Skip to main content

Το αίσθημα (αν)ασφάλειας των δημοτών της Αθήνας

Η προαγωγή της ασφάλειας για την περιστολή της εγκληματικότητας είναι αμιγώς ζήτημα πολιτικής επιλογής.

Τoυ Θεόδωρου Μαντά, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω – ποινικολόγου, υποψήφιου δημοτικού συμβούλου Αθήνας με τον συνδυασμό «Ανοιχτή Πόλη»

ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που η δημοτική αρχή Μπακογιάννη κατασκευάζει «μαύρους πίνακες εγκληματικότητας», στιγματίζοντας ολόκληρες κοινωνικές ομάδες και περιοχές της Αθήνας και κεφαλαιοποιώντας τον φόβο, το αίσθημα ανασφάλειας γενικεύεται, παρά τη στελεχιακή ενίσχυση της ΕΛ.ΑΣ. με 4.000 προσλήψεις αστυνομικών επί Ν.Δ. Τα επίσημα συγκεντρωτικά στοιχεία από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για την εγκληματικότητα φτάνουν μέχρι και το 2021 και δείχνουν αξιοσημείωτη κλιμάκωση σε σχέση με το 2020. Συγκεκριμένα, οι ανθρωποκτονίες έχουν αυξηθεί κατά 45%, οι απάτες κατά 22,8%, οι βιασμοί κατά 5,7%, οι εκβιασμοί κατά 55%, και οι παραβιάσεις της νομοθεσίας περί όπλων κατά 53%. Δεδομένου του υπερπληθυσμού της πρωτεύουσας και ιδιαιτέρως του ιστορικού κέντρου, η επιβάρυνση αυτή αφορά πρωτίστως τον Δήμο Αθηναίων.

ΟΙ ΔΗΜΟΤΕΣ της Αθήνας νιώθουν αβοήθητοι απέναντι στα εντεινόμενα περιστατικά βίας, απορρέουσας από μια κλιμακούμενη εγκληματικότητα, όπως η ανεξέλεγκτη δράση κυκλωμάτων και η εκτέλεση συμβολαίων θανάτου μέρα μεσημέρι σε κεντρικά σημεία της πόλης. Αστυνομικά τμήματα παραμένουν κλειστά στο κέντρο της Αθήνας το βράδυ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος να υποβάλει καταγγελία ή τμήματα λειτουργούν με μόνο δύο αστυνομικούς. Ένα επιτελικό κράτος που σπεκουλάρει με τον όρο της ασφάλειας, αλλά οδηγεί σε μια εντεινόμενη ανασφάλεια τους πολίτες του.

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ στο οποίο οδηγεί αυτή η αντιφατική πολιτική επιλογή απορρέει από το κεντρικό κυβερνητικό δόγμα «νόμος και τάξη» και αναζητά επιτακτικά τη λύση του. Αυτή θα πρέπει αφενός ν’ αναζητηθεί εντός της κοινωνίας και αφετέρου η έννοια της ασφάλειας, αφού εξειδικευτεί, στη βάση των κλιμακούμενων μορφών της, να σταθμιστεί στο δίπολο ελευθερίας-ασφάλειας και με γνώμονα τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας να εφαρμοστεί σε επίπεδο πρόληψης, επιτήρησης και εν τέλει καταστολής.

ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ, συνεπώς, να επανοικειοποιηθούμε και να επανανοηματοδοτήσουμε την έννοια της ασφάλειας, αποσυνδέοντάς τη από τη μονοσήμαντη συνειρμική ταύτισή της με την καταστολή και τον κοινωνικό αποκλεισμό και προσδίδοντάς της προοδευτικό και συλλογικό περιεχόμενο, με ενεργητικό ρόλο της αυτοδιοίκησης.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ, ούτε πρέπει ούτε μπορεί ν’ αγνοηθεί το αίτημα της κοινωνίας των πολιτών για μια ασφαλή και ανοιχτή πόλη, εντός της οποίας να έχει τη δυνατότητα ο δημότης να εκφράζεται ατομικά και συλλογικά. Υπ’ αυτή την έννοια, η προαγωγή της ασφάλειας για την περιστολή της εγκληματικότητας και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων είναι αμιγώς ζήτημα πολιτικής επιλογής. Αν η παραδοσιακή αντίληψη θέλει την ασφάλεια συνδεδεμένη με την ασύμμετρη κρατική βία και τη ρητορική μίσους απέναντι σε εθνοτικές ομάδες και τον στιγματισμό γκετοποιημένων και υποβαθμισμένων περιοχών της Αθήνας, από την Ευριπίδου μέχρι τα Πατήσια και τα Σεπόλια, στην πραγματικότητα η ασφάλεια δεν νοείται εκτός πλαισίου κράτους δικαίου και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΑΛΛΩΣΤΕ, η ασφάλεια περιφρουρείται αποτελεσματικότερα όταν στηρίζεται σε κανόνες και ενθαρρύνει και αξιοποιεί τη συλλογική κοινωνική παρουσία στην πόλη. Μάλιστα, αυτό ισχύει ακόμα και για εκ πρώτης όψεως «τεχνικά» πεδία, όπως η οδική ασφάλεια, οι ασφαλείς υποδομές, τα αντιπλημμυρικά έργα, ο φωτισμός, η αξιοποίηση δημοσίων κτιρίων προς το κοινό όφελος, η παρουσία ενός φιλικού προς τον πολίτη αστυνομικού στις γειτονιές, η αύξηση των περιπολιών της δημοτικής αστυνομίας και φυσικά η διασύνδεση και ο αποτελεσματικός συντονισμός εντεταλμένου αξιωματικού ΕΛ.ΑΣ. με την αρμόδια υπηρεσία της δημοτικής αρχής.

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΩΣ, θα βοηθήσουν η σύσταση και ενίσχυση δομών συμβουλευτικής υποστήριξης και ξενώνων φιλοξενίας και συντονισμός τους με τα τμήματα αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας, που ιδρύθηκαν εντός των Α.Τ. επί ΣΥΡΙΖΑ και ακόμη υπολειτουργούν. Επομένως, ο Δήμος Αθηναίων και ειδικότερα η δημοτική αστυνομία είναι αναγκαίο, σε συνεργασία με την ΕΛ.ΑΣ., να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών και να μη χρεώνεται αυτή ως αποκλειστική αρμοδιότητα στις αστυνομικές αρχές.

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ, ο σχεδιασμός μιας συνδυαστικής αστυνομικής στόχευσης στη βαριά εγκληματικότητα και ταυτοχρόνως ενός θετικού ρόλου της δημοτικής αρχής στην ενθάρρυνση των δημοτών σε πρωτοβουλίες για συμμετοχικές κοινωνικές και πολιτιστικές δράσεις, που θα εκπορεύονται από κινήματα πολιτών, θα ζωντανεύουν τις γειτονιές μας και θα ενεργοποιούν τους πολίτες, συνθέτοντας μια κοινωνία πολυεπίπεδης ασφάλειας με προοδευτικό πρόσημο, είναι υπαρξιακό ζήτημα και το πολιτικό διακύβευμα των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών.

Οικονόμου: Επιπλέον αστυνομικοί στους δρόμους της Αθήνας το αμέσως επόμενο διάστημα