Του Άγγελου Χρυσόγελου
Αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
Πριν από λίγο καιρό είχαμε δύο εκλογικά αποτελέσματα που ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον για προώθηση συγγενών ιδεολογικά δυνάμεων διεθνώς. Το ενδιαφέρον των ΜΜΕ κέρδισαν οπωσδήποτε οι συνήθως βαρετές για το διεθνές κοινό εκλογές στον Καναδά, όπου το κυβερνών Φιλελεύθερο Κόμμα κατάφερε μια επική ανατροπή επί των Συντηρητικών παίζοντας το αντι-τραμπικό χαρτί.
Χωρίς να έχουν την ίδια βαρύτητα στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ (ίσως γιατί ο Τραμπ είχε εμμονή με τον Καναδά και δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα), στις εκλογές στην Αυστραλία, μερικές μέρες μετά, το κυβερνών κεντροαριστερό Εργατικό Κόμμα επανεξελέγη και εκεί. Με τους Εργατικούς να κυβερνούν στη Βρετανία, η μοναδική άλλη αγγλόφωνη δημοκρατία που έχει δεξιά κυβέρνηση σήμερα είναι η Νέα Ζηλανδία – επιβεβαιώνοντας τον άγραφο κανόνα ότι, παρά τις ομοιότητές τους, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία σπάνια συγχρονίζονται πολιτικά.
Οι διεθνείς αναλυτές ερμήνευσαν αυτά τα δυο αποτελέσματα ως μια πρώτη διεθνή απόρριψη των σχεδίων του Ντόναλντ Τραμπ και αυτό δεν είναι απαραίτητα λάθος. Στον Καναδά ειδικά, όπου ο επιλεκτικός αντι-αμερικανισμός είναι πάντα ένα πολύτιμο όπλο για τους Φιλελεύθερους, όποτε προσπαθούν να γαντζωθούν στην εξουσία, το εκλογικό αποτέλεσμα και ιδιαίτερα η ήττα των Συντηρητικών δεν μπορούν να ερμηνευθούν έξω από τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου τους τελευταίους μήνες. Αντίστοιχα στην Αυστραλία, θέματα όπως το περιβάλλον και η εθνική ταυτότητα της χώρας, με δεδομένο το αποικιακό παρελθόν της, έχουν σημαντικές αναλογίες με αντίστοιχες συζητήσεις στις ΗΠΑ, οπότε η παρουσία του Τραμπ μάλλον προκάλεσε και εκεί προοδευτικές αντι-συσπειρώσεις.
Το τι θα σημαίνουν αυτά τα αποτελέσματα στην πράξη δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα βέβαια. Η εμπειρία των Βρετανών Εργατικών τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησής τους υπενθυμίζει ότι, οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις των αγγλοσαξονικών χωρών παραμένουν πάντα εξαιρετικά νομιμόφρονες προς τις ΗΠΑ, ακόμα και όταν αυτές κυβερνώνται από τους Ρεπουμπλικάνους.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι, παρόλο που κάποιοι φαντασιώνονται την «αντίσταση» να ξεκινά με τα εκλογικά αποτελέσματα σε Καναδά και Αυστραλία, αυτά έλαβαν χώρα σε δύο από τις πιο συμμαχικές, πολιτιστικά συγγενείς και στρατηγικά εξαρτημένες από τις ΗΠΑ χώρες. Ακόμα και στον Καναδά μπορούμε να υποθέσουμε ότι -παρά τις όποιες ρητορικές κορόνες- ο νέος πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϊ δύσκολα θα προβεί σε ουσιαστικές πράξεις στρατηγικής απεξάρτησης από τις ΗΠΑ, κάτι άλλωστε που δεν είχε συμβεί ούτε στη χρυσή εποχή του αντι-αμερικανικού εθνικισμού κεντροαριστερής κοπής στις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα σε Αυστραλία και Καναδά αποδεικνύουν ότι αυτές οι δύο