Skip to main content

Πανηγύρια: Αυθεντικότητα και Ντισνεϊλαντοποίηση

Η μουσική ορχήστρα του πανηγυριού, η αναπαράσταση τοπικών παραδόσεων αποτελούν φορείς άυλης πολιτισμικής υπεραξίας

Της Γωγώς Σπ. Καρακούση, Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, οικονομολόγου, με πρόσθετες σπουδές στον Λαϊκό Πολιτισμό και στη Νεότερη Πολιτιστική Κληρονομιά

ΚΑΘΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ η ελληνική ύπαιθρος ζωντανεύει με τη μαζική επιστροφή ανθρώπων στις πατρογονικές τους εστίες.

Τα πανηγύρια, τα τοπικά φεστιβάλ δεν αποτελούν απλώς εκδηλώσεις πολιτισμού, αλλά λειτουργούν ως τελετουργικά πεδία ενεργοποίησης συλλογικής
μνήμης, ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Πρόκειται για έναν πολύσημο θεσμό, όπου η πολιτισμική αναπαράσταση συναντά την αγορά και η εθνοτοπική εμπειρία μετασχηματίζεται σε οικονομικό γεγονός.

Τα πανηγύρια, ως εθιμικές πρακτικές, φέρουν χαρακτηριστικά παραδοσιακής πολιτισμικής επιτελεστικότητας, όπως έχει υποστηριχθεί και στην ανθρωπολογική θεωρία.

Η συνύπαρξη θρησκευτικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού επιπέδου τα καθιστά εξαιρετικά πολυδιάστατα.

Δεν πρόκειται απλώς για εορτές, αλλά για θεσμικά οργανωμένες αφηγήσεις κοινοτικής ταυτότητας που επαναλαμβάνονται περιοδικά για να ανανεώσουν τους δεσμούς αίματος, τόπου και μνήμης.

Η μουσική, το φαγητό, η ενδυμασία και οι διαπροσωπικές πρακτικές αποτελούν σημειωτικά συστήματα που ενσαρκώνουν τη συλλογική προφορικότητα μιας κοινότητας.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ των Πανηγυριών – Τοπική Ανάπτυξη ή Καταναλωτικός Τουρισμός;

Από την πλευρά της πολιτικής οικονομίας, τα πανηγύρια εντάσσονται σε αυτό που οι Pine και Gilmore (1999) περιέγραψαν ως οικονομία της εμπειρίας όπου η αυθεντικότητα μετατρέπεται σε εμπορική αξία.

Οι επισκέπτες συμμετέχουν και επενδύουν συμβολικά, συναισθηματικά, αλλά ταυτόχρονα με οικονομικά μετρήσιμους όρους.

Οι οικονομικές εισροές (ταβέρνες, Airbnb κ.ά.) είναι αξιοσημείωτες.

Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα αν επιστρέφει αυτή η υπεραξία στις κοινότητες ή συσσωρεύεται στους διαμεσολαβητές και ποιος ο ρόλος των τοπικών παραγωγών, των πολιτιστικών συλλόγων κ.ά. στην οικονομική αποτύπωση της πολιτισμικής εργασίας.

Σύμφωνα με τον Throsby (2001), η πολιτισμική δημιουργία έχει διττή φύση, παράγει οικονομική και συμβολική αξία.

Η μουσική ορχήστρα του πανηγυριού, η αναπαράσταση τοπικών παραδόσεων αποτελούν φορείς άυλης πολιτισμικής υπεραξίας, που όμως δεν καταγράφεται/αποτυπώνεται πάντα στα οικονομικά αποτελέσματα ή στα business plans των πολιτιστικών διοργανώσεων.

Η αυθεντικότητα ως επιτελούμενο αφήγημα δεν είναι στατική (Bruner, 2005), είναι μία διαρκής διαπραγμάτευση μεταξύ του κοινού και της κοινότητας για το τι είναι «παραδοσιακό» και τι όχι.

Ο τουρίστας αποζητά το «πραγματικό», αλλά το πραγματικό είναι συχνά αποτέλεσμα σκηνοθεσίας, επινόησης, επιλεκτικής μνήμης.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ λειτουργούν ως πεδία πολιτισμικής διαπραγμάτευσης, όπου η παράδοση συνδιαλέγεται με σύγχρονες επιρροές – από μοντέρνα μουσικά σχήματα μέχρι αγορές προϊόντων που απομακρύνονται από την τοπική αυθεντικότητα.

