Του Γιώργου Λαγαρία, Chief Economist, Forvis Mazars
ΠΡΙΝ ΑΠΟ περίπου έναν μήνα, ο 47ος Αμερικανός πρόεδρος σόκαρε τον κόσμο ανεβάζοντας τους δασμούς των ΗΠΑ σε δυσθεώρητα επίπεδα. Και όμως δεν πρωτοτυπεί. Ο Ντ. Τραμπ έγινε ο τρίτος πρόεδρος σε 54 χρόνια που ανατρέπει ένα παγκόσμιο σύστημα εμπορίου και συναλλαγών.
Οι συνέπειες ίσως είναι εξίσου δραματικές με τις απόπειρες των προηγούμενων δύο.
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ φορά που ένας πρόεδρος σόκαρε την παγκόσμια οικονομική κοινότητα ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον το 1971.
Το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς υπήρχε ήδη από το 1944.
Έδινε το δικαίωμα στους επενδυτές να αλλάξουν το δολάριο με σταθερή ισοτιμία χρυσού, ενώ σταθεροποιούσε και τα υπόλοιπα παγκόσμια νομίσματα σε σχέση με το δολάριο.
Ήταν το σύστημα που έκανε το δολάριο υπερδύναμη. Λειτουργούσε καλά στην αρχή του, όταν η Αμερική ήταν η μοναδική μεγάλη χώρα που κρατούσε άθικτες τις υποδομές της μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
ΌΜΩΣ μέχρι το 1968 το σύστημα ήδη δεχόταν πιέσεις και ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ο Λίντον Τζόνσον «έσπασε» δημοσιονομικά τη χώρα, προσπαθώντας να πληρώσει τόσο για τον πόλεμο στο Βιετνάμ όσο και για τη «Μεγάλη Κοινωνία».
Το 1971 ο Νίξον υπαναχώρησε από την υποχρέωση να ανταλλάσσει τα δολάρια με χρυσό και κήρυξε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να τυπώσουν όσα δολάρια ήθελαν, ανεξαρτήτως του αποθεματικού σε χρυσό.
Μπήκαμε έτσι στην εποχή του μονεταρισμού. Ακολούθησε μια «χαμένη δεκαετία» υψηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανάπτυξης.
Το πρώτο πείραμα αποσταθεροποίησης του συστήματος ώστε αυτό να δουλέψει για τις ΗΠΑ απέτυχε.
ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ μετά το «Σοκ του Νίξον», ο Ρόναλντ Ρίγκαν κατάφερε κάπως να ισορροπήσει την οικονομία, με τη βοήθεια του Πολ Βόλκερ, του προέδρου της Fed, που αύξησε τα επιτόκια κοντά στο 20% σταθεροποιώντας τον πληθωρισμό.
Όμως μέχρι τότε η φτηνή, τεχνολογικά αναπτυγμένη, πειθαρχημένη και αποδοτική Ιαπωνία ξεπερνούσε πλέον τον Αμερικανό γίγαντα σε βιομηχανικές δυνατότητες.
Το 1985, στο ξενοδοχείο Plaza της Ν. Υόρκης, ο Ρίγκαν προσπαθώντας να την αναχαιτίσει και να ξαναδώσει ζωή στην αμερικανική βιομηχανία, απαίτησε από τους εμπορικούς του εταίρους, την Ιαπωνία, τη Δ. Γερμανία, το Ην. Βασίλειο και τη Γαλλία, να δεχτούν χωρίς αντίποινα την υποτίμηση του δολαρίου.
Με κάποια ανταλλάγματα, και την ευγενική υπενθύμιση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος εν καιρώ Ψυχρού Πολέμου, υπεγράφη το σύμφωνο του Plaza. Όμως και αυτή η παρέμβαση δεν ήταν πετυχημένη.
Δύο χρόνια αργότερα, το δολάριο βρισκόταν σε ανεξέλεγκτη πτώση, και χρειάστηκε ένα ακόμα σύμφωνο, αυτό του Λούβρου, για να το σταθεροποιήσει. Και όταν και αυτό απέτυχε, λίγους μήνες αργότερα οι αγορές βίωσαν τη Μαύρη Δευτέρα του Οκτωβρίου του 1987, τη χειρότερη μέρα στην ιστορία τους.
ΔΥΟ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ επανεκκινήσεις του συστήματος απέτυχαν. Όμως οι παγκόσμιες οικονομικές πιέσεις -και κάποιες αποτυχημένες πολιτικές του Γκορμπατσόφ- γονάτισαν τη Σοβιετική Ένωση, ανοίγοντας έτσι τις ανατολικές αγορές στις ΗΠΑ, και ξεκινώντας την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία ευνόησε αρχικά και την αμερικανική βιομηχανία.
Το 1995 το ίντερνετ έκανε τις ασιατικές αγορές προσβάσιμες, ενώ το νέο σύστημα εμπορίου πήρε και επίσημη βούλα με την εισδοχή της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2000.
Ακόμα και τότε, όμως, η αμερικανική ανάπτυξη δεν ήταν αρκετή για τους ψηφοφόρους. Ευτυχώς, μετά από χρόνια χαλάρωσης του χρηματοπιστωτικού εποπτικού πλαισίου, οι τράπεζες άνοιξαν τις κάνουλες του δανεισμού τόσο πολύ, ώστε έφεραν τη Μεγάλη Κρίση του 2008 και κατόπιν χρόνια χαμηλής ανάπτυξης.
Η πανδημία έδωσε το τελειωτικό χτύπημα σε ένα αμερικανοκεντρικό σύστημα, το οποίο οι Αμερικανοί θεωρούν ότι δεν λειτουργεί για αυτούς.
ΒΕΒΑΙΑ, τίποτα δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Η χαμηλή ανάπτυξη είναι παγκόσμιο πρόβλημα και η Αμερική δεν έχει χάσει έδαφος. Απλώς φοβάται την Κίνα.
Το 1990 η Αμερική είχε το 27,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ και η Κίνα μόλις το 1,7%. Το 2024 η Αμερική είχε το 26,1% και η Κίνα το 18%.
Γίνεται σαφές λοιπόν πως για τον Αμερικανό πρόεδρο το πρόβλημα δεν είναι η δική του ανάπτυξη, αλλά αυτή της Κίνας. Και επιχειρεί να την ανακόψει, όπως ο Ρίγκαν ανέκοψε της Ιαπωνίας.
ΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟ τις 2 Απριλίου ο κ. Τραμπ έχει υπαναχωρήσει σε κάποια μέτρα, οι δασμοί έχουν πλέον περάσει από το επίπεδο των «απειλών» και «της τέχνης της διαπραγμάτευσης» στο επίπεδο των οικονομικών συνεπειών και της επιχειρηματικής, γεωπολιτικής και γεωοικονομικής αβεβαιότητας.
Ήδη η αμερικανική οικονομία συρρικνώθηκε στο πρώτο τρίμηνο του έτους, για πρώτη φορά από το 2021. Ακόμα και αν η συρρίκνωση είναι εν πολλοίς εικονική καθώς οφείλεται σε εκτόξευση των εισαγωγών που μετρούν αρνητικά στον υπολογισμό του ΑΕΠ, η γενικότερη εικόνα είναι αυτή της μακροοικονομικής μεταβλητότητας και τέλειας αβεβαιότητας.
Η Apple, παρά τα καλά της κέρδη, προειδοποίησε ότι τα έξοδά της θα αυξηθούν κατά $900 εκατ. μόνο το ερχόμενο τρίμηνο. Η UPS απέλυσε 20.000 μεταφορείς. Οι καταναλωτές είναι εξαιρετικά απαισιόδοξοι και το NFIB, το αμερικανικό ινστιτούτο μικρών επιχειρήσεων, βλέπει 90% πιθανότητα ύφεσης.
Ο ΝΤΟΝΑΛΝΤ Τραμπ είναι ο τρίτος Αμερικανός πρόεδρος που αναλαμβάνει το σισύφειο έργο να αλλάξει το δολαριακό σύστημα παγκοσμίου εμπορίου. Λογικά η απόπειρά του θα έχει την τύχη των δύο προηγουμένων, που και αυτές απέτυχαν.
Ένας πρόεδρος με προτεραιότητα τη λαϊκή επικοινωνία, που ξηλώνει τα θεμέλια του αμερικανικού κράτους και του δολαρίου, καθώς και τις αναπτυξιακές προοπτικές των εθνικών του εταιρικών πρωταθλητών, δύσκολα θα πετύχει εκεί που απέτυχαν ο ευφυέστατος (καίτοι διεφθαρμένος) Νίξον και ο statesman Ρίγκαν.
Η αποτυχία θα σημάνει πιθανότητα χαμηλή ανάπτυξη και απρόβλεπτο πληθωρισμό. Ακόμα και αν σταθεί τυχερός και η Κίνα καταρρεύσει πρώτη, όπως παλιότερα η Σ. Ένωση, δεν έχει πολλά να κερδίσει, καθώς οι δύο οικονομίες είναι αλληλένδετες.
Και πλέον δεν θα υπάρχουν καινούργιες αγορές για να διασώσουν την Αμερική από τις φοβίες της – και τους «σωτήρες» της.