χώρες παραμένουν πλήρως ενταγμένες στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, ακριβώς επειδή οι εκλογές τους λειτούργησαν ως αντίδραση στον Τραμπ. Σε τέτοιες χώρες η έννοια της «αντίδρασης» στην αμερικανική επιρροή δεν αφορά ένα συνεπές αίτημα εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά ένα εκκρεμές που κινείται ανάλογα με τις ιδεολογικές εξελίξεις μέσα στις ΗΠΑ. Οι συντηρητικοί σε Καναδά και Αυστραλία, άλλωστε, είχαν πολύ κοντινές σχέσεις με τους Ρεπουμπλικάνους του Τζορτζ Μπους στη δεκαετία του 2000, όπως και τα αντίστοιχα κεντροαριστερά κόμματα με τους Δημοκρατικούς. Στη Βρετανία από την άλλη το αντι-αμερικανικό αίσθημα αναφύεται στα δεξιά ή στα αριστερά ως αντίδραση στις αντίρροπες δυνάμεις στις ΗΠΑ. Στα χρόνια της κυβέρνησης Μπάιντεν ήταν πολύ σύνηθες Βρετανοί συντηρητικοί σχολιαστές να μιλούν για τη «βλαβερή επιρροή των ΗΠΑ», εννοώντας τη woke κουλτούρα και την πολιτική των (προοδευτικών) ταυτοτήτων. Σήμερα με τον Τραμπ είναι το προοδευτικό στρατόπεδο που υπερθεματίζει σε αιτήματα απαγκίστρωσης από τις ΗΠΑ.
Από αυτήν τη σκοπιά, οι αγγλοσαξονικές δημοκρατίες αποτελούν στην πραγματικότητα «περιφέρειες» του αμερικανικού «κέντρου», κατ’ ουσίαν περιφερειακά υπο-συστήματα εθνικής κυριαρχίας μέσα στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Περιφερειακές αντιδράσεις σε εξελίξεις μέσα στον πυρήνα απλά επιβεβαιώνουν την εξάρτηση αυτών των χωρών, η οποία βεβαίως επανεπιβεβαιώνεται θριαμβευτικά όταν το «σωστό» κόμμα κερδίζει στις ΗΠΑ, ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός.
Το μήνυμα για την Ευρώπη είναι ότι, αντί να παρασυρόμαστε από αυτό το ανούσιο εκκρεμές που αφορά την ευρύτερη αγγλοσαξονική σφαίρα, η στρατηγική απαγκίστρωση από τις ΗΠΑ είναι ένα πολύ πιο σοβαρό σχέδιο που ξεπερνάει τις όποιες εκλογικές εξελίξεις. Οι απότομες μεταπτώσεις του εκλογικού κοινού υπό την επιρροή των πιέσεων των ΗΠΑ, όπως είδαμε στον Καναδά, περισσότερο υποδηλώνουν μια βαθιά ψυχολογική εξάρτηση παρά ειλικρινή διάθεση ανεξαρτησίας. Από αυτήν τη σκοπιά, ήταν ευτυχές για την Ευρώπη ότι οι πρώτες εκλογές στην Ε.Ε. μετά τη νίκη Τραμπ ήταν αυτές στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη δύναμη της ηπείρου με ένα (ακόμα) σχετικά σταθερό κομματικό σύστημα, που μπόρεσε να οργανώσει τον διάλογο για τη μελλοντική πορεία της Ευρώπης με σχετική ηρεμία για τα δεδομένα της εποχής.
Πραγματικό δείγμα ανεξαρτησίας μιας χώρας (ή μιας ηπείρου) δεν είναι η παβλοφική αντίδραση σε εξωτερικές εξελίξεις του αυτοκρατορικού πυρήνα, αλλά η συζήτηση για το μέλλον με πνεύμα αυτοπεποίθησης, που δεν καθορίζεται από τις προτεραιότητες των διαφορετικών πλευρών της πόλωσης στις ΗΠΑ. Ίσα ίσα, ο φωνασκών αντι-τραμπισμός είναι στην πραγματικότητα η άλλη πλευρά του νομίσματος της διαρκούς εξάρτησης από τις ΗΠΑ της αντίπαλης πλευράς, των Δημοκρατικών. Η νοσταλγία για μια «ιδεατή» Αμερική, όμως, δεν είναι το ίδιο με το αίτημα της απαγκίστρωσης. Στα επόμενα χρόνια η Ευρώπη θα πρέπει να ξεκαθαρίσει μεταξύ αυτών των δύο επιλογών.