εξακολουθούν να δηλώνουν προκλητικά χαμηλά εισοδήματα, ακόμα και τώρα, αφού το προκύπτον φορολογητέο εισόδημα μέσω των τεκμηρίων, είναι ελάχιστο και ανέρχεται μόλις στο ποσό των 10.920 ευρώ!
ΚΑΙ ΕΝΩ ΑΡΚΕΤΕΣ κυβερνήσεις μέχρι σήμερα -στο πλαίσιο μιας πραγματικής φορολογικής μεταρρύθμισης- εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να προβούν στη βαθμιαία κατάργηση των τεκμηρίων, αυτά, όχι μόνο διατηρούνται, αλλά και ισχυροποιούνται, όπως είδαμε στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών και των ατομικών επιχειρήσεων.
ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΑ δημοσιεύματα φαίνονται οι διαθέσεις κάποιων αρμοδίων να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού και χρήσης του κεφαλαίου ανάλωσης για την κάλυψη των τεκμηρίων διαβίωσης, αλλά και κτήσης περιουσιακών στοιχείων, με την τελείως αβάσιμη αιτιολογία, ότι πρόκειται περί «πλασματικού εισοδήματος», που ίσως να αποτελεί και προϊόν φοροδιαφυγής!
Η θέση, όμως, αυτή είναι τελείως λανθασμένη, αφού το κεφάλαιο ανάλωσης σχηματίζεται από πραγματικά εισοδήματα που έχουν δηλωθεί και έχουν φορολογηθεί και είναι σωστό και δίκαιο να χρησιμοποιείται για την κάλυψη των τεκμηρίων διαβίωσης και αγοράς περιουσιακών στοιχείων, ανεξαρτήτως του χρόνου σχηματισμού του, όπως προβλέπουν οι σχετικές φορολογικές διατάξεις από την έναρξη ισχύος τους.
Αντίθετα, πλασματικά είναι μόνο τα τεκμαρτά εισοδήματα, τους φόρους των οποίων καρπούται το ελληνικό Δημόσιο, τελείως αδικαιολόγητα και άδικα.
ΑΚΡΙΒΩΣ, για τον λόγο ότι το σχηματισθέν κεφάλαιο ανάλωσης προέρχεται από πραγματικά και φορολογημένα εισοδήματα, είναι λογικό και απολύτως νομότυπο -σύμφωνα με τις ισχύουσες φορολογικές διατάξεις- να χρησιμοποιείται για την κάλυψη των πλασματικών εισοδημάτων των τεκμηρίων, ανεξαρτήτως του χρόνου σχηματισμού του.
Και, επιπλέον, δεν απαιτείται το κεφάλαιο αυτό, αλλά κι ούτε μπορεί να είναι κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς επί δεκαετίες και να περιορίζεται χρονικά, αφού κάποιος φορολογούμενος το συσσωρεύει για χρόνια, για ν’ αγοράσει π.χ. ένα ακίνητο.
Όπως αντιλαμβάνεται κάθε ειδικός, αυτό αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα που επιδρά αρνητικά στους συνεπείς φορολογούμενους, αφού επωμίζονται, μαζί με τους άλλους φόρους, και το έλλειμμα της φοροδιαφυγής, που καλύπτεται με την εφαρμογή του συστήματος φορολόγησης μέσω των τεκμηρίων.
ΑΝΤΙ, ΟΜΩΣ, το υπουργείο Οικονομικών να ενεργήσει άμεσα και δημιουργικά και να μειώσει δραστικά τα τεκμήρια, μέχρι την ολική κατάργησή τους, καταφεύγει σε τρόπους αναποτελεσματικούς που, όχι μόνο διαιωνίζουν τα προβλήματα που ανακύπτουν απ’ αυτά, αλλά τα επιδεινώνουν.
Και με ποιο δικαίωμα τότε το κράτος θα πει στον πολίτη να πληρώνει τους φόρους του, όταν αυτοί δεν είναι δίκαιοι και αναλογικοί -σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος της Ελληνικής Πολιτείας-, αλλά και δεν του εξασφαλίζουν τις απαραίτητες ανταποδοτικές παροχές μιας
πολιτισμένης κοινωνίας που, ούτως ή άλλως, δικαιούται να έχει.
ΕΧΟΥΜΕ ΜΙΛΗΣΕΙ πολλές φορές και εμπεριστατωμένα για το ζήτημα της οργάνωσης και λειτουργίας ενός δίκαιου και αποδοτικού φορολογικού συστήματος.
Κατά την άποψή μας, το σύστημα φορολόγησης μέσω των τεκμηρίων διαβίωσης θα έπρεπε να καταργηθεί άμεσα, αφού το μήνυμα που θα έδινε στην αγορά θα σήμαινε την έναρξη μιας πραγματικής και βαθιάς μεταρρύθμισης του φορολογικού μας συστήματος και θα είχε πολύ περισσότερα οφέλη από τα έσοδα που αποφέρουν τα τεκμήρια στα δημόσια ταμεία.
Αλλά, αν δεν μπορεί να γίνει αυτό, τουλάχιστον ας μη γίνει ακόμα πιο περίπλοκο και άδικο, μόνο και μόνο για την είσπραξη φόρων, που στην προκειμένη περίπτωση, θα είναι ελάχιστοι.