Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη, επισκ. καθηγητή Χρηματοοικονομικών στο ΕΚΠΑ και Portfolio Manager σε εταιρείες Asset Management
ΜΕ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ χρέος να έχει ξεπεράσει πλέον τα 33 τρισ. και την πρόσφατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s (η πρώτη υποβάθμιση στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, που κατείχε σταθερά τον βαθμό ΑΑΑ για 70 χρόνια), είναι παραπάνω από δικαιολογημένη η αυξημένη μεταβλητότητα που παρατηρείται στην αγορά ομολόγων.
ΠΟΛΛΟΙ είναι πλέον οι απαισιόδοξοι που προειδοποιούν ότι διανύουμε μια επανάληψη του 1970, όπου ο πληθωρισμός σόκαρε την οικονομία, παραμένοντας σε σημαντικά υψηλά επίπεδα για αρκετά χρόνια. Το σενάριο αυτό δεν είναι διόλου απίθανο αν αναλογιστεί κανείς ότι οι ΗΠΑ εμφανίζουν διαχρονικά δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία σήμερα έχουν ξεπεράσει το 5%. Με απλά λόγια, ξοδεύουν τακτικά παραπάνω χρήματα από αυτά που εισπράττουν, γεγονός το οποίο ανατροφοδοτεί το χρέος τους και συμβάλλει στο να παραμείνει ο πληθωρισμός σε υψηλά επίπεδα. Η κλιμάκωση του χρέους οδηγεί στη σταδιακή αύξηση του ποσοστού των χρημάτων τα οποία προορίζονται στην εξυπηρέτησή του από τα φορολογικά τους έσοδα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πλήττεται η μακροχρόνια ανάπτυξη, καθώς οι εισπράξεις του κράτους δεν ανατροφοδοτούν την οικονομική δραστηριότητα.
ΜΕ ΒΑΣΗ τα προαναφερθέντα, αρκετοί βλέπουν το χρέος των ΗΠΑ να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ωρολογιακή βόμβα και αναμένουν τον εκτροχιασμό του (debt spiral). Ένας εκτροχιασμός χρέους προκύπτει όταν παρατηρείται ο εξής φαύλος κύκλος: επενδυτές ομολόγων φοβούμενοι μια επερχόμενη χρεοκοπία απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις, οι οποίες με τη σειρά τους τροφοδοτούν την περαιτέρω αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους της χώρας, πράγμα το οποίο δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα στους επενδυτές, οι οποίοι, ξανά με τη σειρά τους, απαιτούν ακόμα υψηλότερες αποδόσεις.
Όμως, υπάρχει ένα όριο σχετικά με το πόσο χρέος προσεγγιστικά μπορεί να συσσωρεύσει μια οικονομία προτού οδηγηθεί σε εκτροχιασμό. Το όριο αυτό προκύπτει από διάφορους παράγοντες, όπως τα δημογραφικά στοιχεία της, το ύψος των καταθετικών επιτοκίων της κ.λπ. Σύμφωνα με το αρμόδιο γραφείο προϋπολογισμών των ΗΠΑ, το όριο αυτό είναι 200% του ΑΕΠ για την αμερικανική οικονομία. Δηλαδή, τη στιγμή που το χρέος των ΗΠΑ γίνει διπλάσιο του ΑΕΠ τους θα έχει καταστεί μη βιώσιμο, χωρίς διέξοδο αποφυγής μιας πραγματικής χρεοκοπίας ή, εναλλακτικά, μιας σιωπηρής χρεοκοπίας με τη μορφή μιας πολύ μακράς περιόδου εξουθενωτικά υψηλού πληθωρισμού που θα αποδυναμώσει το χρέος της σε πραγματικούς όρους.
ΤΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ χρέος των ΗΠΑ με βάση τους πρόσφατους προϋπολογισμούς αναμένεται σε 20 έτη να είναι διπλάσιο του ΑΕΠ τους (200%), τη στιγμή που σήμερα είναι κάτι παραπάνω από 1,2 φορά μεγαλύτερο (120%).
Το ενδεχόμενο όμως οι αποδόσεις των κυβερνητικών ομολόγων να παραμείνουν διαχρονικά στο 5% επιβαρύνει την όλη κατάσταση περαιτέρω καθώς το κόστος εξυπηρέτησης του κυβερνητικού χρέους θα είναι τρισεκατομμύρια περισσότερο από αυτό που έχει προϋπολογιστεί. Γίνεται έτσι αντιληπτή η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται τόσο η κυβέρνηση (παρούσα και μελλοντική) όσο και η Κεντρική Τράπεζα, η οποία είναι πολύ πιθανό να βρεθεί ξανά μπροστά στο δίλημμα της επαναγοράς των ομολόγων ή της άφεσης της ελεύθερης πορείας των αποδόσεων, γεγονότα που πλήττουν την οικονομία με διαφορετικούς τρόπους.
ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ υπ’ όψιν τα παραπάνω, ένας επενδυτής μπορεί να αντιληφθεί ότι το διαρκώς αυξανόμενο χρέος της αμερικανικής οικονομίας είναι ένα φαινόμενο το οποίο απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και παρακολούθηση των μακροοικονομικών δεδομένων.
Επίσης, η αγορά μακροπρόθεσμων ομολόγων δεδομένου του κίνδυνου που συσσωρεύει απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ή ακόμα και αποφυγή. Κλείνοντας, καλό θα ήταν να τονιστεί ότι η αμερικανική οικονομία δεν πρέπει να παρακολουθείται μόνο από τους επενδυτές που έχουν ανοιχτές θέσεις σε αυτήν, αλλά από όλους τους επενδυτές παγκοσμίως. Άλλωστε, η παγκόσμια οικονομία μοιάζει με ντόμινο και οι ΗΠΑ αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα πλακίδια.