Πρόκειται για υβριδικά φαινόμενα, που δεν είναι ούτε αυθεντικά ούτε ψεύτικα, αλλά εξυπηρετούν υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες. Η οικονομία των πανηγυριών δεν περιορίζεται στα όρια μιας συμβατικής αγοραίας δραστηριότητας, αλλά συγκροτεί έναν μικρόκοσμο όπου διασταυρώνονται η συλλογική μνήμη, οι κοινωνικοί δεσμοί της κοινότητας και η εμπορική διάσταση της πολιτισμικής εμπειρίας.

Η συμμετοχή σε ένα πανηγύρι δεν είναι μόνο καταναλωτική πράξη αλλά και πολιτισμική κατάθεση.

Ωστόσο, απαιτείται προσοχή ώστε το πανηγύρι να μην εξελιχθεί σε αποστειρωμένο event, αποκομμένο από την κοινότητά του.

Η μελέτη των πανηγυριών ως πολιτισμικών – οικονομικών γεγονότων μπορεί να συμβάλει στον σχεδιασμό πολιτικών που αναγνωρίζουν την άυλη πολιτισμική εργασία, επιβραβεύουν τους τοπικούς δημιουργούς και θεσμοθετούν δείκτες επιστροφής προς την κοινότητα.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, όμως, όταν η αυθεντικότητα σκηνοθετείται; Η έννοια του Potemkin village προέρχεται από τον Ρώσο αξιωματούχο Grigory Potemkin, ο οποίος λέγεται ότι κατασκεύαζε ψεύτικα χωριά-βιτρίνες κατά την περιοδεία της Μεγάλης Αικατερίνης, ώστε να της δείξει μια ωραιοποιημένη εκδοχή της πραγματικότητας.

Σήμερα, η θεωρία χρησιμοποιείται ευρύτερα για να περιγράψει περιπτώσεις επιφανειακής βιτρίνας χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο – όπου δηλαδή κάτι φαίνεται αυθεντικό, παραδοσιακό ή κοινωνικά ωφέλιμο, αλλά στην πράξη είναι σκηνοθετημένο, χωρίς σύνδεση με την κοινότητα.

Τα καλοκαιρινά πανηγύρια ενίοτε κινδυνεύουν να γίνουν Potemkin πολιτισμικά τοπία.

Εμφανίζουν «παράδοση» σε τουρίστες, αλλά οι φορείς της παράδοσης δεν πληρώνονται πάντα, προβάλλουν «τοπική ταυτότητα» με προϊόντα εισαγωγής και μουσικά σχήματα της showbiz και υπόσχονται «κοινοτική ενδυνάμωση», αλλά η υπεραξία καταλήγει πολλές φορές εκτός της κοινότητας.

Άρα χωρίς ουσιαστική λογοδοσία και συμμετοχή των φορέων της πολιτισμικής δημιουργίας, το πανηγύρι κινδυνεύει να μετατραπεί σε Potemkin village, σε σκηνικό βιωματικής κατανάλωσης, όπου η κοινότητα απουσιάζει από το παρασκήνιο της ίδιας της παράδοσής της.

Η χρήση του παραπάνω παραδείγματος χρησιμοποιείται όχι για να «ακυρώσει» το πανηγύρι ως κάτι ψεύτικο, αλλά για να αναδείξει τις εντάσεις ανάμεσα στην αυθεντικότητα, την τουριστική προσδοκία και την κατασκευασμένη/επινοημένη βιωματικότητα.

Στα ελληνικά πανηγύρια συχνά παρατηρείται μια σκηνοθετημένη ανασύνθεση του τοπικού, όπου τα παραδοσιακά στοιχεία δεν απευθύνονται μόνο στην ίδια την κοινότητα, αλλά διαμορφώνονται και για τις προσδοκίες ενός εξωτερικού κοινού που αναζητά «πολιτισμικές εμπειρίες».

