Τoυ Απόστολου Βλάχου, οικονομολόγου, επιχειρηματία
Η ΔΗΜΟΣΙΑ συζήτηση στην Ελλάδα σπανίως εστιάζει στα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας μας.
ΑΝ ΚΑΙ ΒΙΩΝΟΥΜΕ καθημερινά τις συνέπειες των επιλογών μας -από το κόστος ζωής έως την ποιότητα των θέσεων εργασίας-, το οικονομικό περιεχόμενο του δημόσιου διαλόγου παραμένει εσκεμμένα επιφανειακό, επειδή είναι αδύνατον να εξηγηθεί το έλλειμμα της πραγματικής μας οικονομίας χωρίς να αποκαλυφθούν οι πραγματικές και βαθιές αιτίες.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ αυτόν, απουσιάζει εντελώς από τον δημόσιο λόγο το τεράστιο έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου, παρότι είναι ο καθρέφτης της
παραγωγικής μας πραγματικότητας.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ισοζύγιο καταγράφει τη διαφορά μεταξύ της αξίας των εξαγόμενων και εισαγόμενων αγαθών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ισοζύγιο αυτό παραμένει χρόνια αρνητικό: το 2023, το έλλειμμα ανήλθε σε 31,5 δισ. ευρώ, ενώ και το πρώτο τρίμηνο του 2025 καταγράφηκε επιδείνωση.
Αυτό σημαίνει ότι η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί ούτε για την εσωτερική κατανάλωση, πολλώ δε μάλλον για τη διαμόρφωση εξαγωγικής ταυτότητας.
ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με το ΑΕΠ, το οποίο μπορεί να αυξηθεί τεχνητά μέσω δαπανών ή εισροών κεφαλαίων, το εμπορικό ισοζύγιο αποτυπώνει τις δομικές αδυναμίες της οικονομίας: παραγωγικό κενό, περιορισμένη βιομηχανική βάση, έλλειψη τεχνολογικής αυτάρκειας.
Το δε συνεχές έλλειμμα επιφέρει εξάρτηση από εξωτερική χρηματοδότηση, επιβαρύνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και επηρεάζει την ευστάθεια του δημόσιου χρέους.
ΣΥΝΕΠΩΣ, το εμπορικό ισοζύγιο δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Είναι πολιτικός δείκτης εθνικής κυριαρχίας.
ΚΙ ΌΜΩΣ, δεν λείπουν οι «ειδικοί» των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, οι οποίοι πανηγυρίζουν για την «επιτυχημένη πορεία της ελληνικής οικονομίας», επειδή βλέπουν κάποιους λίγους και προνομιούχους να αναπτύσσονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αγνοώντας συστηματικά το κυριότερο μέγεθος της εθνικής οικονομίας: το εμπορικό ισοζύγιο.
Η ΑΛΛΑΓΗ του παραγωγικού μοντέλου δεν είναι ζήτημα τεχνοκρατικό. Είναι πράξη πολιτική και, είτε έτσι είτε αλλιώς, εκφράζει συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα, εκφρασμένα από τις πολιτικές παρατάξεις του νεοελληνικού κράτους.
Καμία από τις σημερινές πολιτικές παρατάξεις δεν μπορεί να έχει λόγο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, εφόσον δεν αναφέρονται στην ανάγκη για έναν διαφορετικό κρατικό μηχανισμό, ο οποίος έχει αυτοτελή χαρακτηριστικά, δεν μπορεί εκ της δομής του να αποτελεί λάφυρο στα χέρια του εκάστοτε εκλογικού νικητή και συνεπώς δεν θα κατασπαταλώνται οι δημόσιοι πόροι κάτω από μεγαλόστομες υποσχέσεις και εντυπωσιακούς τίτλους.
ΣΥΝΕΠΩΣ, όποιος αναφέρεται στην παραγωγική ανασυγκρότηση χωρίς να θίγει το θεσμικό, χρηματοδοτικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγεται το έλλειμμα, έχει ως αποκλειστικό σκοπό να συγκαλύψει τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ της εσωτερικής παραγωγικής μας ικανότητας δεν μπορεί να προέλθει από τις αιτίες οι οποίες μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο.
Η τροφοδότηση των εισαγωγών από επιδοματικές λογικές, ο προσανατολισμός της οικονομίας προς τις υπηρεσίες, η σπάταλη λειτουργία του δημόσιου τομέα, τα συντεχνιακά εμπόδια και οι κλειστές επιχειρηματικές ευκαιρίες, είναι παράγοντες οι οποίοι διαμόρφωσαν δομές, οι οποίες δύσκολα ανατρέπονται χωρίς πολιτική βούληση.
Κανένα από τα σημερινά πολιτικά κόμματα, όπως και αν αυτοχαρακτηρίζεται, δεν μπορεί και δεν θέλει να αλλάξει αυτές τις δομές, επειδή μέσα από αυτές αναπαράγονται και τα ίδια.