Των Ιωάννη Βλασσά, υποψήφιου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Νίκου
Γιαννακόπουλου, καθηγητή στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και Χρήστου Καλλανδράνη, επίκουρου καθηγητή Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
ΟΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν εδώ και χρόνια τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των νέων θέσεων εργασίας, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη, στην καινοτομία και την κοινωνική συνοχή.
Όμως, η πρόοδός τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση – μια πρόσβαση που δεν θεωρείται δεδομένη.
ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ το άρθρο αυτό διεξήγαγαν μια έρευνα που φιλοδοξεί να ρίξει φως σε ένα λιγότερο ορατό, αλλά κρίσιμο πρόβλημα: τις επιπτώσεις των χρηματοδοτικών περιορισμών στην απασχόληση.
Μελετώντας δεδομένα από χώρες της Ευρωζώνης για την περίοδο 2014-2022 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξετάζεται πώς επηρεάζεται η μεταβολή της απασχόλησης όταν οι ΜμΕ δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια, που αποτελούν και την κύρια πηγή εξωτερικών κεφαλαίων.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ότι οι επιχειρήσεις που δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση διαφέρουν συστηματικά από εκείνες που έχουν.

ΚΑΙ ΕΔΩ προκύπτει μια πολύ σημαντική διάκριση τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στην αγορά: δεν είναι όλες οι χρηματοδοτικές δυσκολίες ίδιες.
Υπάρχουν επιχειρήσεις που αιτούνται δάνειο και το αίτημά τους απορρίπτεται από τις τράπεζες – η γνωστή πιστωτική απόρριψη.
Υπάρχουν όμως κι άλλες που ενώ έχουν ανάγκη από χρηματοδότηση, δεν υποβάλλουν καν αίτηση.
Ο λόγος; Ο φόβος ότι θα απορριφθούν. Αυτή η δεύτερη ομάδα χαρακτηρίζεται στη σχετική βιβλιογραφία ως «αποθαρρημένοι δανειολήπτες» (discouraged borrowers) και είναι εκείνοι που εν τέλει αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη δυσκολία να αναπτυχθούν και να προσλάβουν προσωπικό.
ΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ είναι αποκαλυπτικά. Βάσει της έρευνας για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση (SAFE), που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τις επιχειρήσεις που κατάφεραν να εξασφαλίσουν τραπεζική χρηματοδότηση περισσότερες από το 31% δήλωσαν ότι αύξησαν την απασχόλησή τους το προηγούμενο εξάμηνο.
Αντίθετα, μόνο το 20% όσων δεν είχαν πρόσβαση σε χρηματοδότηση παρουσίασε αύξηση στην απασχόληση.
Η διαφορά υφίσταται ακόμα και όταν ληφθούν υπόψη παράγοντες που αφορούν χαρακτηριστικά της επιχείρησης, τον κλάδο και τη χώρα δραστηριότητας.

ΑΚΟΜΑ μια σημαντική διάσταση είναι ότι όσοι δεν έφθασαν στο σημείο να υποβάλουν αίτηση, ήτοι όσοι δηλώνουν αποθαρρημένοι δανειολήπτες, έχουν τη χαμηλότερη πιθανότητα να αυξήσουν το προσωπικό τους σε σχέση με όλες τις άλλες κατηγορίες δανειοληπτών που κατέθεσαν αίτηση δανείου, ανεξάρτητα του αποτελέσματος αυτής.
Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η αντίληψη της απόρριψης -και όχι μόνο η πραγματική απόρριψη αρκεί για να κρατήσει πολλές επιχειρήσεις εκτός της αγοράς δανείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πραγματική οικονομία.
Οι αποθαρρημένες επιχειρήσεις τείνουν να είναι πιο μικρές, πιο νέες και πιο ευάλωτες οικονομικά, παρόλο που έχουν τον μεγαλύτερο δυναμισμό στην αγορά εργασίας και είναι υπεύθυνες για μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας.
ΓΙΑ ΤΟΝ επιχειρηματικό κόσμο τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης είναι ιδιαίτερα χρήσιμα.
Δεν αρκεί να εξετάζουμε μόνον αν οι επιχειρήσεις απορρίπτονται από τις τράπεζες. Πρέπει να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια που αποτρέπουν τις επιχειρήσεις από το να ζητήσουν χρηματοδότηση εξαρχής.
Μέτρα όπως ο εξορθολογισμός των διαδικασιών υποβολής αιτήσεων, η ενίσχυση της διαφάνειας και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού μπορούν να μειώσουν την αποθάρρυνση των δανειοληπτών.
Αυτό απαιτεί όχι μόνο αλλαγές στον τραπεζικό τομέα, αλλά και υποστηρικτικές πολιτικές που χτίζουν εμπιστοσύνη και μειώνουν την ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ τραπεζών και επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ όπως η αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων αποτελούν σημείο καμπής για τη μείωση των προβλημάτων ασυμμετρίας στην αγορά δανείων και άρα ευκολότερης πρόσβασης στη χρηματοδότηση.
Δεν θα πρέπει επίσης να λησμονούμε την αλλαγή φορολογικής κουλτούρας από πλευράς πολλών ΜμΕ, που μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη των πραγματικών οικονομικών αποτελεσμάτων τους και έτσι να αυξήσουν τη δανειοληπτική τους ικανότητα.
Επιπλέον, πολιτικές προσαρμοσμένες στις περιφερειακές και τομεακές συνθήκες -όπως διαφοροποιημένα επιτόκια δανεισμού ή η κατανομή των πιστώσεων σε συγκεκριμένους τομείς- μπορεί να αποδειχθούν πιο αποτελεσματικές από την οριζόντια νομισματική χαλάρωση, που πολλές φορές δεν προσεγγίζει αναγκαστικά τις ΜμΕ υψηλής προστιθέμενης αξίας.
ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ όπου η οικονομική ανάκαμψη είναι κρίσιμη και η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας αποτελεί προτεραιότητα, η ενίσχυση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση για τις ΜμΕ δεν είναι πολυτέλεια – είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη.
Συμπερασματικά, λοιπόν, και για να συμβεί αυτό πρέπει να εντοπίσουμε και να άρουμε όχι μόνο τα οικονομικά, αλλά και τα ψυχολογικά εμπόδια της χρηματοδότησης, που εν τέλει φαίνεται να αποτελούν κομβικό παράγοντα στη χρηματοδότηση των ΜμΕ.
