Skip to main content

Η αναγκαιότητα μιας δημογραφικής πολιτικής

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Για να γίνει το υπουργείο Οικογένειας πυλώνας στην αντιμετώπιση του δημογραφικού, προϋποτίθεται η υιοθέτηση συγκροτημένης δημογραφικής πολιτικής

Του Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας, επιστ. υπεύθυνου του ερευνητικού προγράμματος (ΕΛΙΔΕΚ) «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα»

Η ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ εικόνα της χώρας μας σήμερα διαφέρει σημαντικά από αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Συνοψίζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της, αλλά και τις προκλήσεις που τίθενται, θα αναφέρουμε:

1) την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού μας σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας (άμεση συνέπεια της εσωτερικής μετανάστευσης, απόρροια του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης), 2) τη σημαντική μεν αύξηση του προσδόκιμου ζωής μας, αλλά και τη μεγαλύτερη επιβράδυνση των κερδών μετά το 1995 σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε., 3) τη μείωση της γονιμότητας (του αριθμού δηλαδή των παιδιών) στις γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1960 και την αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους, εξ ου και η μετά το 1980 ταχύτατη μείωση των γεννήσεων, 4) τη μείωση των γάμων, την αύξηση των διαζυγίων και των συμφώνων συμβίωσης, με αποτέλεσμα την αλλαγή της σύνθεσης και της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών με την ανάδυση νέων οικογενειακών μοντέλων, 5) τη συνεχή αύξηση του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω (από το 6,8% το 1951 στο 23% σήμερα), άμεση επίπτωση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της μείωσης της γονιμότητας (μια αύξηση που συνοδεύτηκε και από και τη μείωση του ειδικού βάρους των νέων 0-19 ετών), 6) τη συνεχή αύξηση των θανάτων λόγω της δημογραφικής γήρανσης που σε συνδυασμό με τη μείωση των γεννήσεων οδήγησε στην εμφάνιση μετά το 2010 αρνητικών φυσικών ισοζυγιών (περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις), 7) την αναστροφή των μεταναστευτικών ισοζυγίων που από θετικά μέχρι το 2010 μετατράπηκαν σε αρνητικά στη συνέχεια (περισσότεροι έξοδοι από είσοδοι στη χώρα μας την περίοδο 2011-2023), 8) τη συνεχή μείωση του πληθυσμού μας μετά το 2010, απόρροια των αρνητικών φυσικών και μεταναστευτικών ισοζυγίων και 9) τις σημαντικές διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό επίπεδο όλων των δημογραφικών δεικτών (μεταβολή του πληθυσμού ανάμεσα στις απογραφές, φυσικά ισοζύγια, γονιμότητα, θνησιμότητα, γήρανση….), διαφοροποιήσεις που αναδεικνύονται εξετάζοντας τις αποκλίσεις από τους μέσους εθνικούς όρους, που γίνονται όλο και πιο έντονες όταν περνάμε στις περιφερειακές ενότητες και, στη συνέχεια, στους δήμους.

ΟΣΟΝ αφορά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, οι πρόσφατες προβολές πληθυσμού για την Ελλάδα (Ην. Έθνη, 2022 και Eurostat, 2023) συγκλίνουν στο ότι:

I) Η αύξηση των θανάτων και η μείωση των γεννήσεων δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί, με αποτέλεσμα τα φυσικά ισοζύγια να παραμείνουν αρνητικά, οδηγώντας στην περαιτέρω μείωση του πληθυσμού,

II) Αν αλλάξει το μη ιδιαίτερα ευνοϊκό σήμερα περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, θα περιοριστούν μεν τα αρνητικά φυσικά ισοζύγια, χωρίς ωστόσο να μετατραπούν από αρνητικά σε θετικά,

III) Η γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, μπορεί μόνον -υπό όρους- να επιβραδυνθεί,

IV) Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στον χώρο δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν υπάρξει μια εθνική στρατηγική για την περιφερειακή ανάπτυξη.

ΜΕ ΒΑΣΗ τις προβολές αυτές, αν το μεταναστευτικό μας ισοζύγιο είναι μηδενικό μέχρι το 2050, η μείωση του πληθυσμού μας θα συνεχιστεί τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, καθώς το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων αναμένεται να κυμανθεί από (δυσμενές σενάριο) 1,50 έως (ευνοϊκότατο) 1,15 εκατ., η δε μείωση των 0-64 ετών, με δεδομένη την αύξηση των >65 ετών κατά 650 χιλ. περίπου, θα κυμανθεί από 2,15 (δυσμενές σενάριο) έως 1,8 εκατ. (ευνοϊκότατο σενάριο). Kατ’ επέκταση, το αν θα μειωθεί κατά κάποιες εκατοντάδες χιλ. μόνον ή κατά 1,5 εκατ. ο πληθυσμός μας θα εξαρτηθεί κυρίως από τη μεταναστευτική ζυγαριά (είσοδοι έξοδοι) και δευτερευόντως μόνον από το ισοζύγιο γεννήσεις-θάνατοι.

ΩΣ ΕΚ ΤΟΎΤΟΥ, εάν τεθούν ως στόχοι ο περιορισμός της μείωσης αυτής και η επιβράδυνση τη γήρανσης (εάν, δηλαδή, στοχεύαμε ο πληθυσμός μας να μην υπολείπεται κατά πολύ των 9,7 εκατ. το 2050 και, ταυτόχρονα, να περιοριστεί και η μείωση των 0-19 και των 20-64 ετών), επιβάλλεται στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης δημογραφικής πολιτικής ο συνδυασμός μέτρων που:

  • θα περιορίσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες την αύξηση των θανάτων και ταυτόχρονα θα επιτρέψουν στους μελλοντικούς ηλικιωμένους στη χώρα μας να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση
  • θα δημιουργήσουν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών -γύρω από τα δύο- στις επόμενες γενεές (υπενθυμίζουμε ότι οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1980 έφεραν στον κόσμο αρκετά λιγότερα: 1,5)
  • θα επιβραδύνουν σημαντικά τη μετανάστευση νέων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών, επιτρέποντας την επιστροφή τμήματος αυτών που έχουν φύγει
  • θα επιτρέψουν την ενσωμάτωση και μόνιμη εγκατάσταση νέων αλλοδαπών
  • θα αναστρέψουν την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στον χώρο.

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ δημιουργία ενός υπουργείου Οικογένειας είναι ένα θετικό βήμα. Για να γίνει όμως το υπουργείο αυτό ένα «υπουργείο – πυλώνας για την αντιμετώπιση του δημογραφικού», προϋποτίθεται η υιοθέτηση μιας συγκροτημένης δημογραφικής πολιτικής και, στη συνέχεια, η
δημιουργία μιας επιτελικής δομής για την παρακολούθηση των εξελίξεων και τη λήψη μέτρων / συντονισμός των δράσεων / αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ, αν τεθεί ως στόχος η αλλαγή της πορείας των βασικών συνιστωσών της ανανέωσης του πληθυσμού μας και, ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση των όποιων αρνητικών επιπτώσεών τους, απαιτείται οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων αφενός να λάβουν από τώρα τα προσήκοντα μέτρα, αφετέρου να προνοήσουν για την έγκαιρη προσαρμογή σε κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες εξελίξεις. Οι δύο αυτοί στόχοι, η προσαρμογή και η δράση για να δημιουργήσουμε προοδευτικά μια νέα «δημογραφική πραγματικότητα», είναι επομένως, κατά τη γνώμη μου, μονόδρομος.