Skip to main content

Στρατιωτικοί προϋπολογισμοί και οικονομική ανάπτυξη

Νέα έρευνα αναδεικνύει ότι οι στρατιωτικές δαπάνες μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη υπό συγκεκριμένες συνθήκες

Των Ελευθέριου Γούλα, επ. καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Πατρών, Χρήστου Καλλανδράνη & Δημήτρη Δημητρίου, επ. καθηγητών στο Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

ΤΟ ΝΕΟ πρόγραμμα επανεξοπλισμού της Ευρώπης, γνωστό ως SAFE, σηματοδοτεί μια στροφή προς την ενίσχυση και την επιτάχυνση της παραγωγής όπλων και πυρομαχικών εντός της Ε.Ε., μειώνοντας την εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει κοινές επενδύσεις, τεχνολογική συνεργασία και ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.

ΕΠΙΣΗΣ, η πρόταση ενεργοποίησης ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, όπως πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνθέτει συνδυαστικά ένα πρόγραμμα εκτοξεύοντας το κόστος σε δυσθεώρητο ύψος.

Ο Ελευθέριος Γούλας

ΥΠΟ ΑΥΤΟ το πρίσμα, σε μια εποχή αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και επανεξοπλισμού, μια πρόσφατη μελέτη, που καλύπτει 135 χώρες για σχεδόν τρεις δεκαετίες, ρίχνει νέο φως στο πώς οι στρατιωτικές δαπάνες επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη – με σημαντικές επιπτώσεις για την παγκόσμια πολιτική και γεωστρατηγική.

Η ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ συζήτηση «όπλα ή βούτυρο» (guns vs butter) έχει συχνά απεικονίσει τις στρατιωτικές δαπάνες ως επιβάρυνση για την οικονομική απόδοση, απομακρύνοντας επενδύσεις στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τις υποδομές.

Ωστόσο, αυτή η νέα έρευνα αναδεικνύει μια πιο λεπτομερή πραγματικότητα: οι στρατιωτικές δαπάνες μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη – αλλά μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες.

Ο Ρόλος της Αποδοτικότητας

1. Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι δεν είναι όλες οι στρατιωτικές δαπάνες ίδιες. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η αποδοτικότητα – που ορίζεται όχι μόνο από το πόσα δαπανά μια χώρα, αλλά και από το πόσο ορθά ξοδεύει.

2. Δύο βασικοί δείκτες στρατιωτικής αποδοτικότητας εξετάστηκαν: Ένταση Κεφαλαίου: Μετρημένη ως στρατιωτική δαπάνη ανά στρατιώτη, η οποία αντικατοπτρίζει πόσο τεχνολογικά προηγμένες είναι οι ένοπλες δυνάμεις.

Χώρες με υψηλή κεφαλαιακή ένταση επενδύουν περισσότερο σε εξοπλισμό και καινοτομία, βασιζόμενες λιγότερο σε ανθρώπινο δυναμικό.

Η μελέτη διαπιστώνει ότι σε αυτές τις χώρες οι στρατιωτικές δαπάνες είναι λιγότερο επιβλαβείς -και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και ωφέλιμες- για την οικονομική ανάπτυξη.

Ικανότητα Εξαγωγής Όπλων: Χώρες που παράγουν και εξάγουν στρατιωτικό εξοπλισμό επωφελούνται από οικονομίες κλίμακας και τεχνολογικές διαχυτικές επιδράσεις (spillovers).

Ο Χρήστος Καλλανδράνης

Αυτά τα έθνη όχι μόνο αποκτούν έσοδα, αλλά και ενισχύουν την ευρύτερη βιομηχανική ανάπτυξη, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη του ΑΕΠ.

Και οι δύο δείκτες, ανεξάρτητα και σε συνδυασμό, δείχνουν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες που ευθυγραμμίζονται με την αποδοτικότητα μπορούν να αντιστρέψουν τον παραδοσιακά αρνητικό τους αντίκτυπο στην οικονομία.

Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στον εκσυγχρονισμό και τη στρατηγική ικανότητα αντί για το μέγεθος ή τον αριθμό των στρατιωτικών δυνάμεων.

