Skip to main content

Ο συντηρητισμός στην Ελλάδα, μια «βουβή» ιδεολογία

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: DAVID TETT

Εξαρτημένες χώρες όπως η Ελλάδα νομοτελειακά παράγουν εξαρτημένους συντηρητισμούς, τόσο σε επίπεδο ιδεολογίας όσο και πρακτικής.

Του Άγγελου Χρυσόγελου, Αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University

Σε μια χώρα όπου συνεχώς εισάγουμε πολιτικές έννοιες και μιμούμαστε πολιτικές πρακτικές από αλλού, η απουσία τόσο σοβαρής συζήτησης όσο και ουσιαστικής πολιτικής πρότασης γύρω από τον συντηρητισμό είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή. Και στην Ευρώπη και στην Αμερική αυτή την περίοδο οι σημαντικότερες ιδεολογικές συζητήσεις και μετατοπίσεις λαμβάνουν χώρα γύρω από τον συντηρητισμό, είτε μιλάμε για τη μεταμόρφωση κομμάτων όπως οι Ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ και οι Συντηρητικοί στη Βρετανία είτε για την υποκατάσταση της μέχρι πρότινος κυρίαρχης κεντροδεξιάς από νέες δυνάμεις που διεκδικούν και επαναδιατυπώνουν την έννοια του συντηρητισμού στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ολλανδία και αλλού.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο συντηρητισμός είναι ο μοναδικός από τους μεγάλους ιδεολογικούς «ισμούς» που δεν υιοθετήθηκε ποτέ συνειδητά από πολιτικούς δρώντες στην Ελλάδα. Ενώ ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός και ο εθνικισμός πάντα έχουν ενεργούς υποστηρικτές και οι ιδέες τους γίνονταν αντικείμενο συζήτησης και επεξεργασίας, ο συντηρητισμός τίθεται στο περιθώριο, και μάλιστα με δύο διαφορετικούς τρόπους. Στο πεδίο της συζήτησης των ιδεών η χρήση του όρου απουσιάζει σχεδόν πλήρως, και όπου εμφανίζεται αυτό γίνεται με έναν τρόπο εξόχως αρνητικά φορτισμένο, όπου ο συντηρητισμός εξισώνεται με το παλιομοδίτικο, το «μουχλιασμένο» και την υπεράσπιση προνομίων (βλ. για παράδειγμα την κατηγορία που συχνά ακούγεται ότι η απόρριψη των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι μια «συντηρητική» θέση, κάτι που θα ακουγόταν ως αστείο για οποιονδήποτε ξένο την άκουγε).

Ο δεύτερος τρόπος που ο συντηρητισμός περιθωριοποιείται είναι με την απροθυμία των ίδιων των δυνητικών ακολούθων του να υιοθετήσουν τον όρο και να τον χρησιμοποιήσουν ως πυρήνα μιας συγκροτημένης ιδεολογίας. Είναι εντυπωσιακό ότι ο πολιτικός, κομματικός και ιδεολογικός χώρος μεταξύ του φιλελεύθερου κέντρου και της αυταρχικής ακροδεξιάς, ο οποίος ιστορικά στην Ελλάδα σταθερά περιλαμβάνει τουλάχιστον το 1/3 του εκλογικού σώματος, ποτέ δεν διεκδίκησε τον συντηρητισμό ως την ιδεολογική του ταυτότητα. Αντίθετα, σχεδόν αυτοτιμωρητικά, επέτρεψε τον ετεροκαθορισμό του, είτε από τους ιδεολογικούς του αντιπάλους -που μιλούσαν σκωπτικά για μια μονολιθική «δεξιά»- είτε από την κομματική του ηγεσία που προτιμάει άλλους «ισμούς» (πατριωτισμό, φιλελευθερισμό) για να του υποδείξει τι είναι και τι (πρέπει να) θέλει.

Η απουσία του συντηρητισμού από τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή αν σκεφτούμε ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός περιέχει πολλά στοιχεία, τα οποία αποτελούν την κατεξοχήν πρώτη ύλη ενός συντηρητικού κινήματος. Ο ρόλος της οικογένειας ως θεσμού, ο μεγάλος βαθμός θρησκευτικότητας, η ευρεία διάδοση αντιλήψεων μεταξύ του απλού κόσμου περί ιστορικής συνέχειας του έθνους (παρά την επίμονη αντίθετη προπαγάνδα από τους φορείς επίσημης σκέψης και διανόησης τις τελευταίες τρεις δεκαετίες), η συσπείρωση γύρω από κεφαλαιώδη ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όλα αυτά αποτελούν συνθήκες που σε άλλες χώρες θα είχαν οδηγήσει στη δημιουργία αυτοφυούς και γεμάτου αυτοπεποίθηση συντηρητισμού. Όχι όμως στην Ελλάδα.

Δύο λόγους θα μπορούσαμε να επισημάνουμε για αυτό το έλλειμμα. Κατ’ αρχάς μπορούμε να μιλήσουμε για την εν γένει ριζοσπαστική, προοδευτική, κεντροαριστερή (ή όπως αλλιώς μπορεί να περιγραφεί) πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας, σίγουρα από τη Μεταπολίτευση και μετά, αλλά ίσως ακόμα πιο πίσω, από τις απαρχές του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους, το προϊόν μιας επανάστασης που έλαβε χώρα ενάντια στον ευρωπαϊκό συντηρητισμό της εποχής. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι ιδεολογικές αναφορές στον συντηρητισμό οπωσδήποτε είναι πάντα μια ριψοκίνδυνη πολιτική επιλογή. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι χώρες στην περιφέρεια της νεωτερικότητας και του γεωπολιτικού και οικονομικού πυρήνα της Δύσης όπως η Ελλάδα εξ ορισμού αδυνατούν να παράγουν ιδεολογικά ρεύματα που προϋποθέτουν αυτοπεποίθηση και αυτόφωτη σκέψη. Εξαρτημένες χώρες όπως η Ελλάδα νομοτελειακά παράγουν εξαρτημένους συντηρητισμούς, τόσο σε επίπεδο ιδεολογίας όσο και πρακτικής.

Είναι ακριβώς για αυτούς τους λόγους όμως που η συζήτηση για τον συντηρητισμό πρέπει να αρχίσει και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία της απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας ενός κόμματος που η διεθνής ακαδημαϊκή βιβλιογραφία και ο ξένος Τύπος αυτονόητα αποκαλούν «συντηρητικό», η ηγεσία του οποίου όμως απορρίπτει αυτόν τον χαρακτηρισμό και η βάση του εν πολλοίς τον αγνοεί. Η συζήτηση για τον συντηρητισμό δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή άσκηση πάνω σε ζητήματα θεωρίας, αλλά συντελεί στην κατανόηση του σημερινού παράδοξου και πρωτοφανούς πολιτικού τοπίου στη χώρα μας. Με ποιον τρόπο μπορεί η Νέα Δημοκρατία να θεωρηθεί συντηρητικό κόμμα και πώς εξηγεί αυτό τη σημερινή κυριαρχία της; Και αν η Ν.Δ. απορρίπτει την έννοια του συντηρητισμού, μπορεί αυτός να αναζητηθεί ως σκέψη και πρακτική αλλού, σε άλλες πολιτικές δυνάμεις ή σε διεργασίες έξω από το κομματικό πεδίο;

Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει απαντήσεις ο συλλογικός τόμος «Ο Συντηρητισμός στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και με πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ). Ο τόμος σκιαγραφεί το περίγραμμα της συντηρητικής σκέψης, πράξης και αισθητικής στην Ελλάδα. Ως ένστικτο προστασίας υπαρχόντων θεσμών και δομών εξουσίας, ο συντηρητισμός είναι αυτονόητα παρών και διατρέχει όλη την ελληνική ιστορία, αν και σπάνια μορφοποιημένος και εκφραζόμενος ως τέτοιος. Η ύπαρξη ενός αυτόφωτου συντηρητισμού ως πολιτική έκφραση διαχρονικών ιεραρχικών αξιών όμως είναι ένα πιο περίπλοκο ζήτημα. Η αναζήτησή του έχει σήμερα μεγαλύτερη σημασία από ποτέ.