Η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ του πανηγυριού, συχνά εναρμονίζεται με τις προσδοκίες του θεατή/ επισκέπτη, δημιουργώντας ένα αισθητικό και κοινωνικό συμβάν που φέρει ταυτόχρονα στοιχεία αυθεντικής βιωματικής πρακτικής και κατασκευασμένης λαογραφικής αναπαράστασης.

Έτσι, η μεταφορά των Potemkin villages, εφόσον μετασχηματιστεί σε ένα εργαλείο ανάλυσης πολιτισμικής επιτέλεσης, επιτρέπει την ανάγνωση του πανηγυριού ως υβριδικού πολιτισμικού χώρου – ανάμεσα στο τοπικά βιωμένο και στο τουριστικά προσφερόμενο.

Η έννοια της οικονομίας της αυθεντικότητας (Taylor, 2001 – Cohen, 1988) συνεισφέρει σε αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση, υποδεικνύοντας ότι το πολιτισμικό γεγονός αποκτά αξία όχι μόνο ως λαϊκή έκφραση, αλλά και ως ανταλλάξιμο σύμβολο σε μια αγορά αναζητούμενων αυθεντικών εμπειριών.

Παράλληλα, η επιτελεστική λαογραφία (Bauman & Briggs, 1990) εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές κοινότητες διαπραγματεύονται την αναπαράσταση της παράδοσης, διεκδικώντας το δικαίωμα στη διαχείριση του πολιτισμικού νοήματος.

Συνεπώς, τα πανηγύρια δεν μπορούν να ιδωθούν ούτε ως θραύσματα αυθεντικής μνήμης ούτε αποκλειστικά ως τουριστικά προϊόντα.

Αποτελούν σύνθετους κοινωνικοπολιτισμικούς σχηματισμούς, όπου η οικονομία, η μνήμη, η επιτελεστικότητα και η προσδοκώμενη αυθεντικότητα συνυπάρχουν.

Η διαδικασία μετατροπής ενός τόπου ή πρακτικής σε υπερ-σκηνοθετημένη, «αποστειρωμένη» και εμπορευματοποιημένη εκδοχή για μαζική κατανάλωση εξηγείται και με το φαινόμενο της Disneyland (Bryman, 2004).

Η ντισνεϊλαντοποίηση (Disneyization) αναφέρεται στη διαδικασία μετατροπής πολιτιστικών -τουριστικών εμπειριών σε θεματικά πάρκα, όπου η αυθεντικότητα αντικαθίσταται από εμπορικά και καταναλωτικά στοιχεία. Αυτό το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί σε φεστιβάλ που, ενώ προβάλλονται ως αυθεντικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, στην πραγματικότητα είναι προσεκτικά σχεδιασμένες εμπειρίες που εξυπηρετούν εμπορικούς σκοπούς.

Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ αναπαράσταση στο πανηγύρι δεν είναι ποτέ ουδέτερη, φέρει ιδεολογικά φορτία που ανακινούν συλλογικές μνήμες και ταυτότητες.

Όπως παρατηρεί ο κ. Μάριος Χατζόπουλος (2022) στο έργο του «Από την ανάσταση στην επανάσταση: “ιεροί” μύθοι, μοτίβα και σύμβολα στον Πόλεμο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», οι ιστορικοί μύθοι και τα τελετουργικά μοτίβα, όπως αυτά του Αγώνα του ’21, συγκροτούνται μέσα από δημόσιες επιτελέσεις που ενισχύουν την εθνική συνοχή.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, το πανηγύρι μπορεί να λειτουργήσει ως ζωντανό βίωμα ταυτότητας και συλλογικής μνήμης, όπου η αυθεντικότητα δεν είναι μόνο πολιτισμική, αλλά και φορέας ενός ήπιου, συναισθηματικά φορτισμένου εθνικισμού.

Ο συνδυασμός των χωριών Ποτέμκιν και της ντισνεϊλαντοποίησης αναδεικνύει τις εντάσεις ανάμεσα στη λαϊκή έκφραση και στην εμπορευματοποίηση της παράδοσης.

Αν όμως η ιδεολογική αυτή διάσταση αναγνωριστεί κριτικά, τότε το πανηγύρι δεν αποτελεί απλώς σκηνογραφία, αλλά ενεργή πράξη πολιτισμικού αναστοχασμού, πάνω στην καταγωγή, στην ταυτότητα και στη μνήμη.