3. Συμμετοχή σε Συμμαχίες: ΝΑΤΟ vs Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης:

Η μελέτη επίσης διερεύνησε πώς οι στρατιωτικές συμμαχίες επηρεάζουν τη σύνδεση αποδοτικότητας και ανάπτυξης. Μια σαφής διάκριση προκύπτει μεταξύ συμμετοχής στο ΝΑΤΟ και συμμετοχής στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ):

  • Μέλη του ΝΑΤΟ: Ακόμα και τα έθνη με χαμηλότερα επίπεδα στρατιωτικής αποδοτικότητας φαίνεται να επωφελούνται από τη συμμετοχή τους στη συμμαχία. Η θεσμική ωριμότητα  του ΝΑΤΟ -συμπεριλαμβανομένων των κοινών ασκήσεων, των μεταφορών τεχνολογίας και του βιομηχανικού συντονισμού- βοηθά τα μέλη του να μεγιστοποιήσουν την αξία των στρατιωτικών δαπανών τους.
  • Μέλη του ΟΣΣ: Αντίθετα, οι χώρες του ΟΣΣ, μεταξύ των οποίων η Κίνα και η Ρωσία ως βασικά μέλη, με λιγότερο αποτελεσματικούς στρατιωτικούς τομείς, βιώνουν πιο έντονα αρνητικά αποτελέσματα από τις αμυντικές δαπάνες. Η συμμαχία στερείται των μηχανισμών δομικής ενσωμάτωσης και κατανομής πόρων που καθορίζουν το ΝΑΤΟ.

ΑΥΤΟ υποδηλώνει ότι το ΝΑΤΟ παρέχει μια μορφή «προστασίας» όχι μόνο σε στρατιωτικούς όρους, αλλά και οικονομικά, ενισχύοντας την απόδοση της στρατιωτικής επένδυσης για τα μέλη του.

Επιπτώσεις Πολιτικής

Η ΜΕΛΕΤΗ καταλήγει σε σημαντικές προτάσεις πολιτικής για τις εθνικές κυβερνήσεις, τους σχεδιαστές άμυνας και τους διεθνείς θεσμούς:

  • Στόχευση στην Έξυπνη Δαπάνη: Πέρα από την κάλυψη του ορίου των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, οι πολιτικοί υπεύθυνοι θα πρέπει να δώσουν έμφαση στο πώς αξιοποιούνται αυτά τα ποσά. Η κεφαλαιακή επένδυση, η έρευνα και ανάπτυξη, και η υποστήριξη των εγχώριων αμυντικών βιομηχανιών αποδίδουν πολύ καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα από την απλή αύξηση του αριθμού των εργαζομένων ή τη συντήρηση παλαιών εξοπλισμών.
  • Υποστήριξη Εγχώριων Αμυντικών Βιομηχανιών: Η ενθάρρυνση της ανάπτυξης και εξαγωγής όπλων -εντός ηθικών και νομικών πλαισίων- μπορεί να βοηθήσει στην αντιστάθμιση του δημοσιονομικού βάρους των στρατιωτικών προϋπολογισμών. Οι χώρες με ισχυρές βιομηχανίες όπλων όχι μόνο αυξάνουν το ΑΕΠ τους, αλλά και ενισχύουν το τεχνολογικό τους πλεονέκτημα.
  • Εκμετάλλευση των Συμμαχιών για Οικονομικό Όφελος: Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ προσφέρει περισσότερα από ασφάλεια. Η συνεργατική του υποδομή μπορεί να βοηθήσει τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη μέλη να αναβαθμίσουν τη στρατιωτική τους ικανότητα αποτελεσματικά. Οι χώρες εκτός τέτοιων συμμαχιών μπορεί να χρειαστεί να επανεξετάσουν τη στρατηγική άμυνάς τους ή να επιδιώξουν βαθύτερη ενσωμάτωση για να επιτύχουν παρόμοια οφέλη.
  • Προσαρμογή στις πολιτικές δυνατότητες: Για χώρες με περιορισμένες αμυντικές βιομηχανικές ή τεχνολογικές δυνατότητες, οι αδιάκριτες αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες μπορεί να είναι αντιπαραγωγικές. Αυτά τα έθνη μπορεί να εξυπηρετηθούν καλύτερα μέσω περιφερειακών συνεργασιών, μεταφορών τεχνολογίας ή εστιάζοντας σε εξειδικευμένες θέσεις εντός του τομέα της άμυνας.

Συμπερασματικά

Ο Δημήτριος Δημητρίου

ΑΥΤΗ η έρευνα αμφισβητεί τη συμβατική πεποίθηση ότι οι στρατιωτικές δαπάνες βλάπτουν εγγενώς την οικονομική ανάπτυξη.

ΑΝΤΊΘΕΤΑ, τονίζει το πώς και με ποιον τρόπο γίνεται η επένδυση στην άμυνα. Σε έναν κόσμο όπου οι απειλές ασφαλείας αυξάνονται και οι κρατικοί προϋπολογισμοί είναι περιορισμένοι, η στρατηγική αποδοτικότητα -όχι απλώς περισσότερες δαπάνες- είναι το κλειδί για να διασφαλιστεί ότι η εθνική άμυνα υποστηρίζει, αντί να εμποδίζει, την οικονομική ευημερία.

ΟΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ χάραξης πολιτικής θα πρέπει να το σημειώσουν: οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί δεν αφορούν μόνο την ασφάλεια. Αν γίνουν σωστά, αφορούν επίσης και την έξυπνη οικονομία.