Skip to main content

Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης ως μοχλός ανάπτυξης

Ως ο πλέον ορθολογικός τρόπος περιορισμού του όγκου των υποθέσεων προκρίνεται η ενίσχυση μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών

Της Ολυμπίας Κ. Αναστασοπούλου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, LLM, MBA, διαπιστευμένης διαμεσολαβήτριας ΥΔΔΑΔ, τ. γ.γ. Τουριστικής Πολιτικής και Ανάπτυξης

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ της επιτάχυνσης απονομής δικαιοσύνης είναι πολυπαραγοντικό, προσομοιάζει ωστόσο με μία εξίσωση που διαμορφώνεται κυρίως από τους εξής παράγοντες:

Α) τον όγκο της ροής υποθέσεων και αιτημάτων προς τη Δικαιοσύνη

Β) την ποσοτική και ποιοτική επάρκεια μέσων και ανθρώπινου δυναμικού της

Γ) τον τρόπο διαχείρισης του όγκου αυτού, ήτοι το επίπεδο οργάνωσης των υλικών υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται στον χώρο της Δικαιοσύνης.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ και στα τρία παραπάνω επίπεδα δύνανται να επιφέρουν βελτίωση στους ρυθμούς απονομής δικαιοσύνης:

Α. Όσον αφορά τον όγκο των υποθέσεων και αιτημάτων που εισάγονται προς εκδίκαση ή διεκπεραίωση, κατά καιρούς υιοθετήθηκαν μέτρα που καθιστούσαν δαπανηρότερη την προσφυγή στη Δικαιοσύνη (π.χ. αύξηση του παραβόλου μήνυσης στα 100 ευρώ, αύξηση του δικαστικού ενσήμου εκδίκασης των καταψηφιστικών αγωγών), ωστόσο τα μέτρα αυτά θεωρήθηκε ότι έπλητταν, σε κάποιο βαθμό, το συνταγματικώς κατοχυρωμένο (άρθρα 8 και 20 Συντάγματος, άρθρο 6 ΕΣΔΑ) δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης του πολίτη στη Δικαιοσύνη και απαιτείται ενδελεχής και ολιστική πρόταση επ’ αυτών.

ΩΣ Ο ΠΛΕΟΝ ορθολογικός και άμεσος τρόπος περιορισμού του όγκου των υποθέσεων που φτάνουν στη Δικαιοσύνη προκρίνεται αυτός της ενίσχυσης μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Προς αυτή την κατεύθυνση κρίνεται επιτυχημένη η εισαγωγή του θεσμού της διαμεσολάβησης (Ν. 4640/2019) και θα ήταν σκόπιμη η αναζήτηση τρόπων περαιτέρω ενίσχυσής του (π.χ. με τη διεύρυνση των διαδικασιών που υπάγονται υποχρεωτικά σε αυτόν). Επίσης η ενίσχυση του ρόλου εποπτικών ή ανεξάρτητων αρχών (π.χ. Επιθεώρηση Εργασίας, Συνήγορος του Πολίτη, Συνήγορος του Καταναλωτή), με πρόβλεψη δεσμευτικότερης παρέμβασής τους προς επίλυση διαφορών, θα συνέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση.

Β. Το ζήτημα της ποσοτικής επάρκειας συνδέεται άμεσα με δημοσιονομικούς παράγοντες και θα ήταν σκόπιμο να αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων στις Σχολές Δικαστών, όπως και να διενεργηθούν προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων, προς κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων.

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ την ποιοτική επάρκεια, υφίσταται σημαντικό περιθώριο βελτιώσεων στο θεσμικό καθεστώς: Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα προς επιλογή των νέων δικαστών, αλλά και στα φυσικά, ψυχικά και ηθικά τους προσόντα, προκειμένου να θεωρηθούν ικανοί να ασκήσουν το πολύπλευρα απαιτητικό δικαστικό λειτούργημα.

ΕΠΙΣΗΣ ΠΡΕΠΕΙ να ενεργοποιηθεί μηχανισμός έγκαιρης παρακολούθησης και ελέγχου της επάρκειας δικαστών καθ’ όλη την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους, ώστε να αδρανοποιούνται έγκαιρα, εφόσον απαιτείται, και να αποτρέπεται έτσι η συνεχιζόμενη σώρευση δικογραφιών που λιμνάζουν στα χέρια τους.

ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ της διασφάλισης της ποιοτικής επάρκειας κρίνεται εύστοχη η αναμόρφωση της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών με τον πρόσφατο Ν. 4871/2021, με τον οποίο καθιερώθηκε η υποχρεωτική διαρκής επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών. Ομοίως εύστοχες κρίνονται οι ρυθμίσεις που εισήχθησαν με τον πρόσφατο Ν. 4938/2022 στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να προάγονται μόνον εφόσον έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης.

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΩΣ, κρίνεται σημαντική η ενίσχυση του εξοπλισμού των δικαστικών υπηρεσιών με σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, που θα καθιστούν εφικτή την άρτια μηχανοργάνωση και μετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Τέλος, στο πλαίσιο της υλικοτεχνικής βελτίωσης, είναι πολύ σημαντική και η σταδιακή αναβάθμιση των κτιριολογικών δικαστικών υποδομών ανά τη χώρα.

Γ. Όσον αφορά τη βελτίωση των υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται στον χώρο της Δικαιοσύνης, αν επιτευχθεί η προαναφερθείσα αυξημένη διαθεσιμότητα χώρων, θα δοθεί η δυνατότητα για στέγαση παράλληλα λειτουργούντων ακροατηρίων αλλά και δικαστών σε γραφεία, προκειμένου να εκμεταλλεύονται αποδοτικότερα τον χρόνο τους, εφόσον έτσι θα καταστεί δυνατή η εργασία τους εντός δικαστικών χώρων.

ΕΠΙΣΗΣ, οι αλλαγές που επέφερε ο πρόσφατος Ν. 4700/2020 (άρθρο 359) σχετικά με τη σύσταση ειδικών τμημάτων στα μεγάλα πολιτικά δικαστήρια της χώρας κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, και θα πρέπει να περιληφθούν και τα υπόλοιπα δικαστήρια της χώρας.

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ, προκρίνεται η ψηφιοποίηση το δυνατόν περισσοτέρων δικαστικών υπηρεσιών. Στο Συμβούλιο Επικρατείας και τα Διοικητικά Δικαστήρια υφίσταται ήδη Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (ΟΣΔΔΥ-ΔΔ), για το οποίο προσφάτως συμβασιοποιήθηκε ο διαγωνισμός αναβάθμισής του.

ΟΜΟΙΩΣ για το ΟΠΣ του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ για τα πολιτικά-ποινικά δικαστήρια και τις εισαγγελίες της χώρας λειτουργεί ήδη το ΟΣΔΔΥ-ΠΠ σε 19 Ειρηνοδικεία, 4 πρωτοδικεία, 4 εφετεία και στον Άρειο Πάγο.

ΔΕΔΟΜΕΝΗΣ της κρισιμότητας της ψηφιοποίησης για την επιτάχυνση των ρυθμών απονομής δικαιοσύνης, έχει προταθεί (περιλαμβάνεται στις υποβληθείσες προτάσεις του Τομέα Δικαιοσύνης της Νέας Δημοκρατίας) η σύσταση Ειδικής Γραμματείας στο αρμόδιο υπουργείο με αποκλειστική αρμοδιότητα την προώθηση της ψηφιοποίησης και επιτάχυνσης της δικαιοσύνης.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ειδικής πλατφόρμας επί της οποίας οι δικαστές θα συντάσσουν τις αποφάσεις τους, θα τους παρέχει τόσο υποστήριξη κατά το ως άνω έργο (μέσω π.χ. υποδειγμάτων, νομολογίας, αλλά και διαδραστικής συνεργασίας με συναδέλφους τους) όσο και μέθοδο ελέγχου για την τήρηση των ανεκτών χρονικών ορίων για την έκδοση αποφάσεων.

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΩΣ, μέσω της ψηφιακής εξέλιξης του Γραφείου Συλλογής Στατιστικών Δικαιοσύνης (JustStat) θα καταστεί δυνατή η παρακολούθηση της ροής υποθέσεων και του φόρτου εργασίας που δέχονται τα δικαστήρια ανά την επικράτεια.

ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ, η ενίσχυση των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών και ο εξορθολογισμός στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού δύνανται να συμβάλουν στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Η αποφασιστική αντιμετώπιση της αρνησιδικίας, η άμεση κάλυψη του θεσμικού αυτού κενού, αποτελεί πρώτιστη υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης και θεμελιώδη προϋπόθεση για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας, την προσέλκυση επενδύσεων και εν τέλει την ευημερία όλων σε